Tον πήρα τηλέφωνο.”Κύριε Ταχτσή γεια σας, λέγομαι Γιώργος Παυριανός και θέλω την άδειά σας για να κάνω το Τρίτο Στεφάνι στο ραδιόφωνο, στο Τρίτο Πρόγραμμα” του λέω με μια ανάσα “Μπορείτε να με πάρετε σε λίγο γιατί τώρα μεταφράζω ένα χορικό από τη Λυσιστράτη;” με διακόπτει και μου κλείνει το τηλέφωνο. Τον ξαναπήρα, με ρώτησε τρεις φορές το όνομά μου, την ηλικία μου, “βρε αγόρι μου, 24 χρονών, πώς θα το σκηνοθετήσεις ένα τέτοιο βιβλίο;”, αν είμαι τεκνό του Χατζιδάκι, αν είμαι αριστερός, αν είμαι γκέι, πέρασα από ανάκριση κανονική.”Τέλος πάντων” είπε στο τέλος “έλα να τα πούμε από κοντά”.
Πήγα μαζί με τον Δημήτρη Λέκκα. Mας συμπάθησε αμέσως. “Αχ! να είχα τα νιάτα σας!” έλεγε και ξανάλεγε. Αυτός φορούσε ρόμπα, ήταν αξύριστος και απεριποίητος “Όταν γράφω, δεν περιποιούμαι τον εαυτό μου. Να κάνω μπάνιο και να ξυριστώ, για ποιον; Mόνο όταν πρόκειται να βγω στην πιάτσα ντύνομαι και στολίζομα騔 λέει και ξεσπάει σε ένα υστερικό γέλιο. “Λοιπόν, ποια σκέφτεσαι να κάνει την Νίνα και ποια την Εκάβη;” ” Έχω σκεφτεί την Μελίνα Μερκούρη και την Δέσπω Διαμαντίδου.” “Αν δεχτεί η Μελίνα, η Δέσπω θα έρθει χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αλλά η Μελίνα δεν θα δεχτεί!” προφήτεψε με σιγουριά. Και έτσι έγινε. Η Μελίνα αρνήθηκε, “άσε, θα το κάνουμε ταινία με τον Ντασέν” μου είπε όταν την συνάντησα, αλλά εγώ δεν κρατιόμουν, ήθελα να γίνει οπωσδήποτε, αποφάσισα να το κάνω με την Ρένα Βλαχοπούλου και την Γεωργία Βασιλειάδου. Έγινε έξαλλος. “Γιώργο, τις υπηρέτριες των ελληνικών ταινιών θα μου φέρεις να παίξουν;” μου είπε όταν τον ειδοποίησα ότι θα κάνουμε ένα δοκιμαστικό με αυτές τις δύο. Παρ΄όλα αυτά ήρθε την ημέρα της ηχογράφησης.
“Γιώργο, αν είναι να παίξουν αυτές οι δύο, εγώ δεν σου δίνω την άδεια!” μου λέει την άλλη μέρα. “Αυτοί είναι ρόλοι που θα έπρεπε να τους παίξει η Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Παξινού. Κι εσύ τους δίνεις σε ηθοποιούς της επιθεώρησης;” τσίριζε από το τηλέφωνο. “Να βρεθούμε να τα πούμε από κοντά;” προσπάθησα να τον ηρεμήσω. “Το απόγευμα στις 6, θα πάω στο Άκρον-Ιλιον-Κρυστάλ. να πάρω ένα μύλο του πιπεριού. Θα σε περιμένω εκεί!” και μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Πήγα και βρήκα έναν άλλο άνθρωπο. Χαρούμενο, ευγενικό, ομιλητικό. Όλα αυτά όμως λίγο παραπάνω από το κανονικό. Κάτι είχε πάρει, ήταν προφανές. Αναστάτωσε το μαγαζί μέχρι να βρει αυτό που ήθελε κι ύστερα πήγαμε στο “Nέον” στην Ομόνοια. Στο δρόμο χαιρετούσε μικροπωλητές, περιπτεράδες, σουβλατζίδες, όλους τους ήξερε! “Οι περισσότεροι είναι πελάτες μου!” μου λέει με καμάρι.
Μου είπε πολλά από τη ζωή του εκείνο το απόγευμα στο “Νέον”. Τα περισσότερα ήταν περιστατικά με πελάτες του, πώς τους ξεγέλασε ότι είναι γυναίκα, πώς ένας φαντάρος έκλαιγε στην αγκαλιά του, πώς βούτηξε τα λεφτά από ένα μεθυσμένο πελάτη, τέτοια. Μου είπε περιστατικά με άλλες τραβεστί που τον κυνηγούσαν και τον έδερναν και στο τέλος, γυρνάει και μου λέει: “Δεν μπορεί ο Χατζιδάκις να πει στον φίλο του τον Καραμανλή να μου βάλουν δυο αστυνομικούς να με φυλάνε την ώρα που δουλεύω, να μην με δέρνει η Αλόμα;” Kατάλαβα ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια διχασμένη προσωπικότητα που ζούσε επικίνδυνα και γύρισα την κουβέντα στο “Τρίτο Στεφάνι”. Συμφωνήσαμε να παίξει την Εκάβη η Σμάρω Στεφανίδου. Για την Βλαχοπούλου είχε αντιρρήσεις αλλά στο τέλος “κάνε ότι θέλεις” μου λέει “έχε χάρη που θέλω να τελειώσω το εξοχικό στο Πήλιο και χρειάζομαι τα χρήματα”.
Πιστεύω πως το κλειδί στην όλη ιστορία είναι η φωνή του Ταχτσή. Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά υπήρχαν στιγμές που άκουγα από το τηλέφωνο αυτή την υστερικιά, τσιριχτή φωνή, με ντεσιμπέλ που μου τρυπούσαν το κρανίο, και ήθελα να του πω “Σκάσε επιτέλους! Βουλωσέ το!”. Και άλλες στιγμές που είμαστε μαζί και ούρλιαζε υστερικά δίπλα στο αφτί μου και ήθελα να τον πιάσω από το λαιμό, να μην ακούω τη φωνή του! Αν λοιπόν αισθανόμουν έτσι εγώ, που ήμουν ένα αθώο, μικρό παιδί, σκέψου πως θα αισθανόταν ένας μεθυσμένος πελάτης!
Σχόλια για αυτό το άρθρο