Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μου είναι τρομερά δύσκολο να γράψω κριτική για τις “Kαμπάνες του Edelweiss”. Kι ας έχω διανύσει εκαντοντάδες χιλιάδες λέξεων γράφοντας κριτικές εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Γνώριζα πως αυτή τη φορά η Άννα Βίσση και ο Νίκος Καρβέλας θα τολμούσαν κάτι ιδιαίτερα σκοτεινό, αλλά σκοτεινή ήταν και η “Mάλα” και οι “Δαίμονες” (με έναν πιο ποπ τρόπο) οπότε δεν ανησύχησα. Έχω ξαναγράψει ότι ο Καρβέλας τον πας δεν τον πας, κουβαλάει μια σατανική μουσικοσυνθετική μήτρα στο κεφάλι του. Που εν προκειμένω έχοντας αναλάβει και το λιμπρέτο, σου εξαπολύει χωρίς φραγμούς στα μούτρα την ίδια την κόλαση. Όσο για τη Βίσση και τις ικανότητες της στο μουσικό θέατρο, επίσης τα έχω ξαναγράψει και βαριέμαι να επαναλαμβάνομαι.
Πήγα στις “Καμπάνες” έχοντας διαβάσει κάτι κριτικές περί φωσκολειάδας όσον αφορά την πλοκή του έργου και άλλα τέτοια ευκολάκια. Και βγήκα ακινητοποιημένος από τη βασανιστική θερμότητα του πάγου που καίει, το νοιώθεις να σε μουδιάζει αλλά και να κάνει την καρδιά σου να χτυπά επικύνδινα και δεν ξέρεις αν πρέπει να ντυθείς για να προστατευτείς ή να γδυθείς για να το νοιώσεις όλο, μέχρι εξαντλήσεως. Γιατί το θέμα εν προκειμένω ξεπερνά την έννοια ροκ όπερα αν και είναι δομημένο ως τέτοια. Με τη διαφορά ότι ο Καρβέλας συνθετικά δεν ενδιαφέρεται για τη δημιουργία μιας εύληπτης μελωδίας με δύο τρία χιτάκια που θα ξεχωρίσουν. Αλλά για τη σύνθεση ενός συμπαγούς έργου που απορρίπτει με τόλμη την εύκολη μελωδία, κυλώντας με άξονα τέσερα πέντε βασικά θέματα σαν μια επαναληπτική λούπα συμφωνικής οριοθέτησης του χάους. Κάτι πάνω στο οποίο ο Αλέξιος Πρίφτης ως ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας κάνει θαύματα.
Και την Άννα να εντυπωσιάζει όχι μόνο στην τραγουδιστική της ερμηνεία που είναι άψογη και γεμάτη θρυμματισμένο, τσαλακωμένο πάθος, αλλά στην πρόζα της πίσω από το κελί της φυλακής. Όπως δηλαδή ξεκινάει το έργο. Με την ίδια αγνώριστη, αχτένιστη, με καλτσάκια, παντόφλες και φούστα γιαγιάς, να αφηγείται το πως έφτασε εκεί. Με έναν αξιοθαύμαστο έλεγχο εκφραστικής, τραυματισμένης εσωτερικότητας που σου παγώνει την καρδιά. Και σε κάνει να τρίβεις τα μάτια σου, ειδικά όταν μέσα σε τρία λεπτά, μεταμορφώνεται με φλας μπακ από αυτό το τσακισμένο πλάσμα σε μια έξτρα σικ τύπισσα στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Όχι μόνο ενδυματολογικά και σαν στήσιμο, αλλά κινησιολογικά. Λες και κάποιος της στραβώνει το σώμα στη μία σκηνή και της το σιδερώνει στην άλλη. Μέχρι το εκτός ελέγχου, σοκαριστικό προφινάλε, στο οποίο δαιμονίζεται κυριολεκτικά, σαν αιματοβαμμένη εκδικήτρια μαινάδα. Ένα προφινάλε καπιτάλε, σκηνοθετημένο υπέροχα από το Γιάννη Κακλέα, με την υποκριτική βοήθεια του άπαιχτου Αιμιλιανού Σταματάκη, που αποκαλύπτει το δικό του μεγάλο μυστικό σε μια σπαρακτική σκηνή επιστροφής στο παρελθόν με τον ίδιο να βυθίζεται κυριολεκτικά στις δικές του εφιαλτικές αναμνήσεις.
