Εκεί που η ανθρώπινη βία χαράζει το κόκκαλο, τα γυμνά σώματα παλεύουν να αποκτήσουν ξανά την ανθρώπινη υπόσταση τους σε μια παράσταση που τεστάρει αντοχές και σαρκοφαγικές τρυφερότητες. Του θεατή και των συντελεστών.
«Eδώ δεν παίζει το έργο με τα εφτά γυμνά μανάρια;» «Τι ώρα αρχίζει το «cruising room» (δωμάτιο ψωνιστηρίου; Αυτές είναι μόνο δύο από τις πολλές ερωτήσεις που η Ζαχαρένια στο ταμείο ακούει από τους θεατές που έμαθαν ότι κυκλοφορεί μπουφές από πέος στην πόλη και τρέχουν χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα από το τι τους περιμένει. Στα αγγλικά, το curing σημαίνει «ωρίμανση» κι αυτό είναι ίσως το πιο σκληρό από μερικά σκόρπια θεόμαυρα αστεία που ακούς στη διάρκεια της παράστασης, σαν ένας μικρός Ταραντίνο να πετάγεται για να συνέλθει από το σοκ σε μια περφόρμανς της Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Στα δέκα πρώτα λεπτά, παρακολουθείς (τουλάχιστον εγώ με το χαρακτήρα που έχω) πέη και ποιος την έχει μεγαλύτερη. Στο εντέκατο, έχεις χαθεί στον πιο σκοτεινό σου εφιάλτη, για δυο ώρες τρως ασταμάτητες μπουνιές στο στομάχι ενός ανελέητα σωματικού θεάτρου με την ψυχολογική ένταση ανεβασμένη στο παρά πέρα δεν πάει που παίζει ανελέητα με τις αντοχές σου και τις προβολές σου και τις μεταφράσεις σου, ενώ τα πέη αρχίζουν να σου προκαλούν απόκρουση από τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι σε κατάσταση πείνας (κανονικής όχι σεξουαλικής) θα μπορούσαν να είναι μια χαρά μεζεδάκια (με τους όρχεις αμελέτητα).
Πολυβραβευμένο στο εξωτερικό, το έργο του David Ian Lee, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Πολωνία το 1944. Ενώ οι Γερμανοί αποχωρούν, 7 Σοβιετικοί στρατιώτες, βρίσκονται ολόγυμνοι και νηστικοί εγκλωβισμένοι για εβδομάδες σε ένα υπόγειο χωρίς καμία άλλη ανθρώπινη παρουσία. Ποτέ ξανά ένα από τα πιο φρικαλέα (πρέπει να ήταν ψυχασθενής ιδιοφυής αυτός που το έφτιαξε) παιδικά (;) τραγούδια «κι ο κλήρος πέφτει ….να δούμε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί) δεν ακούστηκε πιο τρομακτικά. Αν ήμουν ένας από τους «Και οι 7 ήταν υπέροχοι» ηθοποιούς της παράστασης, θα μετρούσα ανάποδα τις μέρες μέχρι να κατέβει το έργο για να πιάσω τον Δημήτρη Καρατζιά που το σκηνοθέτησε και να τον κάνω να αιμορραγεί από τις μπουνιές. Δεν μπορώ να διανοηθώ το πώς αυτά τα παιδιά το βγάζουν πέρα, ειλικρινά. Εδώ δεν την πάλεψα εγώ σαν θεατής. Βγήκα τρέμοντας, έρχεται ο Δημήτρης να με ρωτήσει πως μου φάνηκε, εγώ συνήθως λαλίστατος, του λέω απότομα «άφησε με λίγο μόνο», με βλέπει να τρέμω και να βγαίνω έξω κλαίγοντας , ανησυχεί πραγματικά κι επιστρατεύει την παλιά φίλη μου τη βότκα για να καλμάρω. Κατεβαίνουν οι ηθοποιοί, και σαστισμένοι με βλέπουν να τους αγγίζω μανιακά σαστισμένος που τους κοιτάζω να χαμογελούν μετά από όλο αυτό, και να τους ρωτάω, «υπάρχεις πραγματικά»;
