Μια τρίτη συνεχόμενη επανάληψη παλιότερης παραγωγής είδαμε από τη Λυρική Σκηνή, που παρουσίασε τον Τροβατόρε του Βέρντι στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Μετά τον άκρως επιτυχημένο Μάκβεθ σε σκηνοθεσία Λορέντζο Μαριάνι (στο ΚΠΙΣΝ) και την αδικαιολόγητη επιλογή της Μαντάμα Μπάττερφλάι σε σκηνοθεσία Ούγκο ντε Άνα στο Ηρώδειο τον περασμένο Ιούνιο, η Λυρική επέλεξε τον Τροβατόρε δια χειρός Στέφανο Πόντα, μια παραγωγή του 2012. Δεν ξέρω αν μόνο οι οικονομικές συγκυρίες επιβάλλουν την πρακτική αυτή – δεν είναι άλλωστε παράλογο η Λυρική να επαναλαμβάνει επιτυχημένες παραστάσεις της – ωστόσο αδυνατώ να κατανοήσω τις εν λόγω επιλογές στο σύνολό τους (εξαιρώντας τον Μάκβεθ).
Στους πέντε πρωταγωνιστικούς ρόλους του Τροβατόρε, ο Μάρκο Καρία (Κόμης Ντι Λούνα), η Τσέλια Κοστέα (Λεονόρα), η Έλενα Κασσιάν (Ατσουτσένα), ο Βάλτερ Φρακκάρο (Μανρίκο) και ο Τάσος Αποστόλου (Φερράντο) αποδείχτηκαν άρτιοι φωνητικά και ερμηνευτικά. Ειδικά μάλιστα η Κοστέα και η Κασσιάν (που πρωταγωνιστούσαν ως Τσο-Τσο-Σαν και Σουτζούκι αντίστοιχα και στην Μαντάμα Μπάττερφλάι) ξεχώρισαν για την εκφραστικότητά τους, που συμπορευόταν με εξαίρετη τεχνική στην τοποθέτηση της φωνής και αξιοπρόσεκτο ερμηνευτικό βάθος. Αλλά και η μουσική διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη μπόρεσε σε γενικές γραμμές να ακολουθήσει την πλοκή και να συνοδεύσει τους λυρικούς τραγουδιστές. Κάπου εδώ τελειώνουν όμως και τα καλά σχόλια για την παράσταση. Γιατί η Όπερα, ως μουσικοθεατρικό είδος, δεν μπορεί να κριθεί μονάχα για τη μουσική και τους ερμηνευτές της, αλλά και για τα υπόλοιπα θεατρικά της στοιχεία (σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια κ.λπ.).
Δυστυχώς η εν λόγω παραγωγή αποτυγχάνει σε όλα τα επιμέρους. Αν και η παράσταση ήταν σχεδιασμένη εξ αρχής για το Ηρώδειο, ο Πόντα (που υπογράφει σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια) δεν έλαβε καθόλου υπόψη του την ιδιαιτερότητα του χώρου. Χρησιμοποιώντας δύο τεχνητές λίμνες, περιόρισε το χώρο δράσης πρωταγωνιστών και χορωδών, με αποτέλεσμα στις πολυπληθείς σκηνές να υπάρχει ένας αφύσικος και ασφυκτικός περιορισμός δράσης και κίνησης, τον οποίο ο Πόντα προσπάθησε να αποφύγει μέσω μιας εξίσου αφύσικης παράταξης. Η κατάσταση επιδεινώθηκε έτι περαιτέρω από τη σχετική ανυπαρξία δράσης στο δεξί ως προς τον θεατή μέρος της σκηνής, στην τεχνητή λίμνη όπου κινούνταν κυρίως οι ημίγυμνοι βοηθητικοί ηθοποιοί. Καθ’ όλη την παράσταση μάταια προσπαθούσα να καταλάβω τους συμβολισμούς και τη χρησιμότητα των βοηθητικών ηθοποιών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δυστυχώς, ούτε το σκηνοθετικό σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης με βοήθησε να κατανοήσω την παρουσία τους επί σκηνής, καθώς δεν παρέπεμπε επ’ ουδενί «σε μια λήθη» ή σε μια «ανάμνηση κίνησης […] πιο κοντινής στο όνειρο παρά στη ζωή». Ούτε εντασσόταν οργανικά στην υπόλοιπη σκηνοθετική γραμμή, που ήταν απόλυτα ρεαλιστική, ούτε παρέπεμπε στην πλοκή του οπερατικού έργου, καθώς δεν είχε καμία σχέση με αυτήν.
Επιπλέον, δεν ξέρω κατά πόσο ο σκηνικός χώρος με την τεράστια παλάμη, το αιγυπτιακό μάτι, τον κορμό δέντρου και τη σφαίρα με τα πρόσωπα μπορεί να χαρακτηριστεί «φυσικός, αρχαϊκός και αρχετυπικός» όπως δηλώνει ο Πόντα· τουναντίον, μπορεί με σιγουριά να χαρακτηριστεί αφύσικος, κιτς και δίχως ίχνος σκηνικής οικονομίας. Διερωτώμαι επίσης κατά πόσο τα – στην πλειοψηφία τους – δερμάτινα κοστούμια ήταν «προέκταση μιας εσωτερικής αισθητικής, μια διασπασμένη έκφραση ωραίων και χαμένων πόθων», καθώς όλοι ανεξαιρέτως, χορωδοί και πρωταγωνιστές, είχαν ένα άγχος κατά την κίνησή τους, λόγω ακριβώς του μήκους των ενδυμάτων, που τους ανάγκαζε να τα σηκώνουν ελαφρώς σαν «κυρίες επί των τιμών».
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, ωστόσο η Λυρική Σκηνή, με τις δύο φετινές επαναλήψεις της στο Ηρώδειο, δεν φαίνεται να το γνωρίζει. Ας ελπίσουμε πως η επόμενη παραγωγή της, ακόμη κι αν πρόκειται για επανάληψη, θα είναι πραγματικό έργο τέχνης κι όχι μια απερίσκεπτη λύση ανάγκης.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων
Σχόλια για αυτό το άρθρο