Χάλασε η περίφημη ακουστική των αρχαίων ελληνικών θεάτρων; Έγιναν πιο αδύναμες οι φωνές των ηθοποιών; Μήπως το κοινό είναι σήμερα πιο θορυβώδες; Γιατί τείνει να γίνει καθεστώς η χρήση μικροφωνικών εγκαταστάσεων “μπουζουκιών” στην Επίδαυρο; Μήπως ήρθε η ώρα να θέσουμε κάποιες ελάχιστες συνθήκες για τις παραστάσεις αρχαίου δράματος;
Η κατά Χουβαρδά «Ορέστεια», εκτός από τα πολύ ενδιαφέροντα επιμέρους στοιχεία της, έδωσε την ευκαιρία στους φίλους του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου να ακούσουν πραγματικές φωνές ηθοποιών. Η μικροφωνική εγκατάσταση χρησιμοποιήθηκε μόνο για τη μουσική, τα ηχητικά εφέ και ορισμένα σημεία της παράστασης, που οι ηθοποιοί βρίσκονταν εντός του “παλατιού” ή στις κερκίδες του θεάτρου, δηλαδή σε μικρά διαστήματα που ήταν απολύτως απαραίτητη η χρήση της. Έτσι οι θεατές είχαμε τη χαρά να ακούσουμε χωρίς τη «μεσολάβηση» της τεχνολογίας, τον όγκο και τη χροιά των φωνών των Μαρκουλάκη, Καραμπέτη, Κουρή, Γουλιώτη, Ψαρρά κ.α.. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη (Φύλακας), τον οποίο ο σκηνοθέτης τοποθέτησε πάνω στην κατασκευή του σκηνικού (δηλαδή στο σημείο που είχε προβλεφθεί από τους κατασκευαστές του θεάτρου τον 4ο αιώνα π.Χ. να διαδραματίζονται τα έργα), η φωνή δόνησε τις κερκίδες…
Τα ντεσιμπέλ και ο πολιτισμός
Η ψυχολογία της συμπεριφοράς λέει ότι για να σε προσέξει κάποιος πρέπει να μιλάς χαμηλόφωνα. Όταν μιλάς δυνατά, ενεργοποιείς αυτόματα στον ακροατή έναν αμυντικό μηχανισμό που μετατρέπει τους ήχους σε «φασαρία». Εκλαμβάνει δηλαδή τη δυνατή φωνή ως «ηχητική επίθεση», την οποία δεν αντιμετωπίζει αναλυτικά (δεν δίνει προσοχή στα στοιχεία της) αλλά «διαβάζει» μόνο την ένταση και το γενικό της περίγραμμα.
Ο κανόνας έχει εφαρμογή και στις πολιτισμικές εκδηλώσεις. Η υψηλή ένταση του ήχου είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για να αποστερήσεις από το κοινό τη δυνατότητα της κριτικής σκέψης.
Για παράδειγμα, από ένα σύγχρονο πανηγύρι με μικροφωνικές εγκαταστάσεις ή ένα νυχτερινό κέντρο τύπου «Κιάμος», είναι βέβαιο ότι θα φύγεις με βουητό στα αυτιά, αφού οι συντελεστές έχουν επενδύσει στη φασαρία, ώστε να καλυφθούν οι ερμηνευτικές ατέλειες ή η αληθινή αξία της καλλιτεχνικής τους πρότασης. Οι θαμώνες μπορεί μεν να σχηματίσουν τη γενική εικόνα ότι διασκέδασαν «στο πανηγύρι» ή «στον Κιάμο», αλλά στην πραγματικότητα έχουν διασκεδάσει με την ατμόσφαιρα, το ποτό, την παρέα, ίσως κάποιο φλερτ και πάντως όχι με το ίδιο το πολιτισμικό δρώμενο, που έχει περάσει στο μυαλό του ως απλό «φόντο» του χρόνου που πέρασαν στο πανηγύρι / κέντρο διασκέδασης.
Δεν είναι κατακριτέες τέτοιες μορφές διασκέδασης, απλά είναι χρήσιμο να διαχωρίζονται οι καλλιτεχνικές προτάσεις από τη θορυβώδη «μουσική υπόκρουση» στιγμών ανθρώπινης εκτόνωσης και χαλάρωσης.
Οι περισσότεροι σκηνοθέτες που παρουσιάζουν παραστάσεις στην Επίδαυρο τα τελευταία χρόνια, αντί να προσανατολίσουν το κοινό στο σεβασμό του χώρου και της δουλειά τους, προτίμησαν να υιοθετήσουν τις τεχνικές «Κιάμου». Έτσι από τον «Πλούτο» του Κιμούλη έφευγες με ένα θόρυβο στα αυτιά και το γενικό σούσουρο των θεατών «κοίτα πως τα λέει ο μπαγάσας…». Η ένταση των ηχείων ήταν τόσο δυνατή (και κακής ποιότητας στην παράσταση του Σαββάτου), που προκαλούσε τους θεατές να θορυβήσουν εξίσου, ή ακόμα και πιο μεγαλόφωνα.
