…O TAZ βάζει στη ζυγαριά τα υπέρ και τα κατά μιας ταινίας που θα μπορούσε να στείλει τον πρωταγωνιστή της στα Όσκαρ. Θα τα καταφέρει;
Το πρόβλημα με κάθε πολυαναμενόμενη ταινία, είναι διπλό. Πρώτον, αν θα εκπληρώσει τις υποσχέσεις της όσον αφορά το λόγο για τον οποίο είναι πολυαναμενόμενη. Μία μπορεί να είναι για τα εφέ της, άλλη για τις ερωτικές της σκηνές, κάποια τρίτη για τις σκηνές σεξ και πιο σπάνια, να είναι πολυαναμενόμενη γενικά, συνολικά ως ταινία. Η “Ανίερη Συμμαχία” ήταν πολυαναμενόμενη για δύο κυρίως λόγους. Τις φήμες για τη συγκλονιστική, οσκαρική ερμηνεία του Τζόνι Nτεπ να επιστρέφει στα καλύτερά του μετά από μια σειρά μέτριων εμφανίσεων και τα προβλήματά του με το αλκόολ. Φήμες που πήραν μεγάλες διαστάσεις από τη στιγμή που δημοσιεύτηκαν οι πρώτες φωτογραφίες του αγνώριστου από το μακιγιάζ ηθοποιού. Ο δεύτερος λόγος είναι η ίδια η αληθινή ιστορία από μόνη της.
Ένας ιρλανδοαμερικανός μαφιόζος στη Νότια Βοστώνη του 1975, ο Τζέιμς Γουάιτι Μπάλτζερ, συνεργάζεται με το FBI κατόπιν πρότασης του πράκτορα Τζον Κόνολι (Τζόελ Έτζερτον). Ενός αστυνομικού που μεγάλωσε στην ίδια φτωχογειτονιά με τον Μπάλτζερ και τον είχε ίνδαλμα. Ο Κόνολι ενδιαφέρεται να εξαρθρώσει την ιταλική μαφία και για να το πετύχει αυτό χρειάζεται κάποιον που είναι βαθιά χωμένος στον υπόκοσμο, παρά τις αντιρρήσεις των συναδέλφων του. Ο Μπάλτζερ από την πλευρά του, βλέπει σε αυτήν την ανίερη συμμαχία μια διπλή ευκαιρία. Αφ’ ενός να εξοντώσει χωρίς προσωπική ανάμιξη την αντίπαλη συμμορία και να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος της περιοχής, αφ’ ετέρου να συνεχίσει την εγκληματική του δραστηριότητα και τα λουτρά αίματος, πολλές φορές με τα ίδια του τα χέρια, έχοντας την προστασία του ίδιου του FBI.
Τα πράγματα μπλέκονται ακόμα περισσότερο εφ’ όσον ο αδελφός του Μπάλτζερ, Μπίλι (Mπένεντικτ Κάμπερμπατς), βρίσκεται στο ακριβώς άλλο άκρο, όντας ευυπόλυπτος γερουσιαστής της Βοστώνης. Ενώ ο πράκτορας Κόνολι, παρασύρεται μέσα στον ιστό της διαπλοκής, “ξεχνώντας” σιγά σιγά τις αρχικές του προθέσεις, και γλιστρώντας στη σκοτεινή πλευρά και τη συγκάλυψη των πράξεων του Μπάλτζερ. Όπως είναι αναμενόμενο, τα πράγματα πολύ γρήγορα θα ξεφύγουν από κάθε έλεγχο, με τον Μπάλτζερ να μένει στην ιστορία, ως ο για πολλά χρόνια νούμερο 2 στη λίστα των καταζητούμενων του FBI, (με νούμερο 1 τον Οσάμα Μπιν Λάντεν) μέχρι τη σύλληψή του το 2011.
Το πως και γιατί φτάσαμε ως εκεί είναι το αντικείμενο της ταινίας σε σκηνοθεσία του Σκοτ Κούπερ, του ανθρώπου που “χάρισε” το Όσκαρ ερμηνείας στον Τζεφ Μπρίτζες για την ερμηνεία στην ταινία “Crazy Heart”.
