Η Λαμπρίνα Α. Μαραγκού γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 13 Αυγούστου του 1961. Υπήρξε καλή και σοβαρή κόρη μιας αστικής οικογένειας, με αδυναμία ιδιαίτερη στον πατέρα της, σπούδασε στη Φιλοσοφική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας πρώτα, Γαλλική Φιλολογία και αργότερα Αρχαιολογία, έκανε τις διακοπές της στο Παρίσι, αλήτεψε όπου μπόρεσε ως όφειλε, και τέλος δούλεψε σε ανασκαφές. Διορίστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση, εκπόνησε το διδακτορικό της στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και τώρα το Μεταδιδακτορικό της στο Πάντειο Παμ
Υπήρξε ευλογημένη γιατί γέννησε μια καταπληκτική θυγατέρα και ζει μ’ έναν υπέροχο άνθρωπο. Τα βιβλία της, μυθιστορήματα ( Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι, Το καλοκαίρι με την Μέδουσα, Χνάρια στην άμμο, Πάθος, Ποτέ δεν φτάνει το αρκετό) και τα δοκίμια της ( Η σάρκα σου ως έμφυτος επίδεσμος, Γιώργος Χειμωνάς: ο Ιανός της Ελληνικής Λογοτεχνίας, Μάτση Χατζηλαζάρου: από την ποίηση στην μύηση) είναι τα άλλα της παιδιά που τα αγαπάει εξ ίσου. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Ποτέ δεν φτάνει το αρκετό» κυκλοφορεί από την Άνεμος εκδοτική.
Το τελευταίο σας βιβλίο, έχει τον τίτλο «Ποτέ δεν φτάνει το αρκετό» και είναι μια ερωτική εξομολόγηση. Τι σας οδήγησε να γράψετε ένα τέτοιο μυθιστόρημα;
Η ερωτική διαδικασία αφορά εξ ολοκλήρου τη ζωή. Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη της δημιουργικότητας, της φαντασίας… Και πιστέψτε με έχει τεράστια δυναμική, για αυτό άλλωστε όλη η παγκόσμια λογοτεχνία κινείται στο δίπολο του έρωτα και του θανάτου. Η γέννηση και η φθορά, η αρχή και το τέλος που τελικά συμπίπτουν… Οι άνθρωποι ερωτευόμαστε μέσα από τον φόβο του θανάτου, κυριευόμαστε από πάθη μέσα από τον τρόμο της απώλειας. Από αυτή την άποψη, η επιλογή από μέρους μου να αφηγηθώ μια ερωτική ιστορία ήταν μια ανάγκη κατανόησης του ίδιου μου του εαυτού, ένα μοίρασμα του εαυτού μου με τον αναγνώστη που θα διαβάσει αυτό το βιβλίο.
Η συνηθισμένη ερώτηση που συνήθως γίνεται στους συγγραφείς, είναι αν η ιστορία που γράφουν είναι βιωματική. Είναι για σας;
Η ερώτηση αυτή πάντα με ξενίζει. Τι σημαίνει «βιωματική ιστορία»; Υπάρχει κάποια ιστορία που την διηγείται κάποιος και δεν τη ζει ταυτόχρονα; Ή μήπως, ακόμα και η φαντασία δεν βιώνεται όσο κάποιος τη σκέφτεται; Κάνουμε ένα μεγάλο λάθος, καθώς θεωρούμε πως τα πράγματα, τα αισθήματα, οι σκέψεις μας, ακολουθούν μια γραμμικότητα και πως μπορούμε να διαχωρίσουμε το πραγματικό από το ψεύτικο. Πρόκειται για ένα παραπλανητικό ερώτημα, η ερμηνεία του οποίου