Η Ναταλία Μελά – οι φίλοι την φωνάζουν Νάτα- , είναι μια δυναμική γυναίκα, γεννημένη το 1923 η οποία δεν χάνει με τίποτα κάθε καλοκαίρι τις διακοπές της στις Σπέτσες. Σήμα κατατεθέν της το φορητό ατελιέ της, ένα όµορφο τρίκυκλο στολισμένο με λουλούδια που οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα . «Μέσα στο τρίκυκλο έχω φτιάξει πολλά πράγµατα. Όπου ήθελα το σταματούσα και δούλευα”..
Eπάνω, είχα την έμπνευση να φωτογραφηθώ στο θρυλικό της τρίκυκλο παρκαρισμένο έξω από το σπίτι της..εντελώς τυχαία! Κάτω με τη Γοργόνα που ατενίζει το Παλιό Λιμάνι.
Αν βρεθείτε στις Σπέτσες, το νησί που έχει αστική και καλλιτεχνική παράδοση, θα θαυμάσετε πολλά έργα της ειδικά αν αγαπάτε το περπάτημα.
Η Μπουμπουλίνα στο λιμάνι της Ντάπιας, ο νεαρός Σπετσιώτης πυρπολητής της τουρκικής ναυαρχίδας Κοσµάς Μπαρµπάτσης, η Γοργόνα, οι Ταύροι και τα άλλα έργα στην περιοχή του φάρου στο παλιό λιμάνι, είναι όλα δικά της.
H Nαταλία Μελά μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον με ιστορικές ρίζες.” Οι γονείς μου με προόριζαν για οικοδέσποινα με μια σειρά μαργαριτάρια στο λαιμό. Απείχα από το μοντέλο. ‘Αλλωστε, ζήλευα τα αγορίστικαπρονόμια του αδελφού μου, ξέφευγα από τα γυναικεία μέτρα” δηλώνει σε συνέντευξή της.
Είναι εγγονή του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη. Ο πατέρας της ήταν ο Μιχαήλ Μελάς και η μητέρα της ήταν κόρη του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας μαζί με τον Γεώργιο Σταύρου. Η γιαγιά της από την πλευρά του πατέρα της, προερχόταν από το γένος Δραγούμη και ήταν αδελφή του Ίωνα Δραγούμη και κόρη του Στέφανου Δραγούμη.
Το 1942 εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) της Αθήνας, με καθηγητές τον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο. Εργάστηκε και στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη. Αποφοιτώντας, το 1948, δουλεύει για ένα διάστημα με τον καθηγητή Δημήτρη Πικιώνη για τη στήλη στον τάφο του Μητροπολίτη Χρύσανθου και αργότερα για το Μνημείο Πεσόντων στο Λεόντιο της Νεμέας στην Πελοπόννησο. Κατασκευάζει και τις προτομές, του Στέφανου Δραγούμη στο Ζάππειο και του Γεωργίου Πεσμαζόγλου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. Η επιρροή του Πικιώνη είναι εμφανής.
Μετά την αποφοίτησή της άνοιξε δικό της εργαστήριο στον τελευταίο όροφο ενός σπιτιού στη Βασιλίσσης Σοφίας και λίγο αργότερα, το 1945, στον στάβλο ενός σπιτιού στην οδό Μουρούζη. Εκεί μαζεύονταν, μεταξύ πολλών άλλων, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Γιάννης Μόραλης. Πήρε μέρος στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός».
«Μετά τον πόλεμο, η μάνα μου αγόρασε το σπίτι μας στις Σπέτσες, δίπλα στην Πνευματική Στέγη. Πούλησε ένα κτήμα που είχαμε στην Εύβοια, διότι ήταν μακριά και δεν σύμφερε πολύ να το κρατήσουμε, και αγόρασε αυτό στις Σπέτσες, διότι ήταν όλες οι φίλες της εκεί και έπαιζαν κουμ-καν, νομίζω. Με την Κούλα Καλλιγά, τους Λεωνίδα, που είχαν τότε τη Σπετσοπούλα, τους Αβέρωφ – αυτή ήταν η παρέα της μητέρας. Μου αρέσουν οι Σπέτσες για το κρυστάλλινο φως τους. Έχουν πολύ καθαρό και κρυστάλλινο φως. Μου αρέσει πολύ και η θάλασσα. ∆εν θα µπορούσα να ζήσω χωρίς θάλασσα » διηγείται.
Έκτοτε ποτέ δεν θα αφήσει τις Σπέτσες. Εκεί επιλέγουν μαζί με το σύζυγό της Άρη Κωνσταντινίδη (1913 -1993) να κτίσουν το εξοχικό τους μετά το γάμο τους, το 1951. Αποκτούν δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την ταλαντούχα Αλεξάνδρα Τσουκαλά. Για δέκα χρόνια παύει να δουλεύει, ασχολούμενη με την κατασκευή σκηνικών στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Η καλλιτεχνική προσφορά της τεράστια. Έργα της κοσμούν διάφορα σημεία κυρίως της Αθήνας. Έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις ενώ έχει συμμετάσχει και σε διεθνείς .
Επάνω με τον καλό της φίλο Πέτρο Φιλιππίδη.
Yπήρξε πρωταθλήτρια τένις, νοσοκόμα στην περίοδο του πολέμου, φοιτήτρια όταν οι γυναίκες στις Ανώτατες Σχολές ήταν ελάχιστες και πήρε δίπλωμα οξυγονοκολλητή, για να δουλέψει με το μέταλλο. Χρησιμοποιεί “ready-made” σιδηρικά και εργαλεία, τα οποία προμηθεύεται από την οδό Αθηνάς. Αντλεί τα θέματά της από το φυσικό κόσμο, πτηνά και ζώα – κοκόρια, κριάρια, ταύρους, κατσίκες, περιστέρια – και από την ελληνική μυθολογία.
Αγάπησε πολύ τις Σπέτσες ν κι έδεσε τη ζωή της µε αυτό. Πρωτοπήγε παιδί µε τους γονείς της, κι εκεί γυρίζει, από τα νεανικά της χρόνια, τα ατέλειωτα καλοκαίρια δηµιουργίας και αναψυχής.
Η Ναταλία Μελά, η Νάτα, όπως τη φωνάζουν µε οικειότητα και στο νησί, έγινε ένα µε τις Σπέτσες και τις στόλισε µε τα έργα της, που τα προτιµά, όπως λέει, στην ύπαιθρο, στον περίπατο. Η «Μπουµπουλίνα» της στο κέντρο της µεγάλης πλατείας, δίπλα στο λιµάνι της Ντάπιας, φύλακας-φρουρός του νησιού, των περιπατητών, των παιδιών που κάνουν ποδήλατο γύρω από αυτή, των νέων που βολτάρουν.
«Θέλω οι νέοι να γλεντάνε τη ζωή τους. Να ερωτεύονται και να χαίρονται. Έχουµε τα χέρια για να δουλεύουµε και τα πόδια για να περπατάµε και να χορεύουµε!»
Κοιτάζοντας γύρω την οµορφιά της πατρίδας µας, έχω ελπίδες ότι όλα θα πάνε καλά. Θα τα καταφέρουµε! Η Ελλάδα έχει περάσει από τροµερά πράγµατα στην πορεία της Ιστορίας της. Θα τα καταφέρουµε και πάλι!
“Στο Παλιό Λιμάνι, αγνάντι στο ναυάγιο, περάσαμε όλα τα παιδικά καλοκαίρια. Και δεν το διαλύαμε πριν δούμε την ανατολή στην Παναγιά την Αρμάτα…..Με ενδιαφέρει ο τόπος µου, η πατρίδα µου. Όπως µιλάω και τραγουδώ ελληνικά, έτσι δηµιουργώ. Μ’ αρέσουν η γεύση του τόπου µου, το χώµα του το κόκκινο, η άµµος, τα φυτά που µοσχοβολούν». Κι αν δεν µοσχοβολούν οι Σπέτσες… Το νησί των αρωµατικών φυτών –Ιsola di Spezzie–, όπως ονοµάστηκε.