Ένας σκηνοθέτης που γνωρίζει πολύ καλά το χειρισμό των ηθοποιών του, έχει τέμπο και ατμόσφαιρα τύπου Σκορσέζε, αλλά δυστυχώς Σκορσέζε δεν είναι. Ή ταινία φωνάζει, ουρλιάζει σχεδόν για την ανάγκη ενός Σκορσέζε από πίσω της, όσο κι αν το μοντάζ κάνει ότι μπορεί για να τον μιμηθεί. Όμως ένας σκηνοθέτης, ακόμα κι ο μέγα Μάρτιν, πόσο μάλλον ο Κούπερ, μπορεί να χάσει την μπάλα αν από πίσω του δεν έχει για στήριγμα ένα στιβαρό σενάριο. Ειδικά σε μια ταινία πολύ λεπτών αποχρώσεων όσον αφορά τους χαρακτήρες, τόσο τον πρωταγωνιστή όσο και τον περίγυρο. Με εξαίρεση τον πράκτορα Κόνολι και λίγο τον ίδιο τον Μπέρτζερ, όλοι οι υπόλοιποι κινούνται σε μία διάσταση.
Το αποτέλεσμα είναι η αφήγηση να αποτελείται από μια σειρά καλοστημένων σκηνών, σαν βινιέτες που αφηγούνται επιδερμικά τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας, με παρεμβάσεις σκηνές από τους ψυχρούς φόνους του πραγματικά φοβιστικού Μπάλτζερ όπως τον αποδίδει ο Ντεπ σε έναν από τους καλύτερους ρόλους του εδώ και πολύ καιρό. Όχι όμως και τον καλύτερο. Γιατί κι αυτός πάσχει σεναριακά, χωρίς να αναδεικνύεται η πολυπλοκότητά του, μολονότι ο Ντεπ το παλεύει εκφραστικά. Ο κίνδυνος όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, να έχεις δηλαδή στα χέρια σου έναν εν δυνάμει οσκαρικό ρόλο αλλά να μη σου στηρίζει την πλάτη το “κείμενο”, είναι να καταφύγεις σε μια παλέτα από πέντε, δέκα εκφραστικές “ευκολίες”, οι οποίες μαζί με το μακιγιάζ σου καλύπτουν τις “τρύπες” του σεναρίου. Οπότε εκεί μπαίνει το ερώτημα του κατά πόσο κάποιος παίζει σαν ηθοποιός που αισθάνεται το ρόλο και κατά πόσο το αποτέλεσμα οφείλεται στον εύκολο εντυπωσιασμό.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο Ντεπ, αν και δεν αποφεύγει τις “ευκολίες” και χρησιμοποιεί σαν πατερίτσα το μακιγιάζ, έχει δουλέψει πολύ εδώ και βγάζει σκοτεινή εσωτερικότητα. Κάτι που το νιώθεις προσέχοντας το βλέμμα του. Όμως η δουλειά του μένει μετέωρη εφ’ όσον δεν του δίνεται η ευκαιρία αλληλεπίδρασης με τους γύρω του. Μετέωρος ο Ντεπ και αποσπασματική η αφήγηση, κομμάτια που προσπαθεί να τα ενώσει ο μοντέρ αλλά δεν καταφέρνουν να σε “κεράσουν” το ουίσκι της υπόθεσης, να σε παρασύρουν στην παραζάλη μιας εκρηκτικής κατάστασης, δεν τονίζει το φόντο για να αναδειχθούν οι χαρακτήρες. Αποτέλεσμα, ενώ οπτικά ο Κούπερ κάνει κινηματογραφένιο κινηματογράφο, με ρυθμολογικές αυξομειώσεις, μικρά σε διάρκεια αλλά μεγάλα σαν αντίκτυπο σοκ και εκμετάλλευση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου που συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα, το ξεδίπλωμα του “μύθου” να μην ξεπερνάει σε βάθος αυτό μιας βιογραφικής τηλεταινίας.
Πρώτο επίπεδο κι από κει και πέρα τίποτα που δεν το έχεις ξαναδεί. Και επίσης τίποτα που να σε διαφωτίζει ή να προσεγγίζει από μια άλλη πλευρά μια ιστορία της οποίας ξέρεις την κατάληξη. Αξιοπρεπέστατη και καλοστημένη αλλά όχι καλογραμμένη, η “Aνίερη Συμμαχία” σίγουρα δεν είναι μια ταινία που θα χάσεις τα λεφτά σου ή το χρόνο σου αν τη δεις. Είναι όμως μια ταινία που έχασε την ευκαιρία να είναι κάτι ξεχωριστό.
Bαθμολογία: 6 / 10
Σχόλια για αυτό το άρθρο