Η Σούλα Παπαλάμπρου γεννήθηκε στη Λάρισα το 1971. Μεγάλωσε στην Ανάβρα Καρδίτσας, όπου ζει μέχρι σήμερα. Είναι παντρεμένη, μητέρα τριών παιδιών και, εκτός από το να μεγαλώνει τα παιδιά της, εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Το «Ολόκληρα ψέματα μισές αλήθειες» είναι το πρώτο της βιβλίο.
Το πρώτο σου βιβλίο είναι μια αληθινή ιστορία, που ξεπερνάει σε φαντασία και συναισθήματα την οποιαδήποτε κοινή μυθοπλασία. Πες μας λίγα λόγια γι’ αυτό.
Η ιστορία της Ελπίδας και του Άρη ήταν μια ιστορία αγάπης και μίσους. Μερικές δεκαετίες πίσω, το όνειρο κάθε γυναίκας ήταν να κάνει τη δική της οικογένεια. Ένα όνειρο, που δεν συμμεριζόταν σε κάθε περίπτωση και ο άντρας.
Η Ελπίδα έκανε όνειρα και σχέδια για το μέλλον μαζί με τον άντρα που ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του κι εκείνος έκανε όνειρα και σχέδια για το πώς θα περάσει μόνος του, όσο πιο καλά μπορούσε. Το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης ήταν η γέννηση τριών παιδιών, που οι συνθήκες τα ανάγκασαν να μεγαλώσουν μακριά το ένα από το άλλο σε διαφορετικές οικογένειες. Όσο καλά κι αν πέρασαν αυτά τα παιδιά μέσα στις άλλες οικογένειες που τα μεγάλωσαν με πολλή αγάπη, δεν έπαυε να τους λείπει κάτι. Η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε οποιαδήποτε σχέση, πόσο μάλλον ανάμεσα σε ένα παιδί και τους γονείς του.
Τι ήταν εκείνο που σε έκανε να θέλεις να ασχοληθείς με τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Η ανάγκη του να ενώσω τα σκόρπια κομμάτια της ζωής μου. Η ζωή μου, μοιάζει σαν ένα παζλ. Κομμάτια σκορπισμένα γύρω μου και εγώ έχοντας την ανάγκη της ολοκλήρωσης, έψαχνα να τα βρω και να τα ενώσω. Λείπει ένα κομμάτι ακόμη. Αυτό της μίας αδερφής. Τόσα χρόνια αναζήτησης, άκουσα και έμαθα πολλά πράγματα σχετικά με τις υιοθεσίες.
Η δική μου υιοθεσία έγινε σε δικαστήριο με νόμιμο τρόπο, είχα χαρτιά και ονόματα στα χέρια μου. Υπάρχουν όμως υιοθεσίες που δεν ήταν και τόσο νόμιμες, υπάρχουν υιοθετημένοι που δεν γνωρίζουν τίποτα για τις ρίζες τους. Κάποτε ήταν κοινωνικό στίγμα να μην έχεις παιδιά, κάποτε εκλαμβανόταν ως κοινωνικό στίγμα η παραδοχή των θετών γονέων ότι δεν είχαν γνήσιο τέκνο, κάποτε ήταν στίγμα επίσης η υιοθεσία με τις αιωρούμενες υποψίες για τη διαδικασία απόκτησης του παιδιού, πολλοί χρημάτιζαν τις μητέρες ή πραγματοποιούσαν εικονικές γέννες. Δεν ήξερα λοιπόν τι γνώριζε κι αν γνώριζε η αδερφή μου τον τρόπο υιοθεσίας της και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε. Ήθελα να μάθει την αλήθεια σε ότι είχε να κάνει με το παρελθόν της.
Μιας και για μένα ήταν απαγορευτικό να την πλησιάσω και να της τα πω, έκατσα και έγραψα την ιστορία σε χαρτί με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα έφτανε στα χέρια της ως βιβλίο και θα τη διάβαζε.
