“Μπόμπ” (προδημοσίευση) του διηγήματος της Αριάν Λαζαρίδη
Άντρα στο σπίτι δεν είδα. Όχι ότι το γύρισα όλο, είχε φτάσει τ’ απόγευμα, ο ήλιος είχε προχωρήσει στον ουρανό, αλλά εγώ καθόμουν με την ξανθιά απεγνωσμένη φίλη μου. Όχι, δεν είμαι αφελής. Ήξερα από την απόγνωση που έφτανε στα ρουθούνια μου πως η τύπισσα με είχε ανάγκη περισσότερο απ’ ό,τι εγώ αυτήν. Έφευγα μόνο να πάω έξω για την ανάγκη μου και ξαναγύριζα κοντά της. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να πάω για εξερεύνηση και να την αφήσω μόνη. Βέβαια δεν είχε πλάκα να καθόμαστε τόσες ώρες δίπλα-δίπλα χωρίς να κάνουμε τίποτα, αλλά όσο μύριζε πόνο δεν έφευγα. Δεν ήταν σωστό, πώς να το πω, δεν ήταν πρέπον. Είμαι φιλότιμος.
Καθόμασταν, αυτή στην πολυθρόνα κι εγώ ξαπλωμένος με τη μουσούδα στα πόδια της, όταν ακούστηκε αυτοκίνητο. Η ξανθιά πετάχτηκε απότομα και τα σαγόνια μου χτύπησαν κατά λάθος. Κάτι είχε γίνει, ήταν πολύ νευρική. Έτρεξε προς την πόρτα κι εγώ πίσω της. Είδα ένα κίτρινο λεωφορείο. «Κρύψου», μου λέει, «θα σου πω εγώ πότε να ’ρθεις, είσαι έκπληξη», και χώθηκα κάτω από ένα τραπέζι. Είδα τα πόδια της να μπαίνουν και μαζί κάτι μικρά ποδαράκια παιδιού, αγοριού κατάλαβα, με πολύ καθαρά παπούτσια. Α, ώστε μένει και παιδί εδώ, τι χαρά έκανα δεν φαντάζεσαι. Το καλύτερό μου είναι τα παιδιά και το τρεχαλητό τους. Με παραξένεψαν τα καθαρά παπούτσια του, αλλά ακολουθώντας την εντολή της ξανθιάς, παρά την περιέργειά μου, έμεινα κρυμμένος. Η ξανθιά ανέβηκε κάτι σκάλες με τον μικρό χωρίς να λένε κουβέντα. Παράξενοι οι άνθρωποι, είχε τόση λαχτάρα να τον δει και τώρα δεν μιλούσαν.
Μετά, νομίζω με ξέχασε, έκανα τη βόλτα μου έξω, πιπί, κακά, έφαγα, και μέσα στο ζεστό σπίτι που με φιλοξενούσε έριξα τον ωραιότερο ύπνο της ζωής μου.
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ
Ξύπνησα μέσα το σκοτάδι. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν όνειρο ή αλήθεια, δεν είχα προλάβει να επεξεργαστώ τις εξελίξεις, όταν άκουσα βήματα να κατεβαίνουν τη σκάλα. Ήταν η φίλη μου, κι ενώ ήθελα να δει πόσο ευγενής είμαι που δεν λέρωσα τίποτα, δεν νομίζω ότι το παρατήρησε. Πήγε σ’ ένα ντουλάπι, έβγαλε ένα μπουκάλι κίτρινο, έβαλε σ’ ένα ποτήρι, ήρθε έκατσε δίπλα μου και άναψε τσιγάρο. Όσο την έβλεπα τόσο πιο όμορφη μου φαινόταν. Γιατί μύριζε λύπη, δεν ήξερα, αλλά είχα μάθει ως αδέσποτο την υπομονή και της έδινα τον χρόνο της. Άδειασε το ποτήρι της, το ξαναγέμισε, και αφού έγινε αυτό τρεις φορές, με κοίταξε. Φίλε, η γυναίκα ήταν ράκος. Έβαλα τη μουσούδα μου στα μπούτια της και με χάιδεψε. Ναι, ρε φίλε, με χάιδεψε. Δεν ξέρω πόση ώρα κάτσαμε εκεί, αυτή να καπνίζει και να με χαϊδεύει κι εγώ ακίνητος μη χαλάσω τη στιγμή. Αφού ντουμάνιασε το δωμάτιο καπνό, μου έδωσε ένα φιλί που μύριζε οινόπνευμα (το ήξερα από έναν άστεγο που με τάιζε πού και πού), μου είπε «Καληνύχτα Μπομπ», και ανέβηκε τη σκάλα.
