“Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από βία, αστάθεια, σύγχυση και διχασμό. Η «Ορέστεια» αφηγείται τον ευγενή, επίπονο αλλά εν τέλει ατελέσφορο αγώνα του ανθρώπου να υπερβεί την εγγενή του τάση προς τη βία, το κακό, την καταστροφή, το διχασμό, να διαρρήξει το φαύλο κύκλο του αίματος, εγκαθιδρύοντας έναν πολιτικό πολιτισμό που επιβάλλει την ειρηνική, θεσμική δικαιοπραξία. Είναι το ιδανικό έργο για να μιλήσεις για την εποχή μας με τη σοφία του παρελθόντος.”είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Γιάννης Χουβαρδάς.
Kάθε ημέρα που ξυπνάς καταλαβαίνεις πως ο κόσμος αποστεθεροποιείται. Τίποτα δεν περνάει από τα χέρια μας πια. Είμαστε αβοήθητοι στο χάος που δημιουργήσαμε, όχι απαραίτητα με κακές προθέσεις και η το όραμα μίας διαρκούς ειρήνης είναι ουτοπία μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο του αίματος. Εκεί που χαζεύεις τις φωτό στα σόσιαλ μύδια και βλέπεις τα μισά για τη Γαλλία και τα άλλα μισά σε μία παραλία νιώθεις χαμένος στην παγκοσμοιοποιηση του αλαλούμ και παράλληλα κάπως ασφαλής παρατηρώντας τα δράματα μέσα από τη φωλιά σου στη μπανανία μας. Γιατί Ελλάδα δεν είναι μόνο η Επίδαυρος. Είναι όλα αυτά τα δημοτικά θέατρα της ντροπής , με σπασμένες τουαλέτες, καμαρίνια σαν τσαντίρια και άλλα πολλά στα οποία δε δίνει σημασία κανείς γιατί ίσως θεωρούνται πολυτέλειες σε αυτόν τον τόπο όπου οι επαναστάσεις, διαμαρτυρίες και μαγκιές περιορίζονται στο διαδίκτυο.
Ένας Χουβαρδάς δε φέρνει την άνοιξη αλλά η «Ορέστειά» του μεταμορφώνει τους πιο κοινότυπους χώρους σε θεατράρες. To αρχαίο δράμα συναντάει τον David Lynch και πόσοι γνωρίζουν καλά και τα δυό για να απολαύσουν το συνδυασμό με ανοιχτές αγκάλες – και μυαλό;
Eξαιρετικές ερμηνείες από την αφρόκρεμα των Ελλήνων ηθοποιών και να σταθώ στον αγαπημένο μου Κωσταντίνο Μαρκουλάκη, στη μοναδική Καρυοφιλιά Καραμπέτη και στη Στεφανία Γουλιώτη που στο τέλος σαν Αθηνά με την ερμηνεία της σου παίρνει το σκαλπ!
