Ο Μηνάς Γκούμας θυμάται και γράφει για την νονά του Μάγια Καλλιγά: Τι να θυμηθεί και τι να πρωτογράψει κανείς για την Μάγια. Μια δυνατή προσωπικότητα, μια γυναίκα του κόσμου που, στην κυριολεξία, δεν την χωρούσε αυτός ο πλανήτης. Η Μάγια μαζί με τον Μπλούη Διακάκη μου έβαλαν το λάδι. Και οι δύο ‘τρελλαμένοι’ άνθρωποι. Τον Μπλούη δεν τον έζησα πολύ. Θα συναντηθήκαμε το πολύ δέκα φορές στην ζωή μου. Κάθε Χριστούγεννα πήγαινα στην αρχή της Καρνεάδου για να τον συναντήσω και που ποτέ δεν ήταν εκεί. Η μητέρα του, μια χοντρή γυναίκα, Μαυρολέων το πατρικό της, με υποδέχοταν και μου πρόσφερε μια φρεσκοστυμένη πορτοκαλάδα και σοκολατάκια Godiva.- Τι δώρο θέλεις να σου δώσει ο Νονός σου, χρυσό μου;, με ρωτούσε με ύφος εκατό καρδιναλίων, έτοιμη να σκάσει μέσα στο σκούρο φόρεμα της και δίνοντας μου την εντύπωση πως θα την πνίξουν οι πέρλες της- Τίποτα, ευχαριστώ, έλεγα στην θεία μου, διότι ήταν θεία από τον σύζυγο της αλλά και από το πατρικό της σόι. Η αλήθεια ήταν, πως δεν την είχα και πολύ όρεξη.
Λίγο τον έζησα, στο τέλος της ζωής του, στο Λονδίνο, όπου κατάφερα να τον βιντεοσκοπήσω, έτσι για να τον έχω ζωντανό τον συμπαθή νονό μου, και βγήκαμε κανα δυό φορές στους Κυπρίους, να φάμε. Τρομερός τζογαδόρος, σπατάλησε κατ’επανάληψιν τα χρήματα του και της μητερας του, στις κοκκορομαχίες και στις γυναίκες. Παντρεύτηκε μια πολύ όμορφη γυναίκα και απέκτησε μια κόρη. Μόνιμος θαμών της πλατείας Κολωνακίου και ερωτευμένος με τον Παναθηναϊκό. Ευτυχώς είχε πλούσιο σόι και τον στήριξαν γενναιόδωρα, αλλοιώς θα πεινούσε. Ήταν ένας καλόψυχος άνθρωπος, που δυστυχώς έφυγε νωρίς. Αυτή όμως ήταν όλη κι όλη η σχέση μου με τον νονό μου. Η Μάγια όμως ήταν κάτι ξεχωριστό, κάτι ιδιαίτερο και πολυαγαπημένο για μένα.
Ζήσαμε αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον, πρώτον λόγω του οτι έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον πατέρα μου και δεύτερον διότι με αγαπούσε σαν παιδί της και πάντα νοιαζόταν για την πρόοδο και την ευτυχία μου. Τον Πατέρα μου τον αγαπούσε, τον σεβόταν και τον θαύμαζε. Τον θεωρούσε γνήσιο άρχοντα και πιστό της φίλο, άνθρωπο που κρατά και τιμά το λόγο του. Παρ’ όλες τις διαφωνίες που είχε με την μητέρα μου, ήταν σχεδόν καθημερινή επισκέπτης στο σπίτι, πάντα για ένα ούζο και ένα μεζέ. Ουίσκυ και βότκες ήταν άγνωστα για την Μάγια. Πάντα ούζο και πάντα μεζέδες. Πολλούς μεζέδες ως γνήσια μερακλού. Το φαγητό δεν ήταν η προτεραιότητα της.
