Το Κουφονήσι ή Λεύκη βρίσκεται στο Λιβυκό Πέλαγος, νότια του Νομού Λασιθίου. Το νησί δεν κατοικείται σήμερα, αλλά είναι γεμάτο από ερείπια ανθρώπινης δραστηριότητας που αρχίζει από τους Πρωτομινωικούς χρόνους και φθάνουν μέχρι τα μεταβυζαντινά χρόνια. Οι ντόπιοι αρέσκονται να αποκαλούν το Κουφονήσι τους ως την Δήλο της Κρήτης, λόγω των σημαντικών αρχαιοτήτων που έχουν βρεθεί.
Γεωγραφία
Το Κουφονήσι είναι ένα μικρό νησί του Λιβυκού πελάγους, 3.5 μίλα νότια του Ακρωτηρίου Γούδουρα και 10 μίλια νοτιοανατολικά του Μακρύγιαλου. Το νησί έχει μήκος περίπου 6km, 5.5 km πλάτος και καταλαμβάνει έκταση 5.25 km². Το Κουφονήσι είναι το μεγαλύτερο νησί ενός συμπλέγματος 5 νησιών: Κουφονήσι, Μακρουλό, Στρογγυλό, Τράχηλα και Μάρμαρα.
Η στενή αλλά συχνά ταραγμένη λουρίδα της θάλασσας που χωρίζει τα νησιά από την απέναντι ξηρά δεν απότέλεσε εμπόδιο για τη διαρκή παρουσία του ανθρώπου σε αυτά, κατά την αρχαιότητα.
Στο νησάκι υπάρχουν πολύ ωραίες αμμουδερές παραλίες και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με λεπτή άμμο και το τοπίο δεν διαφέρει πολύ από μια αφρικανική έρημο. Ο Επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την ομορφιά των λευκών πετρωμάτων δίπλα στο απέραντο γαλάζιο του Λυβικού Πελάγους και να απολαύσει την ηρεμία της φύσης κολυμπώντας στα γαλαζοπράσινα νερά του. Οι εναλλαγές του τοπίου διατηρούν σε εγρήγορση το μάτι, μεταφέροντας το βλέμμα από τις απότομες βραχώδεις ακτογραμμές, στις σπηλαιώσεις των λευκοκίτρινων μαργών και τις αένα μεταβαλλόμενες αμμοθίνες.
Ονομασία
Το Αρχαίο όνομα “Λεύκη”, όπως το αναφέρει ο Πλίνιος, απόδίδεται στην λευκή ανταύγεια των ασβεστόλιθων και της μάργας στο φώς του ήλιου. Αντίθετα, το σημερινό όνομα, Κουφονήσι, λέγεται ότι οφείλεται στα πολλά κοιλώματα και τις σπηλιές που έχουν δημιουργηθεί από την θάλασσα και τη βροχή, σμιλεύοντας τα μαλακά πετρώματα. Η πιο ισχυρή εκδοχή όμως θέλει το όνομα να έρχεται από τα πολλά “κουφά” στο νησί, δηλαδή τα ποντίκια.
Χλωρίδα
Η βλάστηση που επικρατεί είναι χαμηλή, θαμνώδης και στεπική με σπάνια είδη για τον ελληνικό και κρητικό χώρο. Χαρακτηριστικό είναι το ηλιάνθεμο (Helianfhemmum stipulalum), το Lygeum spartum (αγρωστώδες της βορείου Αφρικής) το Austragalus peregrinus (χαρακτηριστικό της νότιας μεσογείου) και το σπάνιο Erodium classifolium που βρίσκεται στο βορειότερο σημείο εξάπλωσής του. Επίσης στο νησί υπάρχουν μερικά αλμυρίκια κοντά στις παραλίες.