O Μάκης Γαζής είδε την παράσταση στην Επίδαυρο και έγραψε αυτά με τα οποία συμφωνώ απολύτως:
Αισθάνομαι τυχερός που βρέθηκα το Σάββατο στο πιο μαγικό Θέατρο του κόσμου, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και είδα μια μεγάλη παράσταση. Η «Ορέστεια» του Αισχύλου όπως την οραματίστηκε και έστησε ο Γιάννης Χουβαρδάς προσωπικά μόνο ως μια ξεχωριστή εμπειρία μπορώ να τη χαρακτηρίσω, αφού βρέθηκα παρών μπροστά στη φθήνουσα Ελλάδα της δεκάετίας του ‘40, συνειδητοποιώντας οτι δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση διαφορών από το σήμερα. Γιατί όπως ακριβώς συμβαίνει τώρα έτσι και τότε δεν υπήρχε κανένας σεβασμός σε θεσμούς και νόμους, με πολίτες και άρχοντες αδύναμους να αποδεχτούν την όποια αντίθετη απόψη, χωρίς να παραμερίζουν καταστροφικές για τον τόπο προσωπικές φιλοδοξίες, μην έχοντας την διάθεση ενότητας ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση που περνούσε και τότε -και τώρα- αυτός ο τόπος και στο τέλος η σωτηρία του να έρχεται με τον Θεϊκό τσαμπουκά της Θεάς Αθηνάς «από ψηλά». Η επικράτηση του Καλού στη μάχη με το Κακό σίγουρα σημαίνει αισιοδοξία για ένα περισσότερο ευμενές μέλλον, όμως αυτό δεν σημαίνει και την εξαφάνιση του Κακού ή οτι αυτό δεν θα πάψει ποτέ να παραμονεύει…
Και ο «Αγαμέμνονας» και οι «Χοηφόρες» είχαν πολλές σκηνοθετικά δυναμικές και λυρικές στιγμές σε συνέπεια με την άμεση μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Όμως ποτέ δεν έχω δει πιο ευφάνταστα εμπνευσμένες «Ευμενίδες» – το τρίτο και πιο βαρετό μέρος της τριλογίας για μένα. Τη στιγμή που – μια από τις καλύτερες εκπλήξεις της παράστασης- η Άλκηστις Πουλοπούλου ως Πυθία υπέρκομψα ντυμένη μπαίνει στην ορχήστρα κρατώντας ένα δοχείο που καπνίζει τραγουδώντας το μαγικό τραγούδι του Πλέσσα «Εδώ Τελειώνει Ο Ουρανός» και πριν ο εξαιρετικός –για ακόμη μια φορά- Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ώς Ορέστης αρχίσει να ικετεύει για την σωτηρία του, ήταν μια στιγμή γεμάτη ομορφιά! ‘Οπως επίσης και η εικόνα των Ερινύων ντυμένες και στυλιζαρισμένες ως πολλαπλοί κλόνοι του φαντάσματος της Κλυταιμνήστρας είχε υπέροχα λεπτό χιούμορ!
Ένας θίασος καταπληκτικών ηθοποιών με ερμηνευτικά κίνητρα σε μια δύσκολη διανομή, αφού μοιράστηκαν ρόλους και από τα τρία μέρη της τριλογίας, με κράτησε κολλημένο στη θέση μου να παρακολουθώ τις πτυχές των ταλέντων τους, την μεταμόρφωση της εικόνας τους, την δύναμη της άρθρωσης τους, την καλοδουλεμένη τους κίνηση. Τί να πώ για την Καραμπέτη, τον Μαρκουλάκη, την Πουλοπούλου, την Γουλιώτη, τον Κουρή, τον Ψαρρά, τί να πώ για τον Καλετσάνο, την Κέκε, την Μαξούρη, τον Βογιατζή, τον Παπανικολάου! Και τί να πρωτοπώ για τον Αβαρικιώτη! Υπέροχοι όλοι! Η μουσική επιλογή των τραγουδιών που έντυσαν την παράσταση και οι στίχοι τους είχαν άμεση σχέση με τα δρώμενα και η φωνή της Σοφίας Βέμπο και της Στέλλας Γκρέκα είχαν μια «θεϊκή» υπόσταση μέσα στην πλοκή του έργου.
Άψογα λειτουργικό το δύσκολο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, υπέροχη και τόσο κομψά εναρμονισμένη και με τα τρία μέρη του έργου η ενδυματολογική είκονα που δημιούργησε για τους ήρωες η Ιωάννα Τσάμη, και δεν ξέρω αν μπορώ να πω οτι μπήκα σε μια «χρονοδίνη» το Σάββατο που μας πέρασε, ξέρω μόνο οτι αυτό που είδαν τα μάτια μου ήταν υψηλής αισθητικής άψογα εκτελεσμένο με απόλυτο σεβασμό στην τριλογία του Αισχύλου και – δυστυχώς για μερικούς επαγγελματίες «του χώρου» – χωρίς καμία αρχαιολαγνεία. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Χουβαρδάς δεν διέπραξε καμία ύβρη. Άλλο ένα «μπράβο» του και ακόμα ένα στον Γιώργο Λυκιαρδόπουλο για την άψογη παραγωγή αυτής της παράστασης.
Σχόλια για αυτό το άρθρο