Ήταν κόρη του Παύλου Καλλιγά, μεγαλομετόχου των γαλλικών σιδηροδρόμων και με πολύ χρήμα στην τράπεζα και αρκετά ακίνητα. Ίσως τα πιο γνωστά ακίνητα στον πολύ κοσμο να είναι στη στοά Καλλιγά το ξενοδοχείο που υφίσταται εκεί. Κάποια στιγμή έφυγε ο πατέρας της απ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο και η περιουσία ήρθε στα χέρια της. Εκτός από αυτά που πήρε, κληρονόμησε και απίστευτους πίνακες του πατέρα της, ο οποίος ήταν εξαιρετικός ζωγράφος. Η μητέρα της Κούλα, ήταν αδύνατον να συγκρατήσει την σπατάλη των χρημάτων της κόρης της, βέβαια, και παρέμεινε μια απλή θεατής για όλη της την ζωή. Η αλήθεια είναι πως η περιουσία της εξοδεύτηκε για μια υπέροχη ζωή γεμάτη έρωτα, γλέντια και ταξείδια και που την καταλαβαίνω απόλυτα. Θα έκανα κι εγώ τα ίδια, για να είμαι ειλικρινής. Μα ακριβώς τα ίδια.
Κάποτε με ρώτησε η μητέρα μου αν χρειάζομαι χρήματα και ήταν παρούσα η Μάγια.
– Όχι δεν έχω και δεν θέλω. Όταν είναι θα σου πω.
– Μπράβο παιδί μου, είπε η μητέρα μου. Να μην τα αγαπήσεις ποτέ τα χρήματα.
– Ναι μπράβο, πετάχτηκε η Μάγια, ποτέ να μην τα αγαπήσεις.
– Εσύ μη μιλάς, απάντησε γελώντας η μητέρα μου και φυσικά η Μάγια.
Τα χρήματα βέβαια, κάποτε τελειώνουν και τότε ρευστοποιήθηκαν οι μετοχές της Γαλλίας. Έτσι άρχισε το μεγάλο πανηγύρι.
Σπίτι στο Παρίσι, που λάτρευε, στην Αθήνα, στις Σπέτσες και υπέροχα κόττερα. Έκανε μια ζηλευτή ζωή με τους Ρότσιλντ και ένα σωρό άλλους, τόσο έντονη και ξεχωριστή, που το Jour de France αφιέρωσε ένα τεύχος για εκείνη.
Αν και Κερκυραία στη καταγωγή, η αγάπη της ήταν οι Σπέτσες. Κληρονόμησε ένα πολύ όμορφο αρχοντικό στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, δίπλα στον Άδωνι Κύρου και το έζησε και με το παραπάνω. Από πριν το Πάσχα, μέχρι τέλος Νοεμβρίου, μαζί με την μητέρα της ήταν στο νησί. Καβάλα στο αμαξάκι του Νικολού, πάντα καθόταν δίπλα του ή με τον κουρέα τον φίλο της, γύριζε από παραλία σε παραλία, με ένα μπικινάκι, καλυμμένη με μπόλικο αντιηλιακό και πάντα ξυπόλυτη, χαιρετώντας όλο τον κόσμο. Όπου γλέντι και μπoυζούκι η Μάγια πρώτη. Πάντα είχε το κόκκινο μαλλί της κοντά κουρεμένο και απίστευτο ωραίο σώμα. Αδύνατη και σέξυ.
Το πρώτο της σκάφος ήταν ενα καταπληκτικό τρεχαντήρι, κατασκευής Ψαρρού. Το Μάγια 1, που αγόρασε αργότερα ο πατέρας μου και το ονόμασε Έλλη. Μετά το πήρε η Ιφιγένεια Χαρτ και κατόπιν ο Άδωνις Κύρου. Σήμερα βρίσκεται και πάλι σε καλά χέρια και επισκευάζεται. Μετά απέκτησε δύο υπέροχα ιστιοπλοϊκά, το Μάγια 2 που ονομάστηκε ALINDA και κατόπιν το Μάγια 3. Το πρώτο το αγόρασε, αν θυμάμαι καλά, ο φίλος της ο Αλαίν Ρότσιλντ και το δεύτερο ο Ζιβανσί. Όλο δε το πλήρωμα ήταν ντυμένο στα άσπρα και όλα ραμμένα στον Ηermes, ειδική παραγγελία.
Θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, την τέλεια οικοδέσποινα, μια μικρογραφία του Ωνάση, που με την ζωή που έκανε και τους ανθρώπους που έφερε στην Ελλάδα, σε ωραίες εποχές βέβαια, διαφήμισε όσο κανείς την πατρίδα της.
Technical advisor στην ‘Φαίδρα’, έδωσε το κόττερο της για τα γυρίσματα και φυσικά έφερε όλους τους παράγοντες της ταινίας στις Σπέτσες. Εγώ ήμουν αγέννητος, αλλά μου τα έλεγε ο πατέρας μου. Τα ίδια με τη Σοφία Λώρεν και τον Λαντ που γνώρισε κατα λάθος ο πατέρας μου και φώναξε την Μάγια να τους πάει όλους για μπάνιο με το σκάφος της και να περάσουν όλοι ένα αξέχαστο Σαββατοκύριακο.
