Στο άκουσμα του ονόματος του Σερ Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ, μου έρχεται συνειρμικά η λέξη θρίλερ, κι αυτό γιατί ο Χίτσκοκ υπήρξε πρωτοπόρος στην σκηνοθεσία των θρίλερ. Η Θηλιά αποτελεί ένα κλασικό θρίλερ με κοινωνικές, φιλοσοφικές και ψυχολογικές προεκτάσεις, που δέχεται ποικίλες αναγνώσεις. Σαν δολοφονικό μέσο έχει ιστορικές αναφορές, παραπέμποντας στην κρεμάλα που στηνόταν για τις εκτελέσεις θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό. Στην περίπτωση του Χίτσκοκ, στήνεται μια ιδιότυπη κρεμάλα που στηρίζεται σε μια ελιτίστικη φιλοσοφική θεώρηση της κοινωνίας, σύμφωνα με την οποία, η κοινωνία υφίσταται μια νοητή διάκριση μεταξύ των ατόμων που θεωρούν τον εαυτό τους πνευματικά ανώτερο και διακατέχονται από ένα αίσθημα παντοδυναμίας και των ατόμων που κρίνονται ως ελλειμματικές προσωπικότητες, των οποίων ο εαυτός θεωρείται πνευματικά κατώτερος . Έτσι οι τελευταίοι υφίστανται αυτόματα ένα bullying πνευματικής ταυτότητας και καταλήγουν θύματα αυτών των ανώτερων, οι οποίοι κρατούν την πνιγηρή θηλιά και τη σφίγγουν μεθοδικά γύρω από το λαιμό, προκαλώντας τον ακαριαίο θάνατο, με τον οποίο ξεκινά η πρώτη σκηνή της Θηλιάς, αποτελώντας τη βάση όπου χτίζεται όλη η πλοκή της.
Δεν πρόκειται για καθαροαίμο θρίλερ αλλά ένα έργο κοινωνικών προδιαγραφών, στο οποίο ο φόνος μετατρέπεται σε παιχνίδι, όπου οι κανόνες τίθενται από τους ίδιους τους δολοφόνους-παίκτες ενώ οι συμπαίκτες τους συμμετέχουν ακούσια σε αυτό. Το σκηνοθετικό concept του παιχνιδιού έχει τη μορφή ενός μακάβριου party, εφόσον το δείπνο σερβίρεται πάνω σε ένα εναλλακτικό φέρετρο, την ύπαρξη του οποίου γνωρίζουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Η σκηνοθετική απόπειρα της Κέλλυς Πήλιουρα, που εκτός λιγοστών και περιττών σκηνικών παρεμβολών, δεν λοξοδρομεί ιδιαίτερα από την πεπατημένη οδό της κλασικής απόδοσης της ταινίας, σε συνδυασμό με την μετάφραση-διασκευή της Βίκυς Αλεξοπούλου, εξασφαλίζουν την αυθεντικότητα της παράστασης και την κλασικότητα των Χιτσκοκικών ταινιών.
Ο Δημήτρης Γκουτζαμάνης ως Μπράντον, ο οποίος είναι ο φορέας της ελιτίστικης φιλοσοφικής θεώρησης και αυτουργός στο ποινικό αδίκημα που τελικά διαπράττει με τον Φίλιπ, εφαρμόζοντας στην πράξη αυτήν την κοσμοθεώρηση, έχει ανακαλύψει την Χιτσκοκική ερμηνευτική φόρμα και περνάει με άνεση το μάθημα της υποκριτικής. Ο Αντώνης Τακτικός ως Φίλιπ, που είναι ο έτερος ένοχος για τη δολοφονία του Ντέιβιντ, εμφανίζεται ανήσυχος, νευρικός και εμφανώς μετανιωμένος για την αναίτια δολοφονία, με την ερμηνεία του να κορυφώνεται σταδιακά μέσα από την πνιγηρή ατμόσφαιρα, καταλήγοντας στην στιγμή που οι τύψεις τον τρελαίνουν και το δίκαιο κραυγάζει. Ο Νίκος Ορφανός υποδυόμενος τον πολυδιάστατο ρόλο του καθηγητή, του επιθεωρητή, του σκηνοθέτη και του συγγραφέα, δίνει μια ισορροπημένη απλοϊκή, σχεδόν φυσική ερμηνεία χωρίς ιδιαίτερες δραματικές εξάρσεις, ακόμα και κατά την αναμέτρησή του με τους θύτες.
Η Ιωάννα Ασημακοπούλου, στο ρόλο της θείας του θύματος, αναδεικνύει με χάρη και στιλ την προσωπικότητα που υποδύεται, δίνοντας μια άρτια ερμηνεία με σωστή αναλογία κωμικών και δραματικών στοιχείων. Η Νάντια Πυθαρά υποδύεται με έναν προκλητικό αισθησιακό σαρκασμό το “Μήλο της ‘Έριδος”, την Τζάνετ, διακρίνοντας το πάθος στη φωνή της, τη στιγμή που ερμηνεύει το “Put the blame on mame”. Ο Σόλων Τσούνης στο ρόλο του Κένεθ, όπως και ο Ερρίκος Λίτσης στο ρόλο του πατέρα του θύματος, διακρίνονται για την ερμηνευτική τους σταθερότητα, ακολουθώντας τις σκηνοθετικές επιταγές. Ο Γιώργος Καπινιάρης ενσαρκώνει με απόλυτη πιστότητα τον μπάτλερ που κάθε αριστοκρατική οικία θα ήθελε να έχει.
Μεταξύ των δύο συμμετεχόντων-συνενόχων στο θανάσιμο παιχνίδι της θηλιάς διακρίνεται μια ερμηνευτική σύμπνοια εν συγκρίσει με τους λοιπούς συμμετέχοντες- συνδαιτυμόνες στο επίσημο μακάβριο δείπνο, οι οποίοι αναδεικνύονται σκηνοθετικά ως ξεχωριστές προσωπικότητες, λειτουργώντας και ερμηνευτικά ως τέτοιες.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια παράσταση με άρωμα Χίτσκοκ, που διατηρεί αρκετά κλασικά στοιχεία, τα οποία φαίνονται τόσο από τα πληθωρικά σκηνικά όσο και από το σκηνοθετικό concept, επιβεβαιώνοντας τη μη ύπαρξη του τέλειου εγκλήματος και την ισχύ του αρχαίου ελληνικού σχήματος “ύβρις[-άτη]-νέμεσις-τίσις”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο