Δεν έμαθα ποτέ να παίζω τάβλι, όσο κι αν προσπάθησαν να μου δείξουν. Όχι γιατί ήμουν ανεπίδεκτη μαθήσεως, αλλά επειδή η φιλοσοφία του παιχνιδιού, πέρα από τους κανόνες, έγκειται στην τύχη. Όσους τρόπους και να ξέρεις να κουνάς τα ζάρια πριν τα ρίξεις, αυτά δεν θα σου φέρνουν πάντα εξάρες. Υπάρχουν τα ντόρτια, το ασσόδυο και άλλοι αριθμητικοί συνδυασμοί, που ή θα σου δώσουν την ευκαιρία να κάνεις την νικητήρια κίνηση ή που θα χάσεις, επιθυμώντας άλλη μια παρτίδα προκειμένου να ρεφάρεις, χωρίς όμως κι αυτό να είναι σίγουρο. Καμία παρτίδα στο τάβλι, δεν σου εξασφαλίζει τη σίγουρη νίκη, ούτε ότι ξαναπαίζοντας σαν ηττημένος, θα πάρεις τη ρεβάνς και τα χαμένα κέρδη. Επομένως πρέπει να ρισκάρεις: ή θα πας για τα πολλά ή θα μείνεις ρέστος και ταπί. Κι αυτό είναι κάτι που έχει ισχύ όχι μόνο για το τάβλι αλλά και για την ίδια την ζωή και ο Δημήτρης Κεχαΐδης το αποτυπώνει έντεχνα στο Τάβλι του.
Μέσα στην σκόνη που σηκώνεται από τον υψωμένο σκηνικά χωμάτινο δρόμο του Θησείου, διακρίνονται οι δύο ανθρώπινες φιγούρες του μεταπολεμικού έργου, ο Κόλλιας και ο Φώντας, οι οποίοι παίζοντας μια παρτίδα τάβλι, αποδομούν με καυστικό χιούμορ το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό οικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας από την μεταπολεμική εποχή και έπειτα. Έντονες κινήσεις και πιο “χύμα” συμπεριφορές συνθέτουν τα χαρακτηριστικά του μικροαστού νεοέλληνα, που ξημεροβραδιάζεται στο καφενείο, που είναι ο χώρος έκφρασης των πολιτικών απόψεων και των κοινωνικών σχολιασμών (κοινώς κουτσομπολιών) αλλά και ο χώρος της σύλληψης και οργάνωσης των μεγαλεπήβολων επιχειρηματικών σχεδίων. Στο Τάβλι, το επιχειρηματικό όνειρο οργανώνεται σε μια λιτή αυλή, στην οποία υπάρχουν δύο καρέκλες, ένα ψεκαστήρι για τη ζέστη, ένα τάβλι και δύο ονειροπόλα πρόσωπα, που ευελπιστούν να πιάσουν την καλή, με την τύχη αυτή τη φορά να είναι σύμμαχός τους. Αν και έχει γραφτεί στις αρχές της δεκαετίας του 70′, το Τάβλι είναι ένα καλογραμμένο έργο, που δεν εμμένει στα στενά πλαίσια της ηθογραφίας, που επικρατούσε στην νεοελληνική λογοτεχνία της περιόδου 1880-1930, αλλά ανατέμνει ένα σύστημα αξιών, φιλοσοφικών θεωριών και πολιτικών απόψεων. Το remix με τα αποσπάσματα των Ελλήνων πολιτικών που ακούγεται στην παράσταση, αποτελεί στοιχείο, ότι το κείμενο επιδέχεται επικαιροποίησης, διατηρώντας άθικτη την ουσία του μονόπρακτου.
Ο Νίκος Κουρής και ο Μάκης Παπαδημητρίου, αυτο-σκηνοθετούνται επιτυχώς, χωρίς να έχουν ερμηνευτικές απώλειες. Λόγω πολύχρονης θεατρικής πείρας, έχουν σκηνική άνεση που φαίνεται τόσο στις κινήσεις τους όσο και στον τρόπο που παίζουν. Φαίνεται ότι έχουν εντρυφήσει στους ρόλους τους, με τους οποίους συνδιαλέγονται ανοικτά επί σκηνής, ισορροπώντας την κωμική πλευρά τους με τη δραματική. Ο Κουρής, στο ρόλο του λαχειοπώλη και πρώην ήρωα της Αντίστασης Κόλλια, αποδίδει εμφανώς με ακριβείς κινήσεις και μορφασμούς, τις αμφιβολίες του για τα “μεγαλόπνοα” επιχειρηματικά σχέδια του κομπιναδόρου Φώντα, τον οποίο ενσαρκώνει χαριτωμένα ο Παπαδημητρίου. Ο τελευταίος “ντύνει” το ρόλο του με το δικό του ερμηνευτικό στiλ και χωρίς να γίνει καρικατούρα διατηρεί τον κωμικό χαρακτήρα του Φώντα, δίνοντας μαζί με τον Κουρή έναν ελαφρύ τόνο μελαγχολίας στους αντι-ήρωες του Κεχαΐδη.
Εν κατακλείδι, το Τάβλι, είναι ένα έργο αληθινό χωρίς φιοριτούρες, που έχει αξιοποιηθεί επαρκώς μέσα από μια καλά δομημένη και με ρυθμό παράσταση που έχει χτιστεί χάρη στην αρμονική σύμπραξη των δύο ταλαντούχων ηθοποιών η οποία καρποφορεί και εμείς ως θεατές γευόμαστε αυτούς τους απολαυστικούς, ερμηνευτικά και αισθητικά, καρπούς.
Η Δέσποινα Κορεντίνη είναι κριτικός Θεάτρου και Τέχνης, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Σχόλια για αυτό το άρθρο