Ο ΤΑΖ παρακολουθεί ένα απολαυστικά καλοστημένο Ελληνικό θρίλερ δράσης, πολλαπλών αναγνώσεων και αισθάνεται ότι μπορεί να γράψει με ενθουσιασμό κάτι για το εγχώριο σινεμά.
Είναι η πρώτη ταινία του Δημήτρη Τισλιφώνη και ο ίδιος δείχνει απερίγραπτο θράσος στο να χωρέσει σε αυτήν ένα κάρο πράγματα και την υπερκινητική του κάμερα σε όποια πιθανή γωνία λήψης μπορείς να φανταστείς. Προσωπικά πιστεύω ότι το θράσος είναι ένα κοντέρ που ξεχωρίζει τον ταλαντούχο από τον ατάλαντο. Μπορεί να σε κάνει να εξαφανιστείς, μπορεί όμως από την άλλη αν υπάρχει πάθος και γνησιότητα από πίσω του να σε κάνει να διαφέρεις. Ο Δημήτρης ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δημιουργεί ένα γνήσιο b movie που ταυτόχρονα στα πλάνα του έχει μια κλασσάτη γεωμετρία τύπου Μάικλ Μαν και από την άλλη μια σχιζοφρένεια ταχύτητας στη μονταζιέρα, (που πάντα προκαλεί ζαλάδα αφορισμού στους Έλληνες κριτικούς) αντί να αποφεύγει να μιμηθεί τα κλισέ του Χόλιγουντ σε αυτό το τερέν, τα μεγεθύνει και βάζει τον πρωταγωνιστή σε τύπου αφήγηση κλασσικού νουάρ που όμως μπορεί να γίνει και κινούμενο σχέδιο, να στα πετάει με τα λόγια του στα μούτρα, ξεκαθαρίζοντας ή μπερδεύοντας την κατάσταση.
Υπάρχουν αρκετά χασίματα στο υπερφορτωμένο σενάριο αλλά δε σε ενοχλούν εφόσον αποτελούν μέρος ενός εγκληματικού πάρτι. Ξεκάθαρα μια από τις πιο ευχάριστες εγχώριες κινηματογραφικές εκπλήξεις της χρονιάς, διαθέτει ένα super cast ηθοποιών που αποτελείται από τους Kωνσταντίνο Ασπιώτη, Μάκη Παπαδημητρίου, Μυρτώ Αλικάκη, Χρήστο Λούλη, Αργύρη Ξάφη, Θέμη Πάνου και διασκεδάζει με το να σε κάνει να διασκεδάσεις. Αλλά και να προβληματιστείς εφόσον τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Χαμάλης κακοποιός δέχεται να πρωταγωνιστήσει σε ένα βίντεο το οποίο πρόκειται να ανέβει στο youtube, παραγγελιά ενός εγκληματία, μέσα από το οποίο καταγγέλλει έναν άλλο εγκληματία. Όλο αυτό, σε κλειστοφοβικό κρεσέντο μέσα σε ένα κτίριο που χρησιμοποιείται σαν στούντιο για την παραγωγή πορνό. Όταν ο κακομοίρης καταλάβει πως μετά τη δημόσια ομολογία του αυτό που τον περιμένει είναι μια σφαίρα στον κρόταφο, θα προσπαθήσει να αποδράσει αυτοσχεδιάζοντας και αλλάζοντας την τράπουλα στο τραπέζι, κάτι που θα το καταλάβουμε με ένα flashback των τελευταίων δώδεκα ωρών. Από κει και πέρα γίνεται της απαυτής με μερικά για να είμαι δίκαιος, χοντρά σεναριακά χασίματα αλλά στο φινάλε δεν σε νοιάζουν, εφόσον όλη η ταινία είναι σαν ένα Scrabble, τύπου μάζεψε κομματάκια με γράμματα και σχημάτισε μια λέξη.
Πέρα από την πραγματικά υπέροχη κινηματογράφηση, αυτό που κάνει την ταινία ξεχωριστή είναι το ότι είναι ακομπλεξάριστη. Υπάρχουν γελαστικά ευρήματα και ατάκες (δεν αξιοποιούνται όλα όσο θα έπρεπε) που δεν είναι εξυπνακίστικα αλλά απλά έξυπνα. Υπάρχει παράλληλα μια έκρηξη αδρεναλίνης στη δράση που σε καθηλώνει. Υπάρχει ένας διπολικός φόρος τιμής του σκηνοθέτη στο σινεμά που αγάπησε, από τις φτηνές βίαιες απολαύσεις στις πιο στιλιζαρισμένες σαλονάτες. Και πάνω από όλα υπάρχει ο τίτλος της ταινίας: Do It Yourself. Aυτός ο όρος, που μεταφράζεται κινηματογραφικά σε κάτι σαν «κάνε το μόνο σου, εργόχειρο με ελάχιστη χρηματοδότηση» μετατρέπει εδώ τον πρωταγωνιστή σε alter ego του ίδιου του σκηνοθέτη και την ταινία, σαν ταινία μέσα σε μια άλλη ταινία που για να ολοκληρωθεί, πρέπει να γίνει το φονικό. Μπορεί να σας φαίνεται πολύ μπερδεμένο αυτό που έγραψα πριν, αλλά η συγκεκριμένη ταινία, παρά το λίγο συγχυσμένο από τις ανατροπές σενάριο της, κάθε άλλο θέλει από το να καταστήσει ανάπηρο έναν θεατή που δεν καταλαβαίνει την τέχνη, όπως κάνουμε συχνά εμείς οι κριτικοί για να αισθανθούμε ανώτερα όντα (με αναπηρικό μπαστουνάκι να στηρίζεται ο γοφός).
Πρόκειται για μια πραγματική παιδική χαρά καλοσκηνοθετημένης δράσης, που σου δείχνει δύο δρόμους απόλαυσής της, τον απλό και έναν πιο πολύπλοκο με αναφορές στα social media, την ανάπηρη πλέον, επικοινωνία της εικόνας και τη γελοιότητα της οφθαλμολαγνείας σου. Όλα τα παραπάνω, πακέτο με ένα κοινωνιολογικό σχόλιο που ο Δημήτρης είναι αρκετά έξυπνος ώστε να το κρύψει πίσω από ένα συνειδητά b movie. Έχω καιρό να δω σκηνοθέτη Έλληνα να εκμεταλλεύεται με τέτοια ευρηματικότητα ένα περιορισμένο σκηνικό, μετατρέποντάς το από σόου αστείων σε φυλακή, έχω καιρό να δω κάποιον που κατανοεί το σινεμά σαν μια θριλερική περιπέτεια απόδρασης όπως το αντιλαμβάνομαι κι εγώ. Με ελάχιστα χρήματα, ο Δημήτρης σε κάνει να πιστεύεις ότι ξοδεύτηκαν τεράστιες ποσότητες από ευρώπουλα, μόνο και μόνο επειδή ξέρει πώς να διαχειρίζεται το χώρο και το χρόνο και σε καθιστά διεστραμμένα χαρωπό, συμμέτοχο – συνένοχο, στο έγκλημα του. Από την Πέμπτη στους κινηματογράφους.
Σχόλια για αυτό το άρθρο