Απίστευτα ανοικτοχέρα, φωνακλού, γλετζού, γελαστή και πάνω απ’ολα ανθρώπινη. Γέμισε τις τσέπες όλων των Σπετσιωτών όσων της κτυπούσαν την πόρτα. Ζητούσαν βοήθεια δύο ή τριών χιλιάδων – ποσόν σημαντικό για την εποχή εκείνη – και τους έδινε είκοσι και τριάντα χιλιάδες, χωρίς καν να εξετάσει τι και πως.
Δεν ειρωνεύτηκε ποτέ κανένα, δεν κορόιδεψε, σνομπάρησε ή δεν άκανε ποτέ κανέναν να αισθανθεί άσχημα. Πάντα με το χαμόγελο και το γέλιο. Μία εξαιρετικά μορφωμένη και καλλιεργημένη γυναίκα, διάβαζε πολύ και ενημερωνόταν για τα πάντα και έσκυβε πάνω στα προβλήματα του καθενός. Απλή όσο κανένας.
Κοντά της είχα την ευκαιρία να γνωρίσω απίστευτους ανθρώπους, όχι μόνον δια χειραψίας, αλλά να περάσω ώρες ή μέρες ή ακόμη και βδομάδα μαζί τους, και όχι σαν μια απλή γλάστρα δίπλα στην νονά μου, μια και η ίδια πάντα με διαφήμιζε με τα καλύτερα λόγια και με κρατούσε από το χέρι σαν παιδί της.
– Ο γιός που δεν έχω και θα ήθελα να έχω, έλεγε και με έκανε να αισθάνομαι υπέροχα και έτσι έδινε το έναυσμα να με προσέξουν καλύτερα οι φίλοι της.
Ο Ζιβανσύ, η Γκάρμπο, ο Λώρενς Ολίβιε, ο Μοσέ Νταγιάν, ο Μποδοσάκης, ο Δούκας του Μάρλμπορο, οι Βάντερμπιλντ, οι Τσώρτσιλ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Τζέιμς Άιβορι, ο Νιάρχος, οι Ρότσιλντ, οι Ροκφελερ, ο Ανιέλι, η πριγκίπισσα Μαρίνα του Κεντ και τόσοι άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα και που θα γέμιζαν ένα ολόκληρο βιβλίο. Και πόσοι άλλοι που εγώ δεν γνώρισα και που έτρεφαν μεγάλη αγάπη και φιλία για την Μάγια.
Θυμάμαι μετά από την κηδεία της μητέρας της, πήγαμε στο σπίτι της για να πιούμε κάτι. Ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, διαλυμένο από τις γάτες. Της είχαν κάνει τα έπιπλα χάλια. Όταν έφυγαν όλοι μου ζήτησε να κάτσω και έβγαλε φωτογραφίες να δούμε.
– Ποιά μουτζώνεις εδώ, Μάγια;
– Α,την Λένα την Ράλλη. Πολύ γέλιο.
– Εδώ ποια σε αγκαλιάζει, με γυρισμένη πλάτη;
– Η Βίβιαν Λη.
– Και αυτός είναι ο Ντε Γκωλ;
– Ναι, είχαμε πάει σπίτι του ένα μεσημέρι, όταν έμενα στην Γαλλία. Α, και αυτή εδώ είναι μια πολύ ωραία φωτογραφία με τον Αθηναγόρα, όταν είχα πάει με το σκάφος στην Πόλη. Μεγαλοπρεπής με την ωραία γενειάδα. Μ’αγαπούσε πολύ, ξέρεις.
Είχε γυρίσει όλη την Ελλάδα. Όλη όμως. Δεν υπήρχε χωριό ή πόλη που να μην επισκέφθηκε. Όσο δε για τα νησιά και τις παραλίες, τις είχε επισκεφθεί πολλάκις με το σκάφος, γυρίζοντας τους φίλους της.
Ο Ζιβανσύ είχε μια κούκλα της Μάγιας στο ατελιέ του – σαν της Όντρευ Χέμπορν – και κάθε χρόνο έστελνε με ενα μπαουλάκι διάφορα ρούχα που θεωρούσε ότι θα της άρεσαν, όμως δεν φορούσε ποτέ και χάριζε από ‘δω κι απο κει.
