Κάθε φορά που παρακολουθώ έργο του Λόρκα, σκέφτομαι με πόση ευαισθησία περιγράφει τα πάθη των ηρώων του, όπως τους γνωρίζει στις Ανδαλουσιανές περιοχές του ποταμού Γκουανταλκιβίρ, δίνοντάς τους, πανανθρώπινο και διαχρονικό χαρακτήρα. Στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, ο Λόρκα επαναστατεί λυρικά, συνταράσσει τις ψυχές και απενοχοποιεί τον έρωτα, ταρακουνώντας συθέμελα τον ομηρικό οίκο της Μπερνάρντα. Ως δραματουργός, εμπνέεται από τον απαγορευμένο έρωτα που ματώνει όποιον προσπαθεί να τον εμποδίσει, αφήνοντας ένα μαύρο πέπλο να τον σκεπάζει. Το δραματικό τέλος που έχουν οι ήρωές του είναι αποτέλεσμα των ανθρώπινων αδυναμιών που, στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τις κοινωνικές συμβάσεις, προσκρούουν πάνω σε αυτές, προκαλώντας μοιραία το θάνατο. Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, όπως και ο Ματωμένος Γάμος, αποτελούν έργα που υμνούν την υπερβατική δύναμη του Έρωτα, ο οποίος τυφλώνει τους ήρωες, στοιχειώνει τους επικείμενους γάμους, που “βάφονται κόκκινοι”, στιγματίζοντας οικογένειες που διαλύονται από το πέρασμά του.
Στην θέαση του έργου της Μπερνάρντα Άλμπα, γίνεσαι κοινωνός μιας ποιητικά δοσμένης ιστορίας, τοποθετημένης στο χωροχρόνο της προεμφυλιακής Ισπανίας του 1936, που λειτουργεί προειδοποιητικά για τον επερχόμενο αλληλοσπαραγμό και για την κατάρρευση μιας στιλιζαρισμένης συντηρητικά δομημένης κοινωνίας, που προκαλεί το ασφυκτικό πνίξιμο, καταπιέζοντας τις ανθρώπινες ανάγκες και επιβάλλοντας τον τυπικό και ακραίο καθωσπρεπισμό. Μέσα από το έργο, τη μετάφραση του οποίου απέδωσε εντέχνως η Μαρία Σκαφτούρα, προσδίδοντας ένα σύγχρονο και ελαφρώς κωμικό χαρακτήρα στην παράσταση, προβάλλεται η ζωή των μελών της οικογένειας της Μπερνάρντα Άλμπα, ξεδιπλώνονται οι αλμοδοβαρικοί χαρακτήρες και οι αμυντικοί μηχανισμοί τους, ενώ ξεκλειδώνονται φυλακισμένα συναισθήματα και πάθη, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο θανάσιμο τέλος.
Η κλασσικότητα των έργων του Λόρκα είναι δίκοπο μαχαίρι για αυτόν που επιλέγει να τα ανεβάσει και να τα σκηνοθετήσει, καθώς μπορεί να ματώσει όποιον την παραγκωνίσει και την παραφράσει. Ευτυχώς ο Ένκε Φεζολλάρι, ξέφυγε από το σκηνοθετικό αιματοκύλισμα, καταφέρνοντας να συγκεράσει επιτυχώς την ισπανική κουλτούρα του Λόρκα, με το σύγχρονο σκηνοθετικό του προφίλ. Ο Φεζολλάρι, αξιοποιώντας στο έπακρο τον καλλιτεχνικό χώρο στο Βρυσάκι, ανέδειξε σκηνικά τόσο την ψυχοσύνθεση της επιβλητικής και αυταρχικής μητέρας τους, που μένοντας πιστή στις παραδόσεις, “εκρήγνυται” σε κάθε ατόπημα-αντίδραση των κοριτσιών της, όσο και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των κοριτσιών από τον αχαλίνωτο παραλογισμό της ενδοοικογενειακής κατάστασης που βιώνουν. Με τη λιτή σκηνική προσέγγιση του έργου, που ακολούθησε ο Φεζολλάρι, έδωσε προβάδισμα στο λόγο και στις κινήσεις, που άλλοτε γίνονταν πιο κωμικές και άλλοτε πιο δραματικές, αναδεικνύοντας την πολλαπλή ταυτότητα των χαρακτήρων.
Η Ιωάννα Μαυρέα δεν υποδύεται απλώς την Μπερνάρντα Άλμπα αλλά γίνεται η Μπερνάρντα Άλμπα, αποτελώντας την ιδανικότερη επιλογή για το ρόλο. Κι αν και μοιάζει ερμηνευτικά και κάπως εμφανισιακά, με την Αγκάθα Τράντσμπαλ (Παμ Φέρις) από την ταινία Ματίλντα, δεν γίνεται καρικατούρα ενώ διατηρεί μια ισορροπία ανάμεσα στη δραματική και την κωμική πλευρά του ακραίου και αυστηρού ρόλου της. Το βάθος της ερμηνευτικής προσέγγισης του ρόλου της, μπορεί να το δεις και να το νιώσεις, ειδικά αν κάθεσαι και στην πρώτη σειρά, στη δραματική κορύφωση της τελευταίας σκηνής.
Η Μαρία Σκαφτούρα, “κρατάει” καλά και σταθερά το ρόλο της Πόνθια, που τον έχει φέρει στα μέτρα της, προσαρμόζοντάς τον ανάλογα με τις σκηνικές περιστάσεις. Στους ρόλους των κοριτσιών της Μπερνάρντα Άλμπα, βρίσκονται: η Δήμητρα Κόλλα που, ως Ανγκούστιας, έχει καταφέρει να ενσωματώσει την κατεξοχήν κωμική της πλευρά με το δραματικό του ρόλου, η Χριστίνα Χειλά που, ως Αδέλα, διακρίνεται για το πάθος και τον δυναμισμό της ερμηνεία της, η Βίκυ Παπαδοπούλου που, ως Μαρτίριο, εντυπωσιάζει με την κλιμακούμενη ερμηνευτική της προσέγγιση και η Αγάπη Παπαθανασιάδου ως Μαγκνταλένα και η Ξανθή Κρανίδη ως Αμέλια, που είναι εξίσου καλές, συμπληρώνοντας το αρμονικό σύνολο, από το οποίο γίνεται ορατό ότι ξεχωρίζουν ατομικές ερμηνείες που κάνουν την υπέρβαση. Η Φρύνη Θετάκη ως το υπηρετικό προσωπικό, ακολουθεί ερμηνευτικά τον αντίστοιχο χαρακτήρα της commedia dell’ arte που της πηγαίνει πολύ και τέλος η Βέφη Ρέδη σε ένα κόντρα ρόλο ως γιαγιά Μαρία Χοσέφα, αφήνει το δικό της στίγμα, μιλώντας ακατανόητα ισπανικά.
Εν κατακλείδι, μπήκα για τα καλά μέσα στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα και δεν ένιωσα να είμαι απλά θεατής του έργου αλλά κομμάτι αυτού και μέσα σε μιάμιση ώρα, συναισθάνθηκα όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων. Το γεγονός ότι εγκλιματίστηκα στην ανδαλουσιανή ιστορία του Λόρκα και έγινα συμμέτοχος των όσων εκτυλίχθηκαν στο Σπίτι, αποτελεί δείγμα μιας καλοστημένης και προσεγμένης παράστασης (σε αυτό συνέβαλλε και η επιλογή του χώρου δράσης) που δεν έχει δεχθεί εκπτώσεις στην παραγωγή της.
Σχόλια για αυτό το άρθρο