Πανίδα
Τα Κουφονήσια είναι πολύ σημαντικός τόπος ξεκούρασης και διατροφής για δεκάδες είδη μεταναστευτικών πουλιών. Από τα αναπαραγόμενα είδη πέρα απο τον κοινό ασημόγλαρο (Larus cacchinans), ξεχωρίζουν τα θαλασσοπούλια όπως ο αρτέμης (Calonectris diomedea), ο μύχος (Puffinus yelkouan) o θαλασσοκόρακας (phalacrocorax aristotelis desmarestii), άλλα αρπακτικά όπως η αετογερακίνα (Buteo rufinus), ο πετρίτης (Falco peregrinus) και ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae).
Από τα υπόλοιπα ζώα η αιγαιοσαύρα (Podarcis erhardi cretensis) είναι αυτή που ξεχωρίζει και λιάζεται πάνω στα λευκά πετρώματα ενώ η μεσογειακή φώκια (Monachus – monachus) κάνει σπάνια την εμφάνισή της στις θαλασσινές σπηλιές.
Ιστορία
Το Κουφονήσι απότέλεσε οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο από τους Μινωϊκούς μέχρι και τους Ελληνορωμαϊκούς χρόνους και έρεισμα όλων των μεγάλων πόλεων της περιοχής. Όπως εξιστορείται και στην επιγραφή της «Διαιτησίας των Μαγνήτων» που σήμερα είναι εντοιχισμένη στην πρόσοψη του καθολικού της Μονής Τοπλού, υπήρχαν για οριακές διαφορές μεταξύ Ιτάνου και Ιεράπετρας και μια από τις βασικότερες ήταν η διεκδίκηση από την Ιεράπυτνα του νησιού Λεύκη. Η διαιτησία του 132 μΧ αναφέρει ότι η Λεύκη αποδόθηκε στην Ίτανο, η οποία την κατείχε και προγονικά.
Η πορφύρα
Η ιστορία των νησιών συνδέεται άρρηκτα με την αλιεία σπόγγων και επεξεργασίας της πορφύρας, του γαστερόποδου (Murex brandaris) από το οποίο έβγαζαν το ομώνυμο χρώμα των αρχαίων και των βυζαντινών. Όπως μας λένε οι Αριστοτέλης και ο Πλίνιος, τα όστρακα μαζευόταν ζωντανά την αρχή του φθινοπώρου ή το χειμώνα και τα συντηρούσαν σε κούρτους ώσπου να μαζευτούν πάρα πολλά, γιατί κάθε ένα κοχύλι έδινε μόνο μια σταγόνα βαφής. Μετά κοπανούσαν τα μικρότερα σε πέτρες και τα μεγαλύτερα τα τρυπούσαν και έβγαζαν από το λαιμό του μαλακίου ένα μικρό αδένα που ονομαζόταν «άνθος». Έπειτα έβαζαν στην άλμη το γαλακτώδες υγρό, πρόσθεταν λίγο ξύδι, το άφηναν σε δοχείο στον ήλιο και σιγά – σιγά το χρώμα από κίτρινο γινόταν κατακόκκινο που το αραίωναν ή το συμπύκνωναν με βράσιμο. Η βαφή αυτή, η πορφύρα, πουλιόταν την εποχή εκείνη όσο ζύγιζε σε ασήμι. Αν σ’ αυτήν προσέθεταν άνθη υακίνθου το χρώμα ήταν βιολετί, αλλά εθεωρείτο κατωτέρας ποιότητας.
Το θέατρο
Το 1976 άρχισαν στο νησί ανασκαφές, οι οποίες έφεραν εκπληκτικά ευρήματα στο φως. Στην βορειοδυτική άκρη του νησιού, απέναντι από το νησάκι Μάρμαρα, και σε μικρή απόσταση απο την παραλία, οι ανασκαφές έφεραν σε φως ένα θαυμάσια διατηρημένο λίθινο θέατρο του οποίου το κοίλο ήταν κατεστραμμένο μόνο στην δυτική πλευρά ενώ και μεγάλο τμήμα των ειδωλίων του κέντρου έχει τελείως εξαφανιστεί. Το κοίλο έχει δώδεκα σειρές ειδωλίων και η μεγίστη χορδή του έχει μήκος 34 μ. Η απόσταση του δωδεκάτου ειδωλίου από το δάπεδο της ορχήστρας φθάνει περίπου τα 6 μ. Υπολογίζεται πως το κοίλο χωρούσε περίπου 1000 άτομα.