«Μου αρέσουν οι Σπέτσες για το κρυστάλλινο φως τους. Έχουν πολύ καθαρό και κρυστάλλινο φως. Μου αρέσει πολύ και η θάλασσα. ∆εν θα µπορούσα να ζήσω χωρίς θάλασσα».
Διαβάστε κάτω τη συνάντησή της με την αγαπημένη Μαρία Χαραμή.. μία συνέντευξη από το 2010 και δημοσιεύτηκε στο Βήμα.
Ναταλία Μελά
Τα εγγόνια μου με θεωρούν υπερσυντηρητική
Κανονικά, τούτες τις ημέρες θα εγκαινιαζόταν μεγάλη έκθεση της Ναταλίας Μελά στο Ντύσελντορφ. Η γλύπτρια την ανέβαλε για το 2011. Ηθελε άνεση χρόνου για να ετοιμάσει τα πολλά μικρά έργα που της ζητήθηκαν. Και δεν ήθελε να χάσει τις διακοπές της στις Σπέτσες. Καθόλου δεν ήθελε. «Μου αρέσει η ωραία ζωή». Κουβέντα και κολύμπι στον Αγιο Νικόλαο. Δελφίνι η κυρία Μελά, το καλοκαίρι χαίρεται καθημερινώς το νερό για ένα δίωρο. «Υπήρξα καλή κολυμβήτρια στο κρόουλ, αλλά κυρίως στο τένις διακρίθηκα. Πρωταθλήτρια Ελλάδος, πήρα χρυσό μετάλλιο στις 27 Οκτωβρίου 1940! Φέτος τον Μάιο με κάλεσαν στο Rolland Garros και ξανάζησα την έξαρση του παιχνιδιού. Μα και η τέχνη, παιχνίδι δεν είναι; Ετσι τη βλέπω, παίζω όταν εργάζομαι».
Εχοντας κλείσει στις 10 Ιουλίου τα 87, η καλλιτέχνις έπαιξε με την καρδιά της τούτη τη χρονιά. Ο Διόνυσος με έναν πάνθηρα υποτελή στα πόδια του, κοσμεί ήδη ένα αθηναϊκό σπίτι. Το άγαλμα της Αλίκης Διπλαράκου με νήμα της στάθμης στο δεξί χέρι, να αλφαδιάζει την ορθότητα των πραγμάτων, παραγγελία των παιδιών της, δεν απομακρύνθηκε από τη δημιουργό του. Καμαρώνει στην αυλή της οικογένειας Ράσσελ, στις Σπέτσες, πλάι στο μπαλκόνι της Νάτας, όπως τη λένε οι φίλοι. Και πολλά άλλα της φετινής συγκομιδής.Ανδρική ειδικότης η γλυπτική, καθώς απαιτεί μυϊκή δύναμη. Συνήθως δε οι καλλιτέχνες φτιάχνουν πήλινο το πρόπλασμα και το τελικό έργο φιλοτεχνείται από μαρμαρογλύπτη ή άλλους τεχνίτες. Η κυρία Μελά σμιλεύει η ίδια την πέτρα ή κολλά το μέταλλο. «Διάλεξα τη γλυπτική γιατί μου φάνηκε εύκολο! Οι γονείς μου με προόριζαν για οικοδέσποινα με μια σειρά μαργαριτάρια στον λαιμό. Απείχα από το μοντέλο.Αλλωστε,ζήλευα τα αγορίστικα προνόμια του αδελφού μου,ξέφευγα από τα γυναικεία μέτρα.Στη Σχολή Καλών Τεχνών με δίδαξαν οΔημητριάδης, ο Παριζιάνος Δημητριάδης, ο Τόμπρος, μεγάλος μάστορας στο μάρμαρο. Επιπλέον, τα απογεύματα εκτός Σχολής,σπούδαζα στο εργαστήριο του Απάρτη.Απεφοίτησαμε βραβείο στο γυμνό. O πατέρας μου δυσανασχετούσε που σχεδίαζα γυμνούς άνδρες.Ευτυχώς η γιαγιά μου πλήρωνε τα μοντέλα. Πλήρωνε δηλαδή για τα ξύλα που καίγαμε, να μην παγώνουν οι άνθρωποι» εξηγεί γελώντας η συνομιλήτριά μας.Παγωτό με καφέ θέλει η Νάτα. Εμείς γλειφόμαστε για χταπόδι στα κάρβουνα. Επιβιβαζόμαστε στο τρίκυκλο που η φίλη μας οδηγεί με δαιμονιώδες κέφι και ταχύτητα, κορνάροντας στο κάθε συναπάντημα. – Γεια σου, κυρά Νάτααα! χαιρετούν οι αμαξάδες. «Εδώ, στο Παλιό Λιμάνι, αγνάντι στο ναυάγιο, περάσαμε όλα τα παιδικά καλοκαίρια. Και δεν το διαλύαμε πριν δούμε την ανατολή στην Παναγιά την Αρμάτα» θυμάται η κυρία Μελά.