“Οι Καμπάνες του Edelweiss” είναι εντελώς εκτός ελέγχου κι αυτό είναι για μένα το μεγάλο τους προτέρημα. Φλερτάρουν με την υπερβολή αλλά δεν τη φοβούνται, την αποδέχονται σαν κύριο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής στα άκρα της. Σε μια hard core ροκ όπερα που κρατάει το ροκ στοιχείο της περισσότερο στην ιστορία και λιγότερο στη μουσική η οποία κυλάει πιο οπερατικά. Ανάμεσα στην αρχαία τραγωδία με τον εκκωφαντικό κεραυνό της κάθαρσης και τη σιωπή που σπάζει από σταγόνες όξινης βροχής. Με την τρυφερότητα να στάζει αίμα και σπέρμα για να γεννηθεί ξανά και να καθαρίσει από τη βία της. Και τους χαρακτήρες, έκτπωτους αγγέλους, πέρα από το καλό και το κακό να σέρνονται στο βρώμικο πάτωμα για να μαζέψουν πούπουλα από τα σπασμένα τους φτερά, μήπως ξανανιώσει το σώμα τους ζωντανό και μαζί με αυτό και η καρδιά τους έστω και λίγο πριν σταματήσει να χτυπάει. Κι ο πόνος δικαιολογήσει τη φρίκη και τα ανομολόγητα μεταμορφωμένος σε ελευθερία.
Στα τέλη του πολέμου, μια ομάδα μεθυσμένων ρώσων στρατιωτών θα περάσει από το πανδοχείο του μέθυσου ναζί Βέρνερ, παντρεμένου με την Άννα την οποία μάζεψε από ορφαντροφείο. Σε μια σκηνή που παρά την ένταση της ατυχεί σε δύο πράγματα: Τα αδικαιολόγητα φάλτσα των στρατιωτών και την κομιξάκη ερμηνευτική υπερβολή του έμπειρου Γιάννη Σαμσιάρη. Η Άννα θα γεννήσει από το βιασμό ένα παιδί, θα το παρατήσει και θα φύγει στην Αμερική όπου και θα παντρευτεί έναν μουσικό ατζέντη. Ο τελευταίος έχει ανακαλύψει ένα μεγάλο ταλέντο, τον Τζούλιαν, που όμως είναι εθισμένος στην ηρωίνη. Ανάμεσα στον Τζούλιαν και την Άννα θα γεννηθεί ένας μεγάλος έρωτας και η μοίρα θα δείξει το σκληρό της πρόσωπο σε όλους.
Υπάρχουν αστοχίες και λάθος επιλογές ή περιττές σκηνές. Αστοχίες όπως οι αποκριάτικες περούκες και κοστούμια 60’ς της συχνά όχι ιδιαίτερα καλόγουστης Ντένης Βαχλιώτη. Η εντελώς αναξιοποίητη παρουσία του Νικόλα Καραγκιούρη. Η αμήχανη κινησιολογία, του εξαιρετικού και αφοσιωμένου στο ρόλο του, αγαπημένου Θανάση Αλευρά στις σκηνές του θυμού του με το ύψος του να γίνεται εχθρός αντί για σύμμαχος της ατόφιας ορμητικότητάς του. Η αναξιοποίητη σαν χαρακτήρας Ελένη Αλεξανδρή στο ρόλο της κόρης της ηρωίδας. Ο λάθος χώρος που αποδεικνύεται εδώ το Pantheon για μια παραγωγή που χρειαζόταν έναν πιο οικείο και μικρό χώρο για να επικοινωνήσει το συναίσθημά της. Γιατί πάνω στη σκηνή του Pantheon, με εξαίρεση το σκηνικό του πανδοχείου, όλα τα άλλα, όπως το σπίτι της Άννας ή το σπίτι του Τζούλιαν εξαφανίζονται και μοιάζουν μινιατούρες κουκλόσπιτα μέσα στο χάος. Το οποίο χάος κρατάνε σε συνοχή και δεν το αφήνουν να τους καταπιεί η Βίσση και ο “ένα αστέρι γεννιέται” Aιμιλιανός Σταματάκης. Και σκηνές σαν το εντελώς άστοχο κωμικό κομμάτι της επίσκεψης του Αλευρά στα γραφεία της δισκογραφικής του Καραγκιαούρη.
