Στις 25 Μαΐου του 2007, σε ηλικία 82 χρόνων, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται πλήρως από την ηθοποιία: «Αρχίζεις να χάνεις τη μνήμη σου, αρχίζεις να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζεις να χάνεις την εφευρετικότητά σου. Οπότε νομίζω πως αυτό είναι πια ένα κλεισμένο βιβλίο για μένα», είπε. Τον Ιούνιο του 2008 διαδόθηκε ότι διαγνώστηκε με καρκίνο των πνευμόνων. Οι φωτογραφίες του που υπάρχουν από την εποχή αυτή τον εμφανίζουν, ισχνό και αποδυναμωμένο. Πέθανε στη φάρμα του, κοντά στο Γουέστπορτ του Κονέκτικατ, στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Ο Paul Newman όμως παραμένει στις καρδιές μας ως ένας προικισμένος Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης, και από τους ωραιότερους άντρες που έχουν περάσει από το σινεμά.
Ο Paul Leonard Newman γεννήθηκε στο Σέικερ Χάιτς, στην πολιτεία Οχάιο. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια Σλοβάκων καθολικών, από το πάλαι ποτέ Βασίλειο της Ουγγαρίας. Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό του Εβραίο, υποστηρίζοντας πως αποτελεί την «μεγαλύτερη πρόκληση» της ζωής του.
Ο Newman συμμετέχοντας σε θεατρικές παραστάσεις του σχολείου, έδειξε ένα πρώιμο ενδιαφέρον για το θέατρο, στο οποίο τον ενθάρρυνε η μητέρα του. Όταν αποφοίτησε από το λύκειο το 1943, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο σπουδάζοντας οικονομικά. Υπηρέτησε στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό και μετά τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κολλέγιο Κένυον, αποφοιτώντας το 1949. Αργότερα σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Yale και συνέχισε υπό την εποπτεία του Lee Strasberg στο Actor’s Studio της Νέας Υόρκης, που ήταν η πιο απαιτητική σχολή ηθοποιών του κόσμου.
Έκανε το ντεμπούτο του σε θέατρο του Broadway στην αυθεντική παραγωγή του έργου «Picnic», και κατόπιν συμμετείχε στο ανέβασμα των παραστάσεων «The Desperate Hours» και «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με την Geraldine Page. Αργότερα πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική εκδοχή του ίδιου έργου και πάλι με την Page. Ήταν ένας από τους λίγους ηθοποιούς που έκαναν με επιτυχία τη μετάβαση από το σινεμά της δεκαετίας του ’50 σε αυτό των δεκαετιών ΄60 και ’70. Η επαναστατική του περσόνα είχε πέραση στην επόμενη γενιά. Πρωταγωνίστησε σε μεγάλες ταινίες με αποκορύφωμα την συνεργασία του δύο φορές, με τον Robert Redford και το σκηνοθέτη George Roy Hill, για τις δυο υπερεπιτυχημένες ταινίες Οι δύο ληστές (1969) και Το Κεντρί (1973).
Η τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο ρόλο του αφεντικού μιας οργάνωσης παρανόμων στην ταινία «Ο Δρόμος της Απώλειας». Είχε παντρευτεί δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την Τζάκι Γουίτε, όπου απέκτησαν ένα γιο, τον Σκοτ, και δύο κόρες, την Σούζαν Κένταλ και την Στέφανι. Ο Σκοτ Νιούμαν πέθανε το Νοέμβρη του 1978 από υπερβολική χρήση ναρκωτικών. Ο πόνος του ήταν μεγάλος και παρ’ ολίγον να πέσει σε κατάθλιψη. Ίδρυσε ένα κέντρο πρόληψης που φέρει το όνομα του γιου του, σαν ελάχιστο δείγμα στην μνήμη του παιδιού του. Ο δεύτερος γάμος του Νιούμαν έγινε με τη Joan Woodward στις 29 Ιανουαρίου 1958 και απέκτησαν τρεις κόρες: την Έλινορ “Νελ” Τερέζα, τη Μελίσα “Λίσυ” Στούαρτ και την Κλαιρ “Κλέα” Ολίβια.
Παρά το γεγονός ότι έγινε ίνδαλμα πολύ σύντομα και απέκτησε status μεγάλου star, ο Newman ήταν γνωστός για την αμφιταλάντευσή του σχετικά με τη ζωή στο Hollywood. Τα πρώτα βήματά του συγκρίνονταν με αυτά του Marlon Brand, τον οποίο και δεν συμπαθούσε. Επιπλέον, είχε την αξιοσημείωτη – για αστέρα του κινηματογράφου- μονογαμική στάση και έδειξε αφοσίωση στη σύζυγο και τα παιδιά του.
Ένα από τα μεγαλύτερα χόμπι του ήταν τα ράλι. Έδειξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τους αγώνες αυτοκινήτων ενώ έκανε προπόνηση και πραγματοποιούσε γυρίσματα για την ταινία το 1969, «Ο Νικητής». Ο πρώτος επαγγελματικός αγώνας στον οποίο συμμετείχε ήταν το 1972, στο Τόμσον του Κονέκτικατ. Το 1979 έκανε τις 24 ώρες του Λε Μαν, όπου τερμάτισε δεύτερος με μια Πόρσε 935. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδηγούσε κυρίως αυτοκίνητα της Nissan. Το όνομά του συνδέθηκε ιδιαίτερα με την εταιρία κατά τη δεκαετία του 80, και εμφανίστηκε και διαφημίσεις αυτοκινήτων της. Στην ηλικία των 70, έγινε ο γηραιότερος οδηγός που αποτέλεσε μέλος νικηφόρας ομάδας.
Κατά τη διάρκεια της 50χρονης καριέρας του, είχε συμμετάσχει σε πάνω από πενήντα κινηματογραφικές ταινίες, είχε συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Χίτσκοκ, ο Σκορσέζε και ο Ρόμπερτ Άλτμαν, ενώ είχε προταθεί 10 φορές για βραβείο Oscar, είχε κερδίσει ένα για το ρόλο του στο The Color of Money και δύο τιμητικά για τη συνολική του προσφορά.
Είχε κερδίσει πολυάριθμα βραβεία για το έργο του, ανάμεσα στα οποία ένα Oscar Α΄αντρικού ρόλου, (επίσης 2 τιμητικά και 9 υποψηφιότητες), 6 Χρυσές Σφαίρες, ένα βραβείο SAG, ένα BAFTA και ένα Emmy. Είχε επίσης βραβευτεί για την ερμηνεία του στην ταινία «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (1958) στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ έχει λάβει τον Ασημένιο Λέοντα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία «Δεν είμαι κορόιδο κανενός» (1994).
Νίκος Μουρατίδης
www.nikosonline.gr
Όταν τον ρώτησαν αν έχει απατήσει την γυναίκα του, απάντησε: «Έχω στο σπίτι φιλέτο, και θα πάω έξω για χάμπουργκερ;»
Σχόλια για αυτό το άρθρο