Άλλη παγκόσμια πρώτη. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που με καληνύχτιζαν.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ
Ξύπνησα νωρίς. Πριν από την ξανθιά και πριν από τη γαλάζια. Ήθελα να κάνω πιπί, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή και είπα να περιμένω. Για να ξεχαστώ, είπα να κάνω βόλτα. Κοκαλωμένος τόσες ώρες σε ένδειξη καλής διαγωγής, είχα πιαστεί ολόκληρος. Το σπίτι είχε πολλούς καναπέδες, πολλά βιβλία. Ήταν όλα πεντακάθαρα, χωρίς μυρωδιές, και τα μαξιλάρια μαλακά, έτοιμα για χουζούρι. Δεν πήδηξα πάνω, ήξερα ότι δεν θα το θέλει η ξανθιά. Βρήκα μια παλιά μικρή λεκάνη στην κουζίνα και άρχισα να την μασουλώ για να πλύνω τα δόντια μου. Τη σκάλα φοβόμουν να την ανεβώ, δεν ήθελα να ενοχλήσω, παρότι η ξανθιά μού έλειπε. Όλοι οι σκύλοι, όπως ξέρετε, θέλουμε παρέα, αλλά κρατήθηκα. Δεν είχα ακούσει άχνα από τα μικρά ποδαράκια που είχα δει. Γενικά παραήταν σιωπηλό το σπίτι, αλλά μπορεί να ζουν έτσι οι άνθρωποι, να μην πολυμιλούν εκεί που μένουν, σκέφτηκα, και ξανάπιασα τη λεκάνη, προσπαθώντας να ξεχάσω τη γεμάτη κύστη μου.
Ξέρετε, εμείς τα σκυλιά είμαστε σοφά, μην κοιτάτε που δεν μιλάμε, όλα τα καταλαβαίνουμε. Κι εγώ είχα ήδη καταλάβει ότι θα ζήσω μια ξεχωριστή ζωή. Γιατί μπορεί η ξανθιά όλο να έκλαιγε, αλλά με είχε ταΐσει, με είχε χαϊδέψει, με είχε φιλήσει και με είχε βαφτίσει σε μια μόνο μέρα. Ήταν γλυκιά και ας έκλαιγε. Μπορεί να το είχε ανάγκη, βρε αδελφέ, κι εγώ θα ήμουν εκεί να της κάνω παρέα. Μπομπ, άκου όνομα που μου βρήκε, σκέφτηκα, αλλά whatever, ήταν πολύ αργά, και αφού άδειασα την κύστη μου σε μια γωνία κοντά στην πόρτα, ξανακοιμήθηκα.
Τον “Μπόμπ” των εκδόσεων Φερενίκη, τον παρουσιάζει επίσημα στους μελλοντικούς του αναγνώστες ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, με το παρακάτω κείμενο και live την Τρίτη στο Salon de Bricolage :
Όποτε κοιτάζω ένα σκύλο στα μάτια -θα’ χει συμβεί και σε σας- νοιώθω πως βλέπω κατευθείαν στην ψυχή του. Είμαι σίγουρος πως θέλει απεγνωσμένα να επικοινωνήσει, πως, αν προσπαθήσω λίγο ακόμα, θα μου μιλήσει. Και του μιλώ και τον ρωτώ, αλλά απάντηση δεν παίρνω. Τουλάχιστον, όχι με λέξεις. Γιατί οι σκύλοι δε μιλούν. Ο Μπομπ μιλάει. Όχι σε όλους, μόνο σε μας, τους αναγνώστες. Μας λέει, με λέξεις,τι έζησε αυτός, μια καλή καρδιά με τέσσερα πόδια και ουρά, ανάμεσα στα δίποδα που έχουν τις λέξεις αποκλειστικό προνόμιό τους. Και πώς κατάφερε να κάνει την καρδιά του γέφυρα για να πατήσουν και να συναντηθούν, εκεί που οι λέξεις δεν αρκούν. Μια γυναίκα κι ο γιος της. Στο ίδιο σπίτι, κι όμως, μίλια μακριά. Ανάμεσά τους, μια τραγωδία, απ’ αυτές των ανθρώπων. Κι ο Μπομπ, που τους κοιτάζει απ’ τα εξήντα εκατοστά, το ύψος απ’ όπου βλέπουνε τα μάτια του τον κόσμο (ένα προνόμιο που είχαμε κι εμείς, όταν ήμασταν παιδιά). Εκεί, από χαμηλά, βλέπει όσα δε γίνονται, ακούει όσα δε λέγονται, κάνει σκοπό του η μάνα και τ’ αγόρι να χαμογελάσουν πάλι. Αγαπάει με το μόνο τρόπο που αξίζει η αγάπη, άνευ ορίων και άνευ όρων. Κι οι λέξεις δε χρειάζονται, αρκούν δυο μάτια και μια τριχωτή ουρά.
Οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για πίστη, τρυφερότητα και καλωσύνη. Οι σκύλοι έχουν ασύγκριτη υπεροχή: είναι φτιαγμένοι απ’ αυτά τα υλικά. Έτσι, όταν ψάχνω να βρω έναν τρόπο να ζω, θυμάμαι πάντα αυτό: «Θέλω να γίνω ο άνθρωπος που ο σκύλος μου νομίζει ότι είμαι.»
Σχόλια για αυτό το άρθρο