είναι και αυτή παραπλανητική. Πόσο πιο αληθινό να γίνει ένα όνειρο, την στιγμή που το ζούμε, σε κάποια άλλη διάσταση; Γιατί να είναι λιγότερο «πραγματική» η αίσθηση ενός αγκαλιάσματος στο όνειρο απ’ ότι στην καθημερινότητα; Η εμπλοκή της φαντασίας και της επιθυμίας καθορίζουν ως ένα μεγάλο βαθμό την κοινωνική μας συμπεριφορά. Χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας, ως κανονικούς, όταν η κοινή γνώμη αποδέχεται την ταυτότητά μας, όταν βαδίζουμε σε πεπατημένες οδούς και παίρνουμε τα εύσημα από το κοινωνικό status. Τότε και μόνο τότε, μπορούμε να διακρίνουμε το φαντασιακό από το πραγματικό, τον δήθεν ρεαλισμό από την ιδεοληπτική τάση, που μας προσάπτουν οι άλλοι. Και εδώ ακριβώς, συμφωνώ με τον Sartre που ισχυρίστηκε πως « η κόλαση είναι οι άλλοι». Ναι, η κόλαση είναι οι άλλοι όταν τους αφήνεις να εισχωρούν στην φαντασία σου, να στην καθορίζουν, να στην οριοθετούν με το πρόσχημα μιας άχαρης ρεαλιστικής προοπτικής. Τότε για να γράψεις μια ερωτική ιστορία, οφείλεις να την έχεις βιώσει, οφείλεις να έχεις υποφέρει χειροπιαστά… Ο συγγραφέας όμως, που δεν είναι απλός γραφιάς, αλλά που γράφει με το «συν», έχει ιερό καθήκον, την φαντασιακή δική του πραγματικότητα καθώς του να γράφει σημαίνει πως έχει βιώσει.
Εκτός από μυθιστορήματα έχετε γράψει και δοκίμια. Αν θέλετε, εξηγείστε μας αυτή την πλευρά της συγγραφικής σας δραστηριότητας.
Πάντα γράφω για κάτι που με έχει ενθουσιάσει. Η πρώτη μου δοκιμιακή απόπειρα είναι μια σειρά έξι δοκιμίων που γράφτηκαν με αφορμή την διδακτική ύλη της τρίτης λυκείου σχετικά με την μεταπολεμική ποίηση.
Οι έξι ποιητές που διάλεξα ήταν αυτοί που με είχαν εντυπωσιάσει και που πίστευα πως μια κάπως ιδιαίτερη προσέγγιση θα προσέφερε ένα παραπάνω εργαλείο, για κάποιον που θα επιθυμούσε να εντρυφήσει περισσότερο στο έργο τους. Μου άρεσε πολύ η αίσθηση της κατάδυσης στα κρυμμένα μυστικά τους, με ενθουσίασε η εννοιολογική προοπτική των λέξεων που χρησιμοποιούσαν… ήταν σαν ένα σταυρόλεξο που κάθε φράση τους, αποκάλυπτε πολλά περισσότερα από αυτά που νόμιζα.
Ακολούθησε το δοκίμιο για τον Γιώργο Χειμωνά, μια μελέτη που καθόρισε κατά πολύ και την δική μου στάση στη ζωή. Συγγραφέας αμφίρροπος, για αυτό γοητευτικός, ενσωμάτωνε την φιλοσοφική του σκέψη σε λιτές, απέριττες, γραμμές, τόσο δυνατές που ήταν σαν γροθιές στο στομάχι. Και το τελευταίο μου δοκίμιο αφορά μια ποιήτρια από τις μεγαλύτερες του τόπου μας, κατά την άποψή μου, την Μάτση Χατζηλαζάρου. Θα τολμήσω να πω πως είναι και το αγαπημένο μου έργο, καθώς μέσα από τους στίχους, τις λέξεις της, τον τόνο της, συνειδητοποίησα την λειτουργία της καθαρής ποίησης.
