Ο ΤΑΖ βάζει ψεύτικες βλεφαρίδες στα μάτια του όταν βλέπει TV, σαν ασπίδα προστασίας.
Μην με παρεξηγείτε. Αγαπάω την τηλεόραση. Έχω κάνει ξεφτιλίκια για χάρη της για τα οποία όμως είμαι περήφανος (πχ τους στίχους των τραγουδιών της Κορομηλά στο Bravo). Όμως τότε, 20 χρόνια πριν, το παιχνίδι είχε μια αθωότητα. Το να βλέπω σήμερα, τους ίδιους ή νεώτερους ανθρώπους, να ανακυκλώνουν την ξεπατικοτούρα των ιταλικών σόου, απλά μου προκαλεί θλίψη. Η τηλεόραση είναι ένα υπέροχο μέσο επικοινωνίας, διασκέδασης και ψυχαγωγίας, κάτι που το καταλαβαίνεις αν παρακολουθείς με “παράνομο” download, ξένες σειρές και εκπομπές. Από τη στιγμή όμως που η εγχώρια παραγωγή μοιάζει σαν κυπριακή πατάτα (υπέροχη στο τηγάνισμα για να λέμε και την αλήθεια) αισθάνεσαι μετέωρος.
Περνώντας μια μικρή,ελπίζω, κρίση κατάθλιψης, αρνούμαι να την ανοίξω. Λατρεύω το κιτς όταν είναι υπερπαραγωγή, με καταθλίβει όμως όταν είναι του μπακάλη. Ουσιαστικά αυτή τη στιγμή το ελληνικό τηλεοπτικό πρόγραμμα, είναι γεμάτο από άστοχα σόου, wanna be celebrities, κυπριακές σαπουνόπερες στις οποίες δεν μπορώ να καταλάβω πως συνεννοούνται μεταξύ τους οι ήρωες με του μισούς να μιλάνε κυπριακή διάλεκτο και τους άλλους να απαντούν σε άπταιστα ελληνικά και τηλεπαιχνίδια που τα έβλεπα μωρό όπως «ΟΤροχός της Τύχης» και το «Deal».
Προσπαθώ να ωριμάσω αλλά δεν με αφήνουν. Όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν εφ΄όσον στον ίδιο ντορβά έχω παίξει κι εγώ. Και σίγουρα τα λεφτά που παίρνει ο καθένας, έχουν αξία και μακάρι να τα έπαιρνα κι εγώ. Όμως κυριαρχεί η λογική της απελπισμένης θλίψης. Αντί να βρούμε κάτι καινούργιο, κάτι που να δικαιολογεί την ύπαρξη του ως πρόταση ψυχαγωγίας, βυθιζόμαστε ναρκοληπτικά σε μια αναβίωση των εφηβικών μας χρόνων. Μέσα στην οποία, ταλαντούχοι άνθρωποι όπως ο Νίκος Μουτσινάς και η Ζέτα Μακρυπούλια, παίζουν τις μαριονέτες προκατόχων τους στο ίδιο τερέν, χωρίς την ίδια χάρη.
Μετά τα μεσάνυχτα, όταν με έχει πιάσει το αγχολυτικό χαπάκι και είμαι πιο ήρεμος, λέω να ανοίξω την tv να ηρεμήσω. Μαύρο σκοτάδι. Παίζει επεισόδια από το «Καφέ της Χαράς» ξανά μανά, αυτή τη φορά με υπότιτλους γιατί υπάρχει μια εντολή από το ΕΣΡ να παίζουν τα κανάλια προγράμματα με υπότιτλους για τους κωφάλαλους. Ναι, 3 το πρωί. Προσωπικά με βοηθάει να βελτιώσω τα αγγλικά μου γιατί άλλα λένε οι ηθοποιοί άλλα γράφουν οι υπότιτλοι κι εγώ ψάχνω την αναλογία τους σε ξένη γλώσσα.. Ψυχολογικά με ανακατεύει γιατί τόσες φορές που το έχω δει, με ανάκατη σειρά επεισοδίων, μπερδεύομαι για το πότε η Χαρά Χάσκα ερωτεύτηκε τελικά τον Περιάνδρο Πόποτα και το φινάλε δεν έχω ακόμα καταφέρει να το δω. Κάνοντας ένα ζάπινγκ όταν βαριέμαι, βλέπω σε διαφήμιση τη Θεοπούλα, να φοράει μια ζώνη που λέει της έβγαλε τους πόνους από τη μέση και ξαναβρήκε τη χαρά της ζωής. Αυτό ενδιάμεσα με διάφορες κυρίες που τραβάνε την κιλότα τους όσο πιο μέσα δεν μπαίνει και μου λένε «τηλεφώνα μου τώρα».
