–Το κείμενο (Εκδόσεις Κίχλη, 2015):
Το μυθιστόρημα Μάρτυς μου ο Θεός πρωτοεκδόθηκε τον Ιούλιο του 2013 από τις εκδόσεις Κίχλη στη σειρά Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, ο συγγραφέας του, Μάκης Τσίτας, έλαβε για αυτό το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Prize for Literature 2014) ως αναγνώριση της πρωτότυπης γραφής του σε επίπεδο γλώσσας, ύφους και θεματολογίας. Έκτοτε η πορεία του διαγράφεται λαμπρή: βρίσκεται αισίως στην πέμπτη του έκδοση, έχει ήδη μεταφραστεί και κυκλοφορήσει σε Σερβία, Κροατία και FYROM (ενώ αναμένεται η μετάφραση και κυκλοφορία του σε επτά ακόμη γλώσσες). Παράλληλα, παρουσιάζεται στη σκηνή για τρίτη συνεχή χρονιά.
Η ροή της αφήγησης παρακολουθεί σπαράγματα από τη ζωή του Χρυσοβαλάντη, ενός πενηντάχρονου παρία της σύγχρονης μεγαλούπολης. Ο Τσίτας επιλέγει, για λογαριασμό του ήρωα-αφηγητή, να μιλήσει όχι από την επιφάνεια, αλλά μέσα από τις ρωγμές της ιστορίας του. Με αυτόν τον τρόπο τον αναγνωρίζουμε και αντιλαμβανόμαστε εν τω βάθει ότι ο τύπος του πέρασε κάποια στιγμή δίπλα μας και τον προσπεράσαμε, μάλλον για να μην συνειδητοποιήσουμε πως στη θέση του θα μπορούσαμε, σε ένα όχι και τόσο δύσκολο γύρισμα της τύχης, να βρεθούμε εμείς. Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας άνθρωπος άρρωστος, φοβισμένος και με βαθιά μοναξιά, θύμα ενός κοινωνικού περιβάλλοντος (εργασιακού, οικογενειακού, διαπροσωπικού και ερωτικού) από το οποίο εξαρτάται με μια σχέση εθισμού. Σε αυτά τα πλαίσια και αυτήν την παθογένεια, συμβιβάζεται αναπόφευκτα με κάθε μορφή καταπίεσης. Η ψυχοσύνθεσή του, ωστόσο, παραμένει περίπλοκη· το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από τις αντικρουόμενες ιδιότητες που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του, όπως αυτές αποτυπώνονται στις εικόνες της ζωής του που επιλέγει να μας παρουσιάσει, σκηνοθετώντας μια γραμμική ιστορία με εγκιβωτισμένες διηγήσεις και ακαθόριστες χρονικά μετατοπίσεις στο παρελθόν. Είναι θεοσεβούμενος αλλά και θαμώνας οίκων ανοχής, αφελής και ξενοφοβικός, εργατικός αλλά δουλοπρεπής.
Ο ίδιος ανάγει τα πάντα στην εργασία, ή καλύτερα στην απώλειά της, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως ένας συνδυασμός παραγόντων ευθύνεται για τη θέση του στο δικό του «λογοτεχνικό» παρόν. Η ανεργία, ένα τοτέμ στο πρόσωπο του οποίου προβάλλει όλα του τα δεινά, είναι όντως ένα ορόσημο στη ζωή του, ωστόσο ο ίδιος δεν είναι σε θέση να κατανοήσει πως, αν είχε συνεχίσει να δουλεύει υπό τις ίδιες άθλιες εργασιακές συνθήκες, τίποτα δεν θα είχε βγει στην επιφάνεια – το επίπεδο της αυτοσυνείδησης που έχει αγγίξει τώρα θα είχε παραμείνει άγνωστο, μακρινό και απροσπέλαστο. Ομφαλοσκοπώντας στο εσωτερικό του μικρόκοσμού του, θα επιθυμούσε να συνέχιζε να ζει ταπεινά, να πέφτει θύμα και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του αγόγγυστα, χωρίς όμως να ζει πραγματικά. Ο Χρυσοβαλάντης δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τις ψευδαισθήσεις στις οποίες ζούσε· για αυτόν ακριβώς το λόγο χάνει κάθε είδους ισορροπία (διανοητική, συναισθηματική και σωματική) και εναποθέτει την τελευταία του ελπίδα στο Θεό, ως ύστατη εσωτερική του ανάγκη να εισακουστεί, έστω, από Αυτόν. Έτσι ο Θεός γίνεται πραγματικός, ώστε ο Χρυσοβαλάντης να κουβεντιάζει μαζί του, να του ζητά, να τον φοβάται και να τον αμφισβητεί. Ένας Θεός τον οποίο επικαλείται συνεχώς για την αλήθεια των λεγομένων του.