Θυμάται τον Λακαριέρ. Προτού ψήσουν το φαγκρί του δείπνου, η γλύπτρια σκάρωσε ένα καλούπι για τα μεταλλικά της ψάρια, με νομίσματα αντί για λέπια. Θυμάται τον Μουστακί. Πρωτοτραγούδησε τον «Μέτοικο» εδώ, στην ταράτσα του σπιτιού της. Ενώ από την άλλη στέγη του αθηναϊκού σπιτιού φυγάδευσε τη γειτόνισσα Ελένη Βλάχου στη δικτατορία. «Της φόρεσα μια κόκκινη περούκα και διέφυγε ανενόχλητη». Θυμάται πώς ο γιος της (ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Κωνσταντινίδης) έφυγε με ψεύτικο διαβατήριο, καταλήγοντας στις ΗΠΑ. «Δεκάξι χρονών, ανησυχούσα, μα ευτυχώς βοήθησε η Τζέσυ, κόρη της Λουίζ ντε Βιλλμορέν,με το διαβατήριο του δικού της γιου και φιλοξένησαν τον Δημήτρη». Δεν καταδέχεται το παράπονο. Τουναντίον. Ευγνωμονεί την τύχη. «Τυχερή υπήρξα κατ΄ αρχήνγιατί γεννήθηκα Ελληνίδα,σε οικογένεια που μου έδωσε ευχές και χαρούμενη νιότη.Γιατί ο Θεός μού χάρισε την ικανότητα της δημιουργικής έκφρασης.Τυχερή,για τα παιδιά και τα εγγόνια και τους σημαντικούς φίλους που συναναστράφηκα. Ακόμη πιο τυχερή,γιατί ερωτεύθηκα και παντρεύτηκα έναν σπάνιο άνδρα!».
Τρίκυκλο ξανά, επιστροφή για σιέστα στο σπίτι. Κτίσμα, βεβαίως, του Αρη Κωνσταντινίδη.«Γνωριστήκαμε χάρις σ΄ ένα… τούβλο. Που έπεσε στο εργαστήριό μου και παρ΄ ολίγον… Ο ζωγράφος Γιώργος Μαυροΐδης,τότε,νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο δικό μας κτίριο και ο Αρηςτο επισκεύαζε. Κατά λάθος έφυγε του εργάτη το τούβλο, βγήκα στην αυλή,φώναξα,ο Αρης κατέβηκε να γυρέψει συγγνώμην και με κάλεσε για μπάνιο. Κατεβαίναμε για μπάνια στην Πειραϊκή, τα ήξερε όλα. Παίζοντας με ένα κρόκαλο,είδα πως το έπιανε ακριβώς όπως κι εγώ.Κατάλαβα πως θα ταιριάζαμε,θα ευτυχούσαμε αν παντρευόμασταν, και του το πρότεινα.Ξαφνιάστηκε.Υφηγητής τότε στον Πικιώνη.Που προς τιμήν του μου είπε “ορθώς τον ερωτεύθηκες, ο Κωνσταντινίδης είναι καλύτερος από εμένα!”. Παντρευτήκαμε τον άλλο χρόνο».