Πόσο δύσκολο ή επίπονο ήταν να μεταφέρεις στο χαρτί μια τόσο προσωπική αφήγηση;
Πολύ δύσκολο. Χρόνια ολόκληρα κρατούσα το στόμα μου κλειστό. Ήταν μυστικό των γονιών μου, κατ επέκταση και δικό μου. Όταν τελικά μίλησα μαζί τους για το κοινό μας μυστικό, δεν με πονούσε η αναφορά της υιοθεσίας καθόλου. Ήξερα ότι ήμουν διαφορετική, ότι δεν ήμουν όπως τα άλλα παιδιά. Το να βγάλω όμως πάνω σε ένα χαρτί όλα τα συναισθήματα τόσων χρόνων και τόσων ατόμων (δικά μου, βιολογικών γονιών, θετών γονιών) ήταν αρκετά επίπονο. Έπρεπε όμως να το κάνω για ένα και μοναδικό λόγο. Έπρεπε να τα δει και να τα διαβάσει ή «άλλη» αδερφή. Έπαιρνα δύναμη στη σκέψη και μόνο πως κάποια στιγμή θα κρατούσε αυτό το «γράμμα 360 σελίδων» στα χέρια της και θα μάθαινε πως και εγώ είχα την ίδια τύχη με εκείνη, παρ όλα αυτά είχα αγάπη στην καρδιά μου και έννοια για έναν άγνωστο άνθρωπο που το γεγονός του ότι είχαμε μεγαλώσει μακριά η μία από την άλλη δεν άλλαζε επίσης το γεγονός ότι είχαμε έρθει στη ζωή από τους ίδιους γονείς, ότι είμαστε αδέρφια.
Μέσα από την προσωπική σου ιστορία καταρρίπτεις ένα ταμπού: πως το καλύτερο πράγμα για ένα παιδί είναι να μεγαλώνει με τους φυσικούς του γονείς. Ωστόσο οι φυσικοί γονείς κάποιες φορές αποδεικνύονται ανεπαρκείς και λίγοι απέναντι στα παιδιά που φέρνουνε στον κόσμο. Δώσε μας το δικό σου στίγμα.
Τώρα σε ηλικία σαράντα πέντε χρονών, αν με ρωτήσουν θα πω, πως αν ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα να έχω βιολογικούς γονείς τους θετούς μου γονείς. Οι άνθρωποι αυτοί ήξεραν τι ήθελαν να δώσουν και τι ήθελαν να πάρουν από ένα παιδί. Η ζωή, η μοίρα τους, δεν τους έδωσε τη χαρά στο να αποκτήσουν δικό τους παιδί. Η τύχη όμως τους έφερε στο δρόμο τους εμένα. Με μεγάλωσαν όσο πιο καλά μπορούσαν, μου πρόσφεραν όσα μπορούσαν και ακόμη περισσότερα. Μου έμαθαν να αγαπώ και να προσφέρω χωρίς ανταλλάγματα. Κάποιοι άνθρωποι γίνονται γονείς χωρίς να είναι έτοιμοι. Μεγαλώνουν τα παιδιά τους συναισθηματικά ακάλυπτα με αποτέλεσμα να κάνουν διάφορα λάθη που κοστίζουν στη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών τους. Καταλήγουμε να έχουμε παιδιά ευνουχισμένα που προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στη ζωή αλλά έχουν τόσα συμπλέγματα και τόσες εξαρτήσεις, φτάνοντας σε ένα σημείο να υπολειτουργούν ή να μη λειτουργούν καθόλου. Αληθινός γονιός είναι αυτός που κρατάει το χέρι του παιδιού ώστε αυτό να νιώσει ασφάλεια και στη συνέχεια θα του δώσει φτερά για να χαράξει τη δική του πορεία στη ζωή.
Ο ιδιαίτερα προσωπικός τρόπος με τον οποίο μεταδίδεις συναισθήματα εικόνες και στιγμές, είναι τόσο ξεχωριστός, που γεννάει με το κλείσιμο του βιβλίου στον αναγνώστη την απορία στο αν σκοπεύεις ν’ ασχοληθείς με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος στο άμεσο μέλλον.
Αυτό το βιβλίο ήταν η αρχή, φυσικά και θα υπάρξει συνέχεια. Μ’ άρεσε από παιδί να γράφω σκέψεις, να τις κάνω ιστορίες, στο χαρτί. Σύντομα θα επανέλθω με ένα διαφορετικό αυτή τη φορά μυθιστόρημα.
Έχεις αγαπημένους συγγραφείς Έλληνες ή ξένους;
Αγαπημένος μου συγγραφέας ήταν και είναι ο Λουντέμης που διάβασα όλα τα βιβλία του. Φυσικά υπάρχουν πολλοί νεώτεροι συγγραφείς που παρακολουθώ και ακολουθώ. Αν πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο ένας γνωστού ή άγνωστου συγγραφέα και διαβάζοντας το οπισθόφυλλο με βάλει στη διαδικασία να μην θέλω να το αφήσω, θα το διαβάσω και θα περιμένω με αγωνία το επόμενό του.
Ένα βιβλίο είναι πιο πολύ μέσο ψυχαγωγίας ή πνευματική τροφή; Μπορεί να δώσει στον αναγνώστη μαθήματα ζωής;
Και τα δύο. Το διάβασμα καλλιεργεί τη σκέψη, την κρίση και τη φαντασία. Ο αναγνώστης εκτονώνεται και ικανοποιείται συναισθηματικά ζώντας έμμεσα τα βιώματα των ηρώων, κάτι που είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτόν. Θα ζήσει τις συγκινήσεις που τους προκαλεί η περιπέτεια, η εξερεύνηση, το άγνωστο, κι αυτό το ζει μέσω των ηρώων των βιβλίων. Χαίρεται, αγωνιά και ικανοποιείται με τις εμπειρίες τους. Το διάβασμα μας δίνει την ευκαιρία να ηρεμήσουμε και να περιορίσουμε το άγχος. Είναι μέσο ψυχαγωγίας και γενικά εμφανίζεται ως ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Μας συντροφεύει τις ώρες της πλήξης και της μοναξιάς, ενώ ταυτόχρονα μας ψυχαγωγεί. Συλλέγοντας γνώση ή βιώνοντας τα συναισθήματα που περιέχει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, ενισχύουμε τη μνήμη αλλά και τη δημιουργικότητά μας. Έχοντας διαβάσει τις περιπέτειες άλλων, θέλουμε να ζήσουμε και τις δικές μας περιπέτειες. Να χτίσουμε τους δικούς μας κόσμους. Να γράψουμε τις δικές μας ιστορίες. Τρώει κανείς όταν πεινάει. Έτσι και ο βιβλιοφάγος θέλει να χορτάσει το πνεύμα του. Και όσο πιο πολύ το ταΐζει τόσο εκείνο πιο πολύ πεινάει. Τα βιβλία μάς μαθαίνουν χίλια πράγματα για τον κόσμο, τους άλλους, τον ίδιο μας τον εαυτό. Συχνά μας φανερώνουν ότι και οι άλλοι νιώθουν όπως εμείς, έχουν τις ίδιες χαρές ή τις ίδιες στενοχώριες, αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, αλλά καταφέρνουν τελικά να τα ξεπεράσουν. Κι αυτό μας δίνει κουράγιο. Άλλοτε πάλι μας δείχνουν ότι υπάρχουν ή υπήρξαν άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί από μας. Μαθαίνουμε τα αισθήματα και τις σκέψεις τους, σ’ όποιο τόπο κι αν βρίσκονται, όποια εποχή και αν έζησαν. Ταυτιζόμαστε μαζί τους. Κι αυτό μας συναρπάζει, μας δίνει την αίσθηση ότι ζούμε πολλές ζωές, πλουτίζει τις εμπειρίες μας.
Οπισθόφυλλο βιβλίου «Ολόκληρα ψέματα μισές αλήθειες»
Ο Άρης, ένας ανεύθυνος άντρας, και η Ελπίδα, μια ανώριμη γυναίκα, έγιναν γονείς τριών παιδιών, που για κακή τους τύχη ήταν και τα τρία κορίτσια. Το φύλο τους ήταν αυτό που καθόρισε το μέλλον τους.
Τρεις οικογένειες, έχοντας περίσσευμα αγάπης, αγκάλιασαν αυτά τα παιδιά, καθεμία χωριστά, και τα μεγάλωσαν όσο πιο καλά μπορούσαν. Τα άδεια μέχρι τότε σπίτια τους γέμισαν παιδικές φωνές και χαμόγελα. Όσο τα χρόνια περνούσαν χαρούμενα και ευτυχισμένα τόσο ο φόβος της αποκάλυψης του μυστικού της υιοθεσίας μεγάλωνε. Τίποτα όμως δεν μένει κρυφό.
Η Μαρίνα, το τρίτο παιδί, ξεκινά να ενώσει τα χαμένα κομμάτια του παζλ της ζωής της. Πολλά τα κομμάτια, όμως το πιο σημαντικό δεν το έχει ακουμπήσει ακόμη, κι ας βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Θα της επιτραπεί να το ολοκληρώσει ή θα μείνει το παζλ μισοτελειωμένο;
Είναι κακό να πεις σε ένα παιδί «δεν σε γέννησα εγώ»; Θα σε απορρίψει; Ποιος λέει πως όταν μεγαλώνεις με αγάπη εγκαταλείπεις τους θετούς σου γονείς; Ποιος λέει πως η γυναίκα που σε μεγάλωσε όλα αυτά τα χρόνια σταματάει να είναι η μητέρα σου αν γνωρίσεις την αλήθεια; Θα σου το πω εγώ, ένα υιοθετημένο παιδί: ποτέ!
Η αλήθεια λυτρώνει…
Σχόλια για αυτό το άρθρο