Όχι, το Pantheon δεν ήταν η κατάλληλη σκηνή για τις “Kαμπάνες”. Γιατί παρά τα χρήματα που εμφανώς δόθηκαν για την παραγωγή τους, η σύλληψη η ίδια του έργου, δεν ήταν αυτή ενός υπερθεάματος αλλά κάτι πολύ πιο εσωτερικού. Δεν είναι τυχαίο πως σκηνογραφικά, όσον αφορά την ενίσχυση του συναισθήματος μέσα από το σκηνικό χώρο, οι πιο πετυχημένες στιγμές του Παντελιδάκη εδώ είναι και οι πιο λιτές του. Όπως ο αφαιρετικός χώρος της φυλακής που αντανακλά την ψυχική ερημοτητα και παγωνιά της ηρωίδας. Πιθανότατα λεπτομέρειες τα παραπάνω, όταν υπάρχουν τόσα άλλα να σε παρασύρουν σε ένα εφιαλτικό παραμύθι που στο τέλος του, λίγο να είσαι στη διάθεση, το δάκρυ δεν το γλυτώνεις. Υπάρχει η συγκλονιστική φωνητικά Τάνια Τρύπη που θα τη θέλαμε περισσότερο στη σκηνή. Υπάρχει αυτό το συναισθηματικό roller coaster που ειδικά αν ξέρεις το οιδιπόδειο στοιχείο της υπόθεσης, εντείνει μέσα σου την αίσθηση του τραγικού, στις σκηνές που η Άννα ζει το μεγάλο της έρωτα. Υπάρχει αυτή η σχεδόν τρομακτική μετάδοση του νεκρού, άδειου σώματος που έχει μάθει το άγγιγμα μόνο μέσα από την ενοχή. Κάτι που η Βίσση το επικοινωνεί με θεατρικό πάθος, μέσα από το βλέμμα της, μέσα από τις εναλλαγές τόνου στην ερμηνεία των τραγουδιών της. Υπάρχει το ουρλιαχτό της ψυχής του Τζούλιαν, τα υπέροχα ενορχηστρωμένα σμιξίματα μεταξύ των live ροκ εμφανίσεων του και της κύριας παρτιτούρας του έργου, σε ένα σταμάτημα του χρόνου και της ανάσας μπροστά στην απουσία της ελπίδας.