Γιατί αυτό που γίνεται στη σκηνή, μέσα σε ένα κλειστοφοβικό box theatre χωρίς κανένα σκηνικό, πραγματικά δεν υπάρχει. Μια απόλυτη φρίκη πυραμιδωτής εξαθλίωσης κάθε ανθρώπινου στοιχείου σε έναν ανίερο κανιβαλιστικό μυστικό δείπνο, σχεδόν διαδραστικό με τους θεατές να νοιώθουν τη θερμότητα και τις ανάσες των σωμάτων κι εγώ να πιάνω συνέχεια τους αγκώνες μου και τα γόνατά μου κάθε φορά που κυλιόντουσαν βίαια στο πάτωμα με εμφανή στο σώμα τους τα γδαρσίματα και τους μώλωπες. Και να φανταστείς ότι σε αντίθεση με την αγγλική παράσταση, έχει κρατήσει στο απόλυτο μίνιμουμ το σπλάτερ και το αίμα κι έχει παρακάμψει με έμπνευση το ορίτζιναλ ορθολογικό φινάλε που μετατρέπει το έργο σε μια καταγραφή ντοκουμέντο. Με αυτήν του την παράλειψη, τονίζει το στοιχείο του παραλόγου, δίνοντας μια πέρα από το χρόνο και το ιστορικό πλαίσιο σουρεαλιστική οργουελική διάσταση, με τους 7 να μπορεί να είναι μέρος ενός πειράματος, απαχθέντες από ένα διαστημόπλοιο, ψυχοπαθείς σε άσυλο. Δίνοντας ταυτόχρονα έναν απόκοσμο τρυφερό λυρισμό (που σε σφάζει όσο αισθάνεσαι ότι είσαι οφθαλμοπόρνος σε ένα αδιέξοδο τρόμου) στο σχηματισμό των σωμάτων σαν σκηνογραφία, στο στήσιμο των φονικών σαν ερωτική πράξη, στις μεσσιανικές παραβολές μιας τερατώδους Θείας Κοινωνίας που την τονίζουν εξαιρετικά τα παραισθησιακά μουσικά ηχοτόπια του Μάνου Αντωνιάδη, καίριο σημείο στην ατμόσφαιρα της παράστασης.
Ακόμα δεν έχω συνέλθει, ακόμα δεν τολμάω όσο κι αν θέλω, να ξαναδώ την παράσταση, ακόμα δεν μπορώ να πιω καφέ. Γιατί στο πάτωμα, αντί για λάσπη και χώμα, έχουν χύσει καφέ, κι είναι αυτή η δυνατή μυρωδιά σπιτικής ζεστασιάς και ασφάλειας που σταδιακά απλώνεται σαν αίμα πάνω στα σώματα των ηθοποιών που κοκκινίζουν, που ξαφνικά σου καθιστά το οικείο τόσο φοβιστικό καταργώντας κάθε διαχωριστική γραμμή απέναντι στο λογικό και το παράλογο και μετατρέπει την αγκαλιά σε βρόγχο πνιγμού κι εσύ να κοιτάζεις την πόρτα εξόδου της μικρής αίθουσας, σίγουρος ότι στην έχουν κλειδώσει και ότι είσαι ο επόμενος αμνός της σφαγής… γιατί με κάποιον τρόπο, στη δική σου κανονική πραγματικότητα, είσαι ο επόμενος αμνός της σφαγής, τρέμοντας από την άγνοια του πότε θα έρθει η ώρα σου.
ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ VAULT: Μελενίκου 26, Βοτανικός, μετρό Κεραμεικός. Τηλ. 2130356472, 6945993870, εισιτήρια: www.viva.gr. Aυστηρώς Ακατάλληλο.
Σχόλια για αυτό το άρθρο