Το ξύπνημα από τον εφιάλτη δεν είναι καλύτερο. Στην πρωινή ζώνη, θα μου βγάλουν μια γριά που τη βίασαν και της έκλεψαν το σεμεδάκι και μετά διάφοροι αναλυτές θα μου πούνε για τα οικονομικά την στιγμή που από τις 9 το πρωί, μου χτυπάνε απανωτά τηλέφωνα οι εισπρακτικές εταιρείες των τραπεζών. Κάπου στο ενδιάμεσο θα μάθω «Οικογενειακές Ιστορίες» μυθοπλασία αλλά τύπου αλήθεια, για το πώς μια Ουκρανή ξελόγιασε τον γιο της πλούσιας οικογένειας με το κοινό να ψηφίζει υπέρ ή κατά. Με πρότυπο το χειρότερο πρόγραμμα της ιταλικής ή της γερμανικής τηλεόρασης γινόμαστε ευρωπαίοι πουλώντας τζούφια πέη. Αντιγράφοντας ή αγοράζοντας ιδέες από τις πιο ευτελείς που υπάρχουν στα διεθνή κανάλια.
Η ίδια η ΕΡΤ που την πληρώνουμε και έχει ως υποτιθέμενο σκοπό την προβολή του πολιτισμού, έχει προσλάβει σοβαροφανείς άχρηστους που για να πούνε σωστά το όνομα μιας παράτασης πρέπει να κοιτάξουν το μπλοκάκι τους με τις σημειώσεις. Ενδιάμεσα πέφτουν ντοκιμαντέρ για την εγκυμοσύνη των καγκουρό και μετά τα μεσάνυχτα, επαναλήψεις ελληνικών και ξένων σειρών όπως «Το μικρό σπίτι στο λειβάδι». Μου είναι αδιανόητο το πως μια ουρά εγγράμματων ανθρώπων με πείρα στην τηλεοπτική λογική καταλήγουν σε τέτοιες επιλογές. Η ευκολία είναι πειρασμός, το δέχομαι, αλλά όταν αμείβεσαι πλουσιοπάροχα για τη θέση σου πρέπει και να μου την δικαιολογήσεις. Το να επιλέγεις την «ελαφρά ψυχαγωγία» του κάδου, μου δείχνει ότι είσαι ανίκανος να ψάξεις για κάτι πιο ψαγμένο, που δεν είναι βαριά κουλτούρα, είναι απλά μαζική ψυχαγωγία υψηλής ποιότητας.
Στα μπαράκια όλοι μου οι φίλοι μου μιλάνε για μια καινούργια ξένη σειρά που ανακάλυψαν στο Νetflix και τους έχει μαγέψει. Αυτή η σειρά με το ζόρι να παιχτεί με δύο χρόνια καθυστέρηση από τα κανάλια γύρω στις 12 το βράδυ και μετά οι καναλάρχες να αναρωτιούνται γιατί δεν κάνει νούμερα και να την κόβουν. Ειλικρινά, σε μια ψυχαγωγική κοινωνία με το διαδίκτυο να κυριεύει τα πάντα, γιατί πρέπει να σε θεωρούν τόσο μαλάκα ώστε να πάει 12 το βράδυ για να δεις το νέο επεισόδιο μιας αγαπημένης σου σειράς (αν το παίξει, γιατί υπάρχουν και αλλαγές προγράμματος);
Το μόνο που σου μένει είναι ο έρωτας της Χαράς με τον Περίανδρο που το βλέπεις δέκα χρόνια τώρα και talent show του βαρετού ύπνου με επώνυμους που δε σε νοιάζει καν το όνομα τους, πέρα από τα ξεφτιλίκια στην πίστα. Α και φυσικά οι Κυπριακές σαπουνόπερες που μοιάζουν να έχουν γυριστεί από φακό κινητού. Και οι ειδήσεις για το πώς φύγαμε ή παραμένουμε στην κρίση να σε προκαλούν για μια διπλή βότκα να ηρεμήσεις. Σε ένα σύνολο που πραγματικά δεν διαφέρει σε τίποτα από την τηλεόραση που βλέπαμε 20 χρόνια πριν.
Εντάξει, η κρίση έδωσε μια ώθηση ως προς την καταστροφολογία των παρουσιαστών με τη βοήθεια της κυβέρνησης , αλλά το σκηνικό παραμένει σαν τον τύπο με την αρκούδα που της έχει φορέσει χαλκά στη μύτη και βαρώντας το ταμπούρλο της λέει «χόρευε μωρή, χόρευε».
Σχόλια για αυτό το άρθρο