Κάνοντας λοιπόν μια ανασκόπηση της δοκιμιακής μου προσπάθειας, καταλήγω να πω, πως ασχολήθηκα με ότι αγάπησα, με ότι με γοήτευσε…
Τι είναι λοιπόν για εσάς η συγγραφή;
Δεν μπορώ να σας απαντήσω με ακρίβεια. Δεν ξέρω τι είναι η συγγραφή, δεν ορίζω την έννοια του συγγραφέα. Κυκλοφορεί ένας απίστευτος αριθμός βιβλίων από συγγραφείς γνωστούς ή άγνωστους, από εκδοτικούς οίκους φρεσκοφτιαγμένους ή κλασσικούς… Πολλοί κριτικοί, ισχυρίζονται πως τα βιβλία είναι πολλά, πως δεν θα έπρεπε να βγαίνουν τόσα γιατί πολλά από αυτά δεν αξίζουν…. Και βέβαια, η δουλειά των κριτικών είναι να κρίνουν και πολλές φορές να καταδικάζουν. Όμως εμένα μου αρέσει που βγαίνουν τόσα βιβλία, τόσες φωνές ακούγονται, τόσες σκέψεις διαβάζονται. Η διάθεση να μοιραστεί κάποιος την σκέψη του με τους υπόλοιπους, ακόμα και αν αυτή υποκρύπτει ναρκισσισμό, εμένα με ενθουσιάζει. Για αυτό ίσως δεν μπορώ να ορίσω με στενά κριτήρια την έννοια του συγγραφέα. Μπορώ όμως να απαντήσω μόνο για τον εαυτό μου και να σας πω πως όταν γράφω είμαι ζωντανή, ευτυχισμένη…
Η τάση σας για την συγγραφή προκύπτει από τα παιδικά σας χρόνια; Σας άρεσε να γράφετε;
Να σας πω. Είμαι μοναχοπαίδι και τα μοναχοπαίδια οφείλουν να βρίσκουν δικούς τους τρόπους να επιβιώνουν παρέα με την μοναξιά τους. Είχα βρει το διάβασμα. Διάβαζα τα πάντα. Από κλασσικούς μέχρι Μίκι Μάους και Κλασσικά Εικονογραφημένα. Μεγαλώνοντας οι σπουδές μου είχαν να κάνουν με την φιλολογία και την φιλοσοφία, και μπήκα σ’ αυτές με έναν αέρα συνήθειας. Αγαπούσα το κείμενο, την γραφή, ήμουν εξοικειωμένη με τις λέξεις… Η πρώτη μου απόπειρα συγγραφής ήταν στην ηλικία δεκαπέντε ετών μ’ ένα διήγημα που είχε βέβαια τραγικό τέλος. Το είχα παραδώσει στον πατέρα μου και έκλαψα όταν μετά τον θάνατό του, δεκατρία χρόνια αργότερα, το βρήκα φυλαγμένο στα χαρτιά του. Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που άρχισα την συνεργασία μου με φιλολογικά περιοδικά και έβγαλα το πρώτο μου μυθιστόρημα για εφήβους. Μετά, έγραφα και γράφω, με ρυθμούς περίεργους. Υπάρχουν εποχές που δεν αγγίζω τον υπολογιστή και άλλες που ξεχνώ να σηκωθώ. Τις πρώτες τις θεωρώ εγκυμοσύνη, τις δεύτερες γέννα.
Οπισθόφυλλο βιβλίου «Ποτέ δεν φτάνει το αρκετό»:
Λένε πως ο έρωτας είναι αυτόχειρας… Λένε πως οι ερωτικές ιστορίες είναι λυπητερές στο τέλος τους και ελάχιστες από αυτές έχουν ένα αισιόδοξο φινάλε. Είναι όμως έτσι; Έρωτας, ενθουσιασμός, απελπισία, ένα μεγάλο παιχνίδι που κινεί τον κόσμο, τον γυρνάει σαν σβούρα και τον αφήνει πάλι στο σημείο που τον άρχισε.
Η ηρωίδα του βιβλίου ζει μέσα από τον έρωτα, μαθαίνει να παλεύει με τα αδιέξοδά του και στο τέλος νικά, γιατί καταλαβαίνει πως όλο το ερωτικό παιχνίδι είναι η ίδια η ζωή, η κάθε ανάσα που το σύμπαν, της επιτρέπει να παίρνει, το κάθε ξημέρωμα και ηλιοβασίλεμα, το κάθε δάκρυ και το γέλιο…
Χορεύει μέσα στην δίνη της επιθυμίας για να την μάθει καλύτερα, να την κρατά στην ψυχή της και να την κοινωνεί με τον άλλον αλλά και με τον εαυτό της για να κατανοήσει στο τέλος, πως ο έρωτας είναι πάντα ευλογία.
Σχόλια για αυτό το άρθρο