Ο ΤΑΖ παθαίνει αμόκ με ένα πολύ πολύ αγριεμένο ποίημα που κουβαλάει μέσα του την «εξιλέωση» αλλά δεν στην προσφέρει στο πιάτο.
Έχω ένα πρόβλημα με τις συγκρίσεις. Τη μία τις χρησιμοποιώ για να ξεμπερδεύω με το αρθράκι μου, την άλλη τις αποφεύγω γιατί μπορεί και η μία ταινία και η άλλη να είναι σινεμά, αλλά ποτέ δε λες αυτό το μήλο ήταν πιο νόστιμο από αυτή την ντομάτα. Γιατί ο Πασκάλ Λοζιέ είναι περιπτωσάρα. Δημιούργησε σάλο το 2008 με το «ξεδιάντροπα» στιλιζαρισμένο, βρώμικο και στα όρια του πορνό τρόμου, Martyrs. Σε αυτήν εδώ την ταινία του, προσπαθεί να τα πει όλα, να τα κάνει όλα, από το αγριεμένο πορνό τρόμου μέχρι το αιματοβαμμένο παραμύθι, την ψυχανάλυση τον Λάβκραφτ και την αιματηρή λύτρωση. Είναι σαφές πως θέλει να χωρέσει μέσα στην ταινία τα πάντα όλα, κι εκεί είναι που χάνει πόντους γιατί δεν μπορεί να εστιάσει (ή δεν θέλει) σε κάτι από αυτά. Απλά παραδίδει εικόνες, εφιάλτες και μαλλιοτράβηγμα με τον καλύτερο αισθητικά τρόπο (και άγριο τρόπο) για να καταλήξει σε έναν ειρωνικό λυρισμό.
Δυστυχώς η μεγάλη χαμένη σε αυτό το μεταγοτθικό παραμύθι, η μεγάλη αναξιοποίητη μάλλον, είναι η Μιλέν Φαρμέρ αλλά αρκεί που τη βλέπεις και στην ουσία όταν θυμάσαι τα βιντεοκλίπ της, αναγνωρίζεις γιατί παίζει σε μια ταινία που λέγεται «Το κουκλόσπιτο του τρόμου» εφόσον πάντα ήταν σαν μια ρυθμισμένη κούκλα μεγάλων ντεσιμπέλ ευαισθησίας. Από εκει και πέρα η υπόθεση πάει ως εξής: Η Πολίν κληρονομεί με τις δύο της κορές, την Μπεθ και την Βέρα μια όχι και τόσο φυσιολογική απομακρυσμένη έπαυλη όσον αφορά τα κρυφά και τα φανερά της και το γεμάτο κούκλες σας διακόσμηση χώρο της. Από το πρώτο βράδυ της διαμονής τους εκεί, δέχονται επίθεση από δύο αγνώστους. Το μυστικό (μέσα στα πολλά μυστικά αυτής της ιστορίας) είναι ότι μάλλον κανείς από το σόι δεν πάει στα καλά του και η σχέση της Βέρα με την Μπεθ (η οποία γράφει νουβέλες τρόμου και ζόφου) θα σκάσει μπουμπουνητά 16 χρόνια μετά, όπου όμως είναι ολοφάνερο πως η πραγματικότητα έχει πλέον διαστρεβλωθεί με τηνν Μπεθ να μένει στο Σικάγο και να δέχεται από τη Βέρα ένα τηλεφώνημα να γυρίσει στο «Κουκλόσπιτο». Κάπου εκεί αρχίζει η τελευταία (χμμμ) πράξη μιας απίστευτα έντασης κόλασης βίας, απαγωγής (τύπου “Hostel”) και αμαρτίας με τον Πασκάλ Λοζιέ να κινεί φρενιτικά την κάμερα του συνδυάζοντας το εκμεταλλευτικό όσον αφορά στο θεατή πορνό βασανιστηρίων και τρόμου με κάτι άλλο πολύ πιο βαθύ οπότε και τρομακτικό.
Ο τύπος ξέρει να κάνει απίστευτο σινεμά, δεν αφήνει γωνία του σπιτιού ανεκμετάλλευτη κι απλά και τίμια αφήνει στις μοίρες του τις ηρωίδες. Από το είδος του σινεμά «εισβολή ξένων στο σπίτι» μέχρι το «πορνό βασανισμού» ενώνεις τις τελίτσες με τον πιο παθιασμένο τρόπο. Οι κούκλες βγάζουν κραυγές, το πέρασμα από την αθωότητα στην ενηλικίωση βγάζει κραυγές, κι εσύ αισθάνεσαι μια ένοχη σιωπή συνενοχή στην οποία δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις εφόσον δεν έχεις για σταυρουδάκι καμία υποκειμενικότητα αφού εδώ πρόκειται για την ανακάλυψη της ύπαρξής σου, τρομαχτικά βασανιστικά, από την αρχή. Γνήσιος εκπρόσωπος του υπέροχου νέου κύματος Γαλλικού τρόμου (η ταινία είναι αγγλόφωνη) ο Λοζιέ σε φτάνει στα άκρα όσον αφορά στο πόσο μπορείς να παίξεις με τις φονικές κούκλες του και ακόμα χειρότερα, πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις τη σιωπή τους. Πάρα πολλοί σκηνοθέτες του λεγόμενου σινεμά τέχνης (ξερνάω) ξεκίνησαν από ταινίες τρόμου αλλά μετά το φοβήθηκαν ως υποδεέστερο. Ο Λοζιέ τρέχει στις δικές του, σκουριασμένες από αίμα πεθαμένων και αναμνήσεις εφηβικής αιμορραγίας τροχιές, χωρίς να φοβάται αν ο Χάρι Πότερ ήταν αιμοδιψής δολοφόνος, μη σου πω ότι θα ήταν το καλύτερό του.
***To City of Love παρακάτω είναι το κλιπάκι που σκηνοθέτησε ο Λοζιέ για τη Μιλέν..
Σχόλια για αυτό το άρθρο