Προφανώς σε μία διασκευή (έστω, εκ θεμελίων) αρχαίας κωμωδίας, είναι θεμιτό να επιδιώκεις το γέλιο του κοινού, αλλά αν στοχεύεις μόνο σε αυτό, γιατί να το κάνεις από Αρχαίο Θέατρο; Υπάρχουν πλέον πάρα πολλοί χώροι στην Ελλάδα που μπορούν να φιλοξενήσουν προτάσεις διασκέδασης.
Γιατί να μην κρατήσουμε την Επίδαυρο μόνο για καλλιτεχνικές επιλογές υψηλής αισθητικής, ταλέντου και γούστου;
Το Αρχαίο Θέατρο απαιτεί δυνατές φωνές, αλλά στο μέτρο του ανθρώπου και όχι των τεχνολογικών μεγεθύνσεων. Από την κατασκευή του, δίνει τη δυνατότητα στον ηθοποιό, που έχει το φυσικό ταλέντο και την κατάλληλη προεργασία, να ακουστεί μέχρι την πιο ψηλή κερκίδα.
Είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί έχουν ένα μεγάλο μειονέκτημα σε σχέση με τους Αρχαίους και αυτό είναι η έλλειψη σκηνής. Μπορεί από το ελληνιστικό θέατρο της Επιδαύρου να έχει διασωθεί θαυμάσια το κοίλον και η ορχήστρα, δεν έχει σωθεί όμως η σκηνή και επομένως δεν μπορεί να υπάρχει η αντήχηση που είχαν οι παραστάσεις της αρχαιότητας.
Η σκηνή ήταν το κτίσμα (συνήθως διώροφο) μέσα στο οποίο συντελούνταν όλες οι προετοιμασίες της παράστασης και ταυτόχρονα ήταν το φόντο μπροστά από το οποίο διαδραματίζονταν η θεατρική δράση. Βρίσκονταν στην νοητή εφαπτομένη γραμμή του κύκλου της ορχήστρας, ακριβώς αντικριστά με το κοίλον. Στην πραγματικότητα «σφράγιζε» ηχητικά το χώρο, δημιουργώντας ένα φυσικό ηχείο.
Ελάχιστα στοιχεία κτιρίων σκηνής, κυρίως στοιχεία θεμελίωσης, έχουν διασωθεί έως τις μέρες μας, με αποτέλεσμα τα αρχαία θέατρα να έχουν τον κύκλο της ορχήστρας ανοιχτό προς τα πίσω, χωρίς πλάτη. Το γεγονός αυτό έχει αλλοιώσει τη μορφή των παραστάσεων. Η θέση του ηθοποιού στο πίσω μέρος της ορχήστρας, κοντά στο κτίριο της σκηνής, που τον βοηθούσε με πρόσθετες ανακλάσεις του ήχου, έχει χαθεί. Ο ηθοποιός πλησιάζει τους θεατές, στο άκρο της ορχήστρας, σε μια προσπάθεια να ακουστεί και να φανεί καλύτερα, αλλά όσο πιο κοντά πάει στους θεατές, τόσο πιο… λίγοι τον ακούν!
Αν και τα σκηνικά (στη θέση της σκηνής) βοηθούν στην καλύτερη ακουστική, η τοποθέτηση κτιρίου σκηνής θα βελτίωνε τις συνθήκες φυσικής ακουστικής. Οι ηθοποιοί τότε θα κινούνταν στο βάθος της ορχήστρας, έχοντας ως όπλο την ανάκλαση της φωνής τους από την ορχήστρα και την διπλή ανάκλαση από τη σκηνή. Δείτε τα σχέδια τομής του θεάτρου:
Προφανώς μία τέτοια επιλογή θα δυσαρεστούσε όσους θεατές αρέσκονται στις λεγόμενες θέσεις «vip» (χαμηλά και στο κέντρο), αλλά θα ευνοούσε το σύνολο των θεατών του αρχαίου θεάτρου να απολαύσει ακέραιο και ατόφιο τον λόγο του δράματος μέσα από φωνές που δεν θα χρειάζονταν τη «μεσολάβηση» της τεχνολογίας.
Ίσως τότε να ήταν και αυτονόητος ο διαχωρισμός των ηθοποιών που είναι κατάλληλοι για την Επίδαυρο και εκείνων που μπορούν να συνεχίσουν την πορεία τους σε μικρές και μεγάλες σκηνές που μεγεθύνουν ταλέντα και ικανότητες χάρη σε μανιέρες και ευκολίες της τεχνολογίας…
Σχόλια για αυτό το άρθρο