Η ορχήστρα, σχεδόν ημικύκλιο, ήταν ντυμένη με πήλινες πλάκες. Το σκηνικό οικοδόμημα, τελείως κατεστραμένο στο δυτικό του τμήμα θα πρέπει να έφθανε σε μήκος τα 20 μ, ενώ το πλάτος του είναι περίπου 9 μ. Μπορεί να δει κανείς το ανατολικό παρασκήνιο, το λογείο, το υποσκήνιο καθώς και την ανατολική πάροδο που ήταν στεγασμένη με θόλο. Το θέατρο είχε πλούσια διακόσμηση που λεηλατήθηκε. Το θέατρο καταστράφηκε με αγριότητα και πυρπολήθηκε στο τέλος του 4ου αιώνα.
Ο οικισμός
Στα νότια του θεάτρου, αλλά ιδίως στα ανατολικά, βρέθηκε ένας οικισμός που φαίνεται ότι καταστράφηκε και λεηλατήθηκε, όπως και το θέατρο. Οι ανασκαφές εκεί έφεραν στο φως ένα μεγάλο σπίτι – έπαυλη από το οποίο σώζονται οκτώ πλήρη δωμάτια στα οποία εισέρχεται κανείς από μικρό, αλλά επιβλητικό πρόπυλο που «κοιτά» στο δρόμο που οδηγούσε στην ανατολική πάροδο του θεάτρου. Στο σπίτι αυτό βρέθηκαν τα μαγειρεία του καθώς και το απαραίτητο οικιακό εργαστήρι για την κατεργασία της πορφύρας και τα δυο επίσημα δωμάτια για τους ξένους που ήταν στρωμένα με ψηφίδες άσπρες και μαύρες που σχημάτιζαν γεωμετρικά σχέδια μέσα σε πλαίσια, όπως ρόμβους και σταυροειδή κοσμήματα. Στον κυρίως οικισμό ανακαλύφθηκε ένα άλλο μεγάλο σπίτι με 16 δωμάτια. Τα ευρήματα και η χρήση των χώρων δεν αφήνουν αμφιβολία ότι και αυτό είναι ένα τυπικό σπίτι αλιέων πορφύρας.
Τα λουτρά
Το σημαντικότερο οικοδόμημα του συνοικισμού – μετά το θέατρο – είναι το επιβλητικό κτήριο των Δημόσιων Λουτρών (Bali neae) το οποίο ήταν σε χρήση από τον 1ο έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Είναι γνωστή η παθολογική αγάπη που έτρεφαν οι Ρωμαίοι στα δημόσια λουτρά συνδυάζοντας τη σωματική καθαριότητα με τη γύμναση και τη συζήτηση. Τα Λουτρά ήταν απαραίτητο οικοδόμημα όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στους συνοικισμούς. Στα πλουσιόσπιτα υπήρχε ξεχωριστός χώρος, μικρογραφία των δημόσιων λουτρών (Balinea), ενώ γνωστή είναι η πολυτέλεια των αυτοκρατορικών λουτρών (Θέρμαι).
