Το «Γιε μου πού πας;» αποτελεί αφενός μια από τις μόνιμες ανησυχίες της Ελληνίδας αγορομάνας, κι αφετέρου θυμίζει το στίχο του τραγουδιού, όπου δίνεται συνεχόμενα και κοφτά, η απάντησή «Μάνα θα πάω στα καράβια». Και οι δυο εκδοχές του τίτλου συνδυάζονται περιεκτικά και πρακτικά στη θεατρική κωμική παράσταση των Sam Bobrick και Ron Clark, σε μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ.
Στην ερωτηματική πρόταση «Γιε μου πού πας;», δύο είναι τα σημεία στα οποία εστιάζει η παράσταση, και τα οποία θέτει υπό διαπραγμάτευση: στη σημαίνουσα προσφώνηση «Γιος» και στο ερωτηματικό ρητορικό μέρος «Πού πας;». Αρχικά, επικεντρώνοντας ενδοκειμενικά στον επαναπροσδιορισμό της φυλετικής ταυτότητας του γιου, προβάλλεται άμεσα η ρήξη που προκαλείται στη σχέση γονέα-παιδιού, και συγκεκριμένα στη σχέση πατέρα-γιου, ενώ παράλληλα κλονίζονται κι επαναπροσδιορίζονται οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται τόσο στον άμεσο-οικογενειακό περίγυρο (σύντροφος, συγγενείς) όσο και στον κοινωνικό περίγυρο (φίλοι, συνάδελφοι, γείτονες). Το ότι χρονικά βρισκόμαστε στο δύο χιλιάδες δεκαεφτά, δεν σημαίνει ότι κάποια κοινωνικά ταμπού, όπως η ομοφυλοφιλία, ακόμα κι αν φαινομενικά έχουν αρχίσει να θεωρούνται παραδεκτά, έχουν συζητηθεί ανοικτά, έχουν κατανοηθεί και συνεπώς έχουν ξεπεραστεί. Φυσικά, το κοινωνικό ζήτημα της ομοφυλοφιλίας αποτελεί το ένα σκέλος της υπόθεσης του έργου, το οποίο λαμβάνει κωμικές διαστάσεις καλύπτοντας ενδοοικογενειακά προβλήματα, όπως η απιστία και η φθορά του χρόνου στη συζυγική σχέση. Το άλλο σκέλος της υπόθεσης, αποτελεί το ερώτημα («Πού πας;») που τείνει να συγκεκριμενοποιήσει το προορισμό του γιου αλλά και να προσδιορίσει εναγωνίως την πορεία της γενικότερης υπαρξιακής κατάστασης, θυμίζοντας την αξέχαστη σινε-ατάκα του Βασίλη Αυλωνίτη «Ω ρε πού πάμε ρε, που πάμε;»
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Θωμόπουλου, σε συνδυασμό με τα λειτουργικά και άκρως χαρακτηριστικά φαντεζί σκηνικά των Αντώνη Χαλκιά και Νατάσσας Παπαστεργίου και τις κατάλληλες στιλιστικές ενδυματολογικές επιλογές της Αλεξάνδρας Κατσαϊτη, ακολουθεί τη σύγχρονη προβολή θεμάτων όπως η ομοφυλοφιλία, που προσεγγίζεται από παραδοσιακούς γονείς με επαρχιώτικη νοοτροπία. Ο Θωμόπουλος, ουσιαστικά προσπαθεί να εντείνει μέσα από τη συνεχή ροή των διαλόγων, τη δυναμική της παράστασης, εξαντλώντας ένα θέμα, που έχει τεθεί κατά καιρούς, άλλοτε έμμεσα ή άμεσα, κι από άλλες παραστάσεις. Κωμικές φιγούρες με στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, παρελαύνουν στη σκηνή, προσφέροντας ως επί το πλείστον γέλιο λόγω κάποιων ατακαδόρικων διαλόγων και της υπερπροβολής των αντίστοιχων με τους ήρωες, χαρακτηριστικών στοιχείων.
Ο Τάσος Γιαννόπουλος, κατέχει τον, κωμικών προδιαγραφών, ρόλο του επαρχιώτη πατέρα, που έρχεται αντιμέτωπος με τη σύγχρονη πραγματικότητα την οποία καλείται να διαχειριστεί, αναθεωρώντας το ρόλο του ως πατέρα, τη σχέση του με τη σύζυγό του και με τον εκκεντρικό σύντροφο του γιου του.
Ο Παντελής Καναράκης, διαχρονικά κωμικός ηθοποιός, υποδύεται αναμενόμενα κι επάξια το ρόλο του εκκεντρικού απελευθερωμένου συντρόφου, που αποδεχόμενος την ταυτότητά του, δεν κρύβει τη ζωή του και φτάνει σε σημεία να αυτοσαρκάζεται, αποτελώντας με τον Γιαννόπουλο, ένα εκρηκτικό δίδυμο.
Ο Ορφέας Παπαδόπουλος υποδύεται το ρόλο του γιου και εντυπωσιάζει τόσο με τα υποκριτικά όσο και με τα σωματικά του προσόντα. Η Άβα Γαλανοπούλου, ως μάνα και σύζυγος, κάνει εμφάνιση με μέτρο και περίσκεψη, διατηρώντας σε σταθερά επίπεδα τον συναισθηματισμό της υπόθεσης. Τέλος η Νίκη Λάμη, ως εκρηκτική σεξοβόμβα-απομίμηση της Πάολα, δίνει ένταση στη σκηνική της παρουσία.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια παράσταση ανάλαφρη, που σε ψυχαγωγεί αναλόγως, και απευθύνεται σε θεατές που δεν είναι προκατειλημμένοι αλλά open-minded και έχουν εξασκηθεί στη θέαση τέτοιων κωμωδιών.
Σχόλια για αυτό το άρθρο