Κοιτάζω γύρω. Μια μαύρη σιδερένια κατσίκα με καδένες για προβιά. Πολλά από τα έργα της Νάτας μού προξενούν έκρηξη χαράς. «Μα φυσικά, τη λύπη δεν θέλω να την απαθανατίσω» συμφωνεί η ίδια.
Ξεκούραστοι ξεκινάμε να πάρουμε το πλοίο της επιστροφής. Τρίκυκλο πάλι. Από τα 7 Πηγάδια, στο λιμάνι. Πόσο μεγάλες φάνταζαν οι αποστάσεις στα παιδικά μας μάτια… Τώρα όλα μίκρυναν. Εν τούτοις η Νάτα Μελά διατηρεί πάντα τη μεγαλοσύνη της. Γιατί είναι μυστηριωδώς και συνταρακτικά απλή.
ΕΓΓΟΝΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ
Ηπειρώτες οι Μελάδες (Παναγία σ(τ) ου Μελά, η Παναγία Σουμελά) και ο παππούς της, ο Παύλος Μελάς,σκοτώνεται 34 ετών,αφήνοντας χήρα την 32χρονη σύζυγό του, το γένος Δραγούμη.Μια γιαγιά ατσαλένια και ατσαλάκωτη, πρότυπο σθένους και ήθους για την εγγονή της.O πατέρας της,αξιωματικός επίσης,ύπαρχος αργότερα του βασιλιά,παντρεύεται κόρη Πεσματζόγλου. «Πεισματζόγλου σημαίνει πεισματάρης» διευκρινίζει η κυρία Μελά.
Νωρίς εντάσσεται στο ΕΑΜ, «στην πρώτη πεντάδα με τον Κίτσο Μαλτέζο, που είχε μεγάλη επιρροή στο Πανεπιστήμιο,τον Αξελό,τον Αδωνι Κύρου,τον Βύρωνα Μελά».Συνθήματα στους τοίχους,προκηρύξεις και έρανος χρημάτων.«Η πρόσβασή μου σε εύπορες οικογένειες βοήθησε. Ολοι ενίσχυαν την αντιναζιστική αντίσταση κι αν κινδύνευες και χτυπούσες μια πόρτα σε κρύβανε.Αντέγραφα αρχαϊκά αγάλματα που βουτούσα στο ξίδι,έψηνα στον φούρνο για γρήγορη οξείδωση και τα πουλούσα στους Γερμανούς για αυθεντικώς αρχαία» μας λέει εκείνη που ο Κατσίμπαλης αποκαλούσε «βασιλοκομμουνίστρια». Παραμένει άραγε;
«Κομμουνίστρια όχι.Τότε ακόμη ξέρεις τι μου κακοφαινόταν; Που έπρεπε να δηλώνουμε ποιος είναι το φλερτ μας.Δεν άρεσε στο κόμμα που το δικό μου φλερτ,ο Ανδρέας Καμπάς,δεν ανήκε στην Αριστερά. Μαζί του ήμουν στο Ζάππειο όταν είδα να σωριάζεται νεκρός λίγο παρακεί ο Μαλτέζος. Απεχώρησα.Οσο για το βασιλο, δεν επιθυμώ την επάνοδο του Κωνσταντίνου,μα θέλω να του φέρονται ανθρωπινά,να μη χλευάζεται.Δικαιούται να έχει τους τάφους και τους νεκρούς του,το σπίτι του.Και επειδή θα με ρωτήσεις,όχι,δεν ήμουν προσκεκλημένη στον γάμο του γιου του.Τα εγγόνια μου με θεωρούν υπερσυντηρητική. Πατριωτικά σκέφτομαι κυρίως» λέει.
της ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΜΗ
Σχόλια για αυτό το άρθρο