Το λουτρικό συγκρότημα του Κουφονησίου περιλαμβάνει όλους τους χώρους οι οποίοι σύμφωνα με το τυπικό των Λουτρών ήταν σε χρήση σε ένα τέτοιο κτίριο: Γύρω από ένα κήπο, για την ξεκούραση των πελατών και επισκεπτών εκτείνονται τα δωμάτια όπως, το κεντρικό λεβητοστάσιο – του οποίου οι τοίχοι σώζονται σε ύψος 4 μέτρων-, δύο υπόκαυστα – ίσως για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά – λουτρώνες γία εφίδρωση, χλιαρό, ζεστό και κρύο λουτρό και αποδυτήρια. Σε ορισμένα δωμάτια η πολυτέλεια είναι ακόμα και σήμερα εμφανής καθώς διατηρούνται τμήματα από μαρμάρινη επένδυση του πατώματος και των τοίχων. Εντυπωσιακή είναι η σειρά μεγάλων θολωτών δεξαμενών που με κτιστούς αγωγούς έφερναν το νερό από πηγές στα βόρεια του ναού στην πολιτεία που βρίσκεται στην άλλη άκρη του νησιού.
Ο Ναός
Ακόμα στο νότιο τμήμα του νησιού βρέθηκε ένας ναός ο οποίος δυστυχώς έχει υποστεί εξοντωτική λεηλασία από τη λατόμευσή του (το 1920) για να κατασκευασθεί ένα τεράστιος φάρος σε απόσταση μόνο 5 μέτρων από την ανατολική στενή πλευρά του ναού, που ήταν η είσοδός του, αν και στη βόρεια μακριά πλευρά βρέθηκε και άλλη κλιμακωτή είσοδος. Οι διαστάσεις του ναού είναι 18×15,7 μ., έχει κρηπίδωμα, ενώ δίπλα στη βορειοδυτική γωνία του βρέθηκαν τα δυο μεγάλα κομμάτια από το κολοσσιαίο λατρευτικό άγαλμα του ναού που παρίστανε θεότητα καθιστή σε θρόνο τύπου κυβόλιθου. Τα δυο κομμάτια που σώζονται είναι: ένας κυβόλιθος με το αριστερό τμήμα της λεκάνης και το άλλο το δεξιό πόδι από το πτυχωτό ένδυμα της μέσης μέχρι τον αστράγαλο. Δυστυχώς είναι πολύ καταστραμμένο αλλά φαίνεται ότι ανήκει στην Ελληνιστική εποχή. Το συνολικό του ύψος θα ξεπερνούσε τα 2,50 μ. Πάνω του διάφοροι επισκέπτες -ναυτικοί κυρίως- έχουν χαράξει το όνομά τους και τις χρονολογίες μια από τις οποίες είναι το 1630.
Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά μάλλον είναι αλήθεια ότι τα κομμάτια από μάρμαρο που φαίνονται ανάμεσα στο οικοδομικό υλικό του διπλανού κτιρίου του φάρου (το οποίο βομβαρδίστηκε το 1944) προέρχονται από το υπόλοιπο σώμα του αγάλματος που οι εργάτες του φάρου κομμάτιασαν για να χρησιμοποιήσουν για «σφήνες» στις πέτρες και τους τεράστιους συμμετρικούς λίθους, που κι αυτοί «ξεριζώθηκαν» από το ναό. Σήμερα μόνο οι αναβαθμοί και το εσωτερικό γέμισμα του ναού σώζονται, ενώ τό δάπεδο έχει καταστραφεί εντελώς.
Ωστόσο, ακόμη πιο πρόσφατα, ένας μεταλλικός αυτόματος φάρος τοποθετήθηκε στο δάπεδο του ναού εκεί που ίσως κάποτε φάνταζε επιβλητικό το κολοσσικό άγαλμα της Θεάς ή του Θεού που λάτρευαν οι κάτοικοι της Λεύκης. Ο φάρος αυτός απομακρύνθηκε αργότερα.
Read more: http://www.cretanbeaches.com/hrisimes-plir%CE%BFf%CE%BFries/nisides/koufonissi-nisi/#ixzz3AdzgH9yz
Σχόλια για αυτό το άρθρο