Ένα τζην φορούσε στην Αθήνα με λίγο καμπάνα, ένα μπλουζάκι και πάντα καφέ docksides, χειμώνα – καλοκαίρι. Δύο φορές την είδα μόνον να φορά ένα ταγέρ μωβ ανοικτού χρώματος, σε κάποιες κηδείες, που είχαμε πάει.
Μάγια Καλλιγά, Σταύρος Νιάρχος, Ιωάννα Λούρου
Δυστυχώς οι σπατάλες έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Έμεινε στον άσσο. Δεν έχασε το κέφι της, ουτε σταμάτησε να ταίζει τις τριάντα τόσες γάτες της γειτονιάς και ας μην είχε εκείνη να φάει.
Μένιο, Τρίτση, Μελίνα, Βάσω, Αντρέα, Άκη φώναζε τις γάτες της. Όλες με πασοκικά ονόματα. Απορούσα πως τις ονόμαζε έτσι, με την απέχθεια που είχε στο πασόκ, σε πλάσματα που τόσο αγαπούσε.
Τα τελευταία χρόνια ερχόταν καθημερινώς στο σπίτι το βράδυ και έπαιζε τάβλι με τον πατέρα μου, έτρωγαν και έβλεπαν μια ταινία, όταν έλειπε η μητέρα μου στην Ελβετία.. Αν είχε και κανένα αγώνα, γινόταν χαμός στο σπίτι. Ο πατέρας μου Ολυμπιακός, η μητέρα μου Αεκτζού και η Μάγια Παναθηναϊκός. Χαμός από ατελείωτες φωνές και πειράγματα.
Πάτα με ουζάκι και πάντα κάπνιζε όσκαρ, το κόκκινο πακέτο. Παλαιότερα όταν είχε την άνεση κάπνιζε Gauloise. H δε μητέρα της είχε στην τσάντα της 5-7 πακέτα διαφορετικές μάρκες τσιγάρων και τραβούσε κάθε φορά από ένα άλλο πακέτο. Εξ ου και η βαριά της φωνή.
Όταν έφυγε η Κούλα την βάλαμε στον οικογενειακό μας τάφο, διότι η Μάγια δεν είχε προνοήσει να πάρει τάφο, μέχρι που έφυγε και εκείνη και μπήκαν και οι δυο μαζί, κοντά στον δικό μας τάφο. Σήμερα, στις Σπέτσες εκεί πάνω στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων, έχει δημιουργηθεί μια απίστευτη παρέα, όλοι ο ένας κοντά στον άλλον.
Ήμουν στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια, τρίτος μηχανικός και ήταν Κυριακή. Μετά από μία εκδρομή στις Πυραμίδες και στο Μουσείο, επέστρεφα στο πλοίο και σταμάτησα στον ΟΤΕ να δω τι κάνει το σπίτι μου.
– Δυστυχώς έφυγε η Μάγια, μου είπε η μητέρα μου και ένοιωσα το πάτωμα να φεύγει κάτω από τα πόδια μου.
Τα τελευταία χρόνια την πρόσεχε η φίλη και γειτόνισσα μας στο διπλανό διαμέρισμα Βέρα Φραγκοπούλου και ο Θόδωρος, ένας καμαριέρης που εργαζόταν στο Προεδρικό Μέγαρο και έβρισκε καιρό να της συμμαζεύει το σπίτι καθώς και ο Όμηρος, ένας οδηγός που την πήγαινε όπου επιθυμούσε. Οι δύο τελευταίοι, εργάζονταν αφιλοκερδώς βέβαια. Βλακώδεις ιστορίες, ότι δεν είχε να φάει και της έδιναν από την γειτονιά ένα πιάτο φαί, είναι ψέματα. Είχε φίλους που την στήριξαν και ζούσε αξιοπρεπώς.
Εμείς από την πλευρά μας της σταθήκαμε, ως το τέλος. Ήταν μια μοναδική φίλη για μας.
Είχε παντρευτεί μία φορά μόνον. Τον Κουντουριώτη, τον οποίον χώρισε. Αρραβωνιάστηκε επίσης τον Νίκο Χαρίλαο. Αργότερα έζησε για πολλά χρόνια με τον καταπληκτικό ποδοσφαιριστή Λινοξυλάκη. Ένας πραγματικός τζέντλεμαν, από φτωχή οικογένεια που ποτέ δεν της έφαγε ούτε μία δραχμή, αλλά έμεινε δίπλα της για την μεγάλη, αγνή και πραγματική αγάπη που της είχε.
