O «μαέστρος» της ατμόσφαιρας αλλά και των blockbuster, Γκιέρμο Ντελ Τόρο, επιστρέφει στις ιστορίες φαντασμάτων και ο ΤΑΖ περιμένει από αυτόν το Άσμα Ασμάτων.
Όταν έχεις το όνομα, κι έχεις και τη χάρη, ο πήχης ανεβαίνει πιο ψηλά, όπως στην περίπτωση του μεξικανού Ντελ Τόρο. Ενός υποδείγματος σκηνοθετικής «ευλυγισίας» και «χαμαιλεοντισμού» που πηγαινοέρχεται μεταξύ Ισπανίας και Χόλιγουντ. Λάτρης του φανταστικού και βιρτουόζος της εικόνας, όποτε επιστρέφει στα πάτρια δημιουργεί οπτικά και συναισθηματικά, στοιχειωμένα ποιητικά αριστουργήματα, όπως «Η Ραχοκοκαλιά του Διαβόλου» και «Ο Λαβύρινθος του Πάνα». Λυρικές, παραμυθένιες και ανελέητα τρομακτικές αλληγορικές ιστορίες φαντασμάτων, με το χάσιμο της αθωότητας και την ενηλικίωση να αποκτούν κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Όταν βρίσκεται στο Χόλιγουντ, μεταμορφώνεται σε έναν άκρως λειτουργικό και ευφάνταστο σκηνοθέτη φασαριόζικων και απολαυστικών blockbuster όπως το «Βlade 2», το «Hellboy» και το πρόσφατο «Pacific Rim».
Με το «Crimson Peak» όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του «Πορφυρού Λόφου», επιχειρεί για πρώτη φορά να «μεταγγίσει» την μαγεία των ισπανόφωνων έργων του, σε Χολιγουντιανή παραγωγή. Έχοντας σαν κύριο ατού του, την εκπληκτική πραγματικά σκηνογραφία του στοιχειωμένου σπιτιού που δεσπόζει στον Πορφυρό Λόγο και στην ουσία πρωταγωνιστεί σαν χαρακτήρας στην ταινία. Εντυπωσιακό το σκηνικό, όμως ο Ντελ Τόρο φαίνεται τόσο ενθουσιασμένος με αυτό, και τις δυνατότητες που του δίνει για μια εξωπραγματική, γοτθική κινηματογράφηση, που του αφήνει να «καπελώσει» την ίδια την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί και τους χαρακτήρες του. Ταυτόχρονα,προσπαθεί με το ζόρι να εμφυσήσει τη μαγεία των προσωπικών του ταινίων σε χολιγουντιανά στάνταρ, όμως το «πακέτο» κάπου «χάνεται στην μετάφραση». Ειδικά από τη στιγμή που αυτή τη φορά ο σκηνοθέτης φαίνεται να ζορίζει την αλληγορία, προσπαθώντας να προσθέσει ένα αχρείαστο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και σοβαροφάνειας. Κάτι που στα ισπανόφωνα έργα του λειτουργούσε γιατί υπήρχε σαν δομικό στοιχείο ενώ εδώ μοιάζει βιαστικά επιπρόσθετο, ανεξάρτητα από το αν οι προθέσεις του σκηνοθέτη το είχαν και εδώ ως δομικό στοιχείο. Άλλο το τι έχεις στο μυαλό σου και άλλο το πως βγαίνει στην οθόνη.