Οι διαφορετικοί υφολογικοί τρόποι και οι γλωσσικοί πειραματισμοί του Μάκη Τσίτα διατρέχουν ολόκληρο το κείμενο, δημιουργώντας έναν εσωτερικό ρυθμό που τεντώνει το ύφασμα της αφήγησης και αυξάνει την ορατότητα των πιο λεπτών συναισθηματικών εναλλαγών. Ο Χρυσοβαλάντης μιλά άλλοτε σε απλή καθημερινή γλώσσα, άλλοτε αίφνης αποφασίζει να ενσωματώσει εκκλησιαστικά κείμενα, στιχάκια και λέξεις δικής του επινόησης. Ειδικά το τελευταίο αυτό εύρημα του Τσίτα είναι απόλυτα δραστικό: τα άτομα με ψυχωσικού τύπου διαταραχές δημιουργούν όντως δικές τους λέξεις.
-Η παράσταση (από την Εταιρία θεάτρου GAFF, στον πολυχώρο VAULT THEATRE PLUS):
Μετά την Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμανουήλ Ροΐδη, που παρουσίασαν πριν μερικά χρόνια, η Σοφία Καραγιάννη (σκηνοθεσία) και ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης (ερμηνεία) συνεχίζουν την πολύ επιτυχημένη συνεργασία τους στο πάντα απαιτητικό είδος του μονολόγου. Στο Μάρτυς μου ο Θεός, η Καραγιάννη απέφυγε τον σκόπελο της στατικότητας και της σχεδόν αναπόφευκτα μονότονης παρουσίασης ενός μονολόγου μέσω αδιόρατων βλεμμάτων και ελαφρών κινήσεων των χεριών από τον ηθοποιό της, επιτυγχάνοντας μια ενιαία ροή αφήγησης που ενσωματώνει τις εναλλασσόμενες εικόνες του έργου. Αλλά και ο Ιωσηφίδης, με την εσωτερικότητα της υποκριτικής του τέχνης, συμπλέει δεξιοτεχνικά με τον γοργό ρυθμό της εναλλαγής και καταφέρνει να μεταμορφωθεί στα πολλαπλά είδωλα που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές χρονικές και συναισθηματικές φάσεις του ήρωα, αποδίδοντας εντέλει με συνέπεια όλες τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις.
Το εγχείρημα είναι δύσκολο, αλλά το υποστηρίζει με μαεστρία και ακρίβεια, σαν να ακολουθούσε μια μουσική παρτιτούρα με crescendo και diminuendo. Στον γυμνό από σκηνικά αντικείμενα χώρο, που λιτά ορίζεται από ένα παγκάκι και μια βαλίτσα, ο Ιωσηφίδης παίζει διαδοχικά τα χαρτιά του χιούμορ, του κυνισμού, της συγκατάβασης και της αυστηρότητας, δείχνοντας πόσο έχει εργαστεί πάνω στο ρόλο και πόσο έχει πραγματικά αγαπήσει τον ήρωά του. Μέσω της σταδιακής μύησης των θεατών στην αλήθεια του Χρυσοβαλάντη, ο Ιωσηφίδης οδηγεί σταθερά προς την κορύφωση της δράσης με όπλο μια βαθιά μελετημένη και υπαρξιακή εσωτερικότητα – την ίδια στιγμή που ο ήρωας τον οποίο υποδύεται αγγίζει, ακροθιγώς πλην τραγικά σαφώς, την τρέλα.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων.
Σχόλια για αυτό το άρθρο