Πόσα δώρα μου είχε κάνει και που δυστυχώς, όταν εκλάπει το σπίτι μου, χάθηκαν. Ευτυχώς έχω μικροπράγματα, ανάμεσα σ’αυτά την πέννα του Ζαν Κοκτό, ένα κερατάκι ελαφιού, που της είχε χαρίσει και που δεν γνώριζαν οι κλέφτες την σημασία του, ευτυχώς.
Δυστυχώς οι Σπετσιώτες, πλην ελαχίστων, την εγκατέλειψαν όταν έμεινε χωρίς χρήματα, και παρόλο που το βίωσε, δεν έπαψε να επισκέπτεται το νησί, ως το τέλος προσφέροντας όλη της την αγάπη, μεγαλόψυχα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και χωρίς πικρία. Ίσως να μην γνωρίζουν οι Σπετσιώτες, ότι ο περιφερειακός δρόμος, που είχε παραμείνει για χρόνια χωματόδρομος, ήταν ‘απαίτηση’ της, ώστε να αναπτυχθεί η περιφέρεια. Σήμερα το νησί γέμισε βίλλες, πράγμα που βέβαια θα γινόταν κάποια στιγμή και που εκείνη προσπάθησε να καθυστερήσει, ώστε το νησί να παραμείνει ένα ήσυχο ελιτίστικο νησί και να μην χάσει το μοναδικό ύφος του. Σήμερα, δυστυχώς έχει γίνει ένα αγνώριστο νησί με τα καλά του και τα κακά του.
Μία τέτοια γυναίκα, θα μπορούσε ίσως να χαρακτηρισθεί ‘ένα κακομαθημένο κορίτσι’ που έφαγε τα λεφτά του μπαμπάκα της. Ίσως, αν η κριτική κάποιου ήταν μία ανόητη και ελαφριά κριτική, χωρίς να δούμε τα περαιτέρω.
Ήταν μορφωμένη, έξυπνη, διασκεδαστική ακόμη και όταν της έλειπαν τα απαραίτητα. Μιλούσε άψογα Γαλλικά και Αγγλικά και πάνω απ’όλα βοήθησε πολύ κόσμο, όχι μόνον να επιβιώσει, αλλά και να δημιουργήσει μία επιχείρηση από την οποία τράφηκαν οικογένειες και πάντα χωρίς υστεροβουλία.
Όταν κάποτε την δεκαετία του ’70 κάναμε μία κρουαζιέρα στο Ιόνιο με τον Ανδρέα Καρέλλα, τον αγαπημένο φίλο μου Νέλλο και τον Βασιλιά της Βουλγαρίας Συμεών που φιλοξενούσαν στο σκάφος τους, ταξείδι που αξίζει να γράψω κάποτε – φτάσαμε και στην Κέρκυρα όπου ζητήσαμε να έρθουν δύο ταξί το βράδυ, για να μας πάνε στο Κόρφου Παλλάς για φαί. Στο ταξί που μας πήγε, κάθησα μπροστά και πριν προλάβω να ρωτήσω, με πρόλαβε η Μητέρα μου.
– Ποιά είναι η κυρία που έχετε στην φωτογραφία, δίπλα στο ταξίμετρο, ρώτησε, κάνοντας την ανήξερη.
– Α, είναι η Μάγια Καλλιγά, είπε ο οδηγός γεμάτος ευγνωμοσύνη. Αυτή μου πήρε το αμάξι. Μεγάλη αρχόντισσα, κυρία μου. Να την έχει ο Θεός καλά, όπου κι αν είναι. Με αυτό το αμάξι, έζησα την οικογένεια μου και σπούδασα τα παιδιά μου.
Αυτή ήταν η Μάγια Καλλιγά. Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο με ιστορίες της. Είναι από τους ελαχίστους ανθρώπους που αγάπησα τόσο πολύ και την ευγνωμονώ για όσα μου έκανε. Διότι είπαμε: πρέπει πάντα να μνημονεύουμε αυτούς που μας ευεργέτησαν.
Εύχομαι να είναι καλά, εκεί που είναι.
Σχόλια για αυτό το άρθρο