Με τον Ντελ Τόρο να μας το δηλώνει από την αρχή, όταν η ηρωίδα του και επίδοξη συγγραφέας, Ίντιθ Κούσινγκ, παραδίδοντας το χειρόγραφό της σε έναν εκδότη, του εξηγεί πως πρόκειται για μια ιστορία με φαντάσματα τα οποία έχουν αλληγορική σημασία. Ναι, οκ, ευχαριστούμε για την πληροφόρηση σπασικλάκι Γκιγιέρμο. Δε μας αφήνεις τώρα να το απολαύσουμε απλά σαν μια γοτθική ταινία τρόμου με ρομάντζο τύπου «Τζέιν Έιρ»; Όχι δεν μας αφήνει δυστυχώς. Πρώτα από όλα επειδή το ρομάντζο που υποτίθεται ότι σε αντίστιξη με τον τρόμο, το μυστήριο και τα φαντάσματα θα δημιουργούσε την κατάλληλη συναισθηματική παλινδρόμηση στον θεατή, δεν υπάρχει. Είναι σχεδόν από την αρχή τόσο αντιπαθητικός και πιστοποιημένα κακός ο χαρακτήρας του βαρονέτου Τόμας Σαρπ που όταν έρχεται ή ώρα να εκφραστεί συναισθηματικά, 10 λεπτά πριν το φινάλε της ταινίας, είναι ήδη πολύ αργά και για την ταινία και για τον ίδιο
Στη Νέα Υόρκη του 19ου αιώνα, η μικρή Ίντιθ (Μία Γουασικόφσκα) που ζει με τον πλούσιο πατέρα της, δέχεται την επίσκεψη του φαντάσματος της μητέρας της που την προειδοποεί για τον Πορφυρό Λόφο. Πολλά χρόνια μετά, ενήλικη πλέον, νιώθει έλξη από τον βρετανό βαρονέτο Τόμας Σαρπ (Τσάρλι Χάναμ) που ψάχνει να βρει χρηματοδότες για μία πρότυπη μηχανή εξόρυξης αργίλου. Ο Σαρπ συνοδεύεται από την αινιγματική αδελφή του (Τζέσικα Τσάστεϊν) όμως ο Ντελ Τόρο μάλλον αντιλαμβάνεται την έννοια «αινιγματική» σαν «σκύλα διμούτσουνη» εφ’ όσον σχεδόν από την αρχή, δε μας αφήνει σχεδόν καμία αμφιβολία για τα σκοτεινά της κίνητρα. Όταν ο Τόμας αρχίζει να φλερτάρει επίμονα την Ίντιθ, ο πατέρας της δολοφονείται μυστηριωδώς και η ίδια, πλούσια κληρονόμος και παντρεμένη πλέον με τον Τόμας, τον ακολουθεί στην Βρετανία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ή μυστήριο για το πως θα εξελιχθούν πάνω κάτω τα πράγματα. Μόνο ο Ντελ Τόρο πιστεύει ότι υπάρχει, γι αυτό και κάνει ότι μπορεί να πουσάρει το συναίσθημα της ανησυχίας κινηματογραφώντας με ομολογουμένως εξαιρετική επιδεξιότητα τη σκοτεινή και στοιχειωμένη έπαυλη του Πορφυρού Λόφου το όνομα του οποίου οφείλεται στον κόκκινο σαν αίμα άργιλο, που έχει ποτίσει τα πάντα και διαπερνά ακόμα και το ξύλινο πάτωμα της κατοικίας.
Από κει και πέρα, τα πώς και γιατί του μυστηρίου όσον αφορά τις λεπτομέρειες πάβουν να σε ενδιαφέρυν εφ’ όσον έρχονται σε δεύτερη μοίρα και ουσιαστική έκπληξη δεν υπάρχει. Το βασικό μυστήριο έχει ήδη δοθεί έτοιμο και τα φαντάσματα που στοιχειώνουν το σπίτι, λειτουργούν σαν αναπληρωματικοί παίχτες στον πάγκο. Με το φινάλε, να έρχεται χωρίς κάποια αξιοσημειωτη ανατροπή που να δικαιολογεί την κοινοτυπία όσων έχουν προηγηθεί και αν είσαι εκπαιδευμένος θεατής, τα «βλέπεις» να έρχονται πριν συμβούν. Αυτό που μένει, είναι δύο τρεις αξιομνημόνευτες σκηνές, το ίδιο το σπίτι και η αισθητική της «ματιάς» του Γκιγιέρμο σε ένα κολάζ πολυχρησιμοποιημένων λογοτεχνικά και κινηματογραφικά ιδεών από τον Πόε και τον Γουίλκι Κόλινς, μέχρι τον Χίτσκοκ.
Θα μου πεις, ότι τα μοτίβο του γοτθικού τρόμου και των ιστοριών με φαντάσματα έχουν εξαντληθεί και εκ των πραγμάτων ότι και να κάνεις θα αναγκαστείς να τα αναπαράγεις. Θα σου πω ότι συμφωνώ μεν, ο Ντελ Τόρο όμως, έχει αποδείξει ότι μπορεί να τα επανεφεύρει και πατώντας πάνω στο κλισέ να τα απογειώσει σε άλλη, εντελώς δική του κινηματογραφικά σφαίρα. Αν ο Πορφυρός Λόφος ήταν σκηνοθετημένος από ένανπρωτοεμφανιζόμενο, θα μιλούσαμε για ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο. Έχοντας όμως τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη πίσω από την κάμερα, μιλάμε για μια πολλά υποσχόμενη, αισθητικά άψογη, απογοήτευση.
Βαθμολογία: 6 / 10
Στις αίθουσες από τις 22/10
Aκολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz
Σχόλια για αυτό το άρθρο