Οι καμπάνες του Edelweiss είναι ένα ιδιαίτερα τολμηρό μουσικοθεατρικό εγχείρημα, ειδικά για μια χώρα που δε διακρίνεται για την παιδεία της στο συγκεκριμένο είδος. Ή το προτιμάει με φραμπαλάδες και χιτάκια. Ο Καρβέλας, έχει χτίσει μια ιστορία κατάβασης στην κόλαση με αμφισβητούμενη τη λύτρωση. Πάνω σε ηθικά μετέωρους χαρακτήρες που τους αφήνει να αιωρούνται χωρίς δίχτυ ασφαλείας πάνω από την αλήθεια και το ψέμα, τις ευθύνες των προσωπικών τους επιλογών και των καταστάσεων που τους οδήγησαν σε αυτές. Με τη μουσική του, επαναλαμβάνω, να σε παρασύρει όχι ως μεμονωμένα τραγούδια (μολονότι υπάρχουν κι αυτά) αλλά σαν ροή ενός ποταμού με βράχια. Και τους στίχους του, να εκφράζουν έναν εσωτερικό πονεμένο λυρισμό (με κάποιες εξαιρέσεις φάλτσου εντυπωσιασμού όπως τα λόγια του Βέρνερ). Η Άννα Βίσση βιώνει μέχρι το μεδούλι της τις αντιφατικότητες του ρόλου της και της ζωής της ηρωίδας της που υποδύεται, φεύγοντας εντελώς από το χαρακτήρα της σταρ. Πιθανότατα γι αυτό και είναι πιο ευάλωτα όμορφη από ποτέ. Ο Αιμιλιανός Σταματάκης σαν βασανισμένος ροκ σταρ, μετατρέπει το ουρλιαχτό σε ψίθυρο κι αντίστροφα, ζωγραφίζοντας την εσωτερική του σύγχιση σαν ψυχεδελικό πορτρέτο με τα χρώματα να λειώνουν έξω από τον καμβά. Η μεταξύ τους χημεία, η σωματική και ψυχική ανάγκη και αναπηρία του ένα για τον άλλον, ιδρώνει το σανίδι. Και οι πιο απλές φράσεις, όπως “ένα κοντσέρτο για δυο πιάνα, για σένα Άννα”, μετουσιώνονται σε ιερές εξομολογήσεις ενός ανίερου έρωτα. Ή σε εξομολόγηση της ιερής αγάπης που ενώνει τον Καρβέλα με τη Βίσση δεκαετίες τώρα.
Σου άρεσε το έργο; Eίναι η πιο συνηθισμένη ερώτηση μετά από μια παράσταση. Νομίζω πως η επιτυχία στις “Kαμπάνες” είναι αυτή ακριβώς. Δεν χωράνε τέτοιο ερώτημα. Πολύ απλά γιατί το ταξίδι που σου προσφέρουν, δεν είναι τουριστικό. Είναι παρά την σκηνική του εξωστρέφεια, βαθιά εσωτερικό. Τόσο για τους συντελεστές του όσο και για το θεατή. Μια τεράστια παγίδα έχει στηθεί φέτος στο Pantheon. Ένας παραμορφωτικός καθρέφτης μέσα στον οποίο καλείσαι να κοιτάξεις τα σκοτάδια σου να αποκτούν μορφή. Και να αντιμετωπίσεις την ύπαρξη ή την απώλεια θάρρους απέναντι τους. Δεν μπορείς να απαντήσεις έτσι απλά, “ναι, μου άρεσαν οι Καμπάνες”. Γιατί δεν είναι φτιαγμένες να σου αρέσουν, τουλάχιστον με τη βολεμένη, μικραστική μετάφραση της λέξης. Είναι φτιαγμένες για να σε βουτήξουν από το λαιμό. Να σου κόψουν την ανάσα, να σε παρασύρουν στη μουσική τους αφήνοντας σε αβοήθητο να ανακαλύψεις μόνος σου πως θα κολυμπήσεις σε αυτήν. Δεν θα κάνω σύγκριση για το αν οι “Kαμπάνες” είναι καλύτερες από τους “Δαίμονες” ή τη “Mάλα” γιατί αν και μοιράζονται κοινά στοιχεία, πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Μία από τις πιο “ύπουλες” παραστάσεις μουσικού θεάτρου που έχω δει. Γιατί με δόλωμα το θέαμα, τη μεγάλη σταρ στην πιο φωτεινά σκοτεινή στιγμή της καριέρας της, το μουσικό υπερθέαμα της υπόθεσης, σε παρασύρουν σε μια πορεία κατάβασης σε έναν κόσμο μοναξιάς και απόγνωσης. Χωρίς να σου χαρίζονται, να σου δίνουν ένα χεράκι για να ανέβεις στην επιφάνεια. Αυτό καλείσαι να το κάνεις μόνος σου. Ακούγοντας τις δικές σου σκοτεινές καμπάνες. Και παίρνοντας την απόφαση να τις χτυπήσεις μανιασμένος όπως συγκλονιστικά κάνει η ηρωίδα λίγο πριν το τέλος. Για να ξορκιστεί το κακό. Επειδή “όλα έχουν ξαναγεννηθεί”.
Σχόλια για αυτό το άρθρο