«I write, I travel, I eat … And I’m hungry for more!», με δικά μας λόγια «Γράφω, ταξιδεύω, τρώω … Και πεινάω για ακόμη περισσότερα!». Αυτό είναι το μότο της τελευταίας σειράς των εκπομπών του Άντονι Μπουρντέν «No Reservations» στο «Travel Channel» και μάλλον είναι το μότο, που τον περιγράφει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο, αφού ήταν ανέκαθεν γνωστό το πάθος του για την περιπέτεια, τους φίλους και τις απολαύσεις της ζωής.
Eπάνω απολαμβάνει ελληνικούς μεζέδες στη Νάξο.
Mε τον Ιggy Pop.
Να τον πεις τηλεοπτικό σταρ (οπωσδήποτε τεράστιας εμβέλειας) είναι λίγο, και ο χαρακτηρισμός συγγραφέας (υπέροχος σε κάθε περίπτωση) δεν είναι αρκετός, όμως ούτε και ο απλός τίτλος του μαγείρου του ταιριάζει, αφού ήταν όλα αυτά μαζί και πολύ περισσότερα. Σε κάθε περίπτωση ο Άντονι Μπουρντέν είναι ένα πολύ «βαρύ» όνομα στον κόσμο της γαστρονομίας και η απώλειά του οδυνηρή.
Ο Μπουρντέν είχε σταματήσει να μαγειρεύει εδώ και πολλά χρόνια. Στο κάτω κάτω δεν ήταν από τους καλύτερους μαγείρους του κόσμου, μπορούσε να μιλάει όμως για το φαγητό όπως κανείς άλλος στον κόσμο όλο. Παρόλα αυτά ξαναμπήκε στην κουζίνα για χάρη της 11χρονης κόρης του Αριάν, που ήταν η πιο «αυστηρή» κριτικός του, όπως αποκάλυψε. Για χάρη της, άλλωστε, έγραψε το τελευταίο του βιβλίο «Appetites: A Cookbook» (κυκλοφόρησε το 2016). Είναι το δεύτερο βιβλίο με συνταγές μετά το «Anthony Bourdain’s Les Halles Cookbook», που είχε εκδοθεί το 2014, και στο οποίο περιγράφει με τον μοναδικό του τρόπο συνταγές και οδηγίες για τη λειτουργία ενός κλασικού γαλλικού μπιστρό.
Είχε αποδείξει ότι ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη όρεξη. Εδώ και πολλά χρόνια, άλλωστε, πρώτα ως σεφ και αργότερα ως ταξιδιώτης, που όργωνε κυριολεκτικά τον πλανήτη μελετώντας και παρουσιάζοντας στις τηλεοπτικές εκπομπές του διαφορετικούς γαστρονομικούς πολιτισμούς, έκανε πραγματικά επάγγελμα την κατανόηση της όρεξης των άλλων.
Ταξίδευε περισσότερο από 200 μέρες το χρόνο. Παρόλα αυτά όταν γύριζε στη Νέα Υόρκη, έμπαινε στην κουζίνα για να μαγειρέψει για την οικογένεια και τους φίλους του. Ήταν μοναδικές στιγμές διασκέδασης και απόλαυσης για τον ίδιο.
Καθώς μεγάλωνε, εξάλλου, τα γούστα του γινόντουσαν πιο απλά: «Τα φαγητά που με κάνουν ευτυχισμένο, που βγάζουν πραγματικά συναίσθημα, είναι ένα μπολ με απλά ζυμαρικά, πικάντικα νουντλς που πουλάνε στο Βιετνάμ ή ένα ρολό με κιμά της γιαγιάς κάποιου», είχε πει πρόσφατα.
Στο «Appetites», λοιπόν, περιγράφει ακριβώς το πώς μπορείς να διασκεδάσεις μαγειρεύοντας για τους δικούς σου και να τους κάνεις να σε θαυμάσουν για τις μαγειρικές σου δεξιότητες. Έβαλε στο μπλέντερ του μυαλού του 40 χρόνων (και βάλε) επαγγελματική μαγειρική και ταξιδιωτική εμπειρία και παρουσίασε τα πιο αγαπημένα του πιάτα από όλο τον κόσμο έτσι όπως μπορεί να τα μαγειρέψει κάποιος στο σπίτι διασκεδάζοντας εννοείται.
Μπορεί να το χωρίζει μια απόσταση 16 χρόνων από την εποχή που εκδόθηκε το προκλητικό «Κουζίνα Εμπιστευτικό» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νάρκισσος) και πάλι όμως ο Μπουρντέν είναι ο εαυτός του και σε αυτό το «βιβλίο μαγειρικής για μια δυσλειτουργική οικογένεια», όπως περιέγραψε το κόνσεπτ στην συν-συγγραφέα του Λόρι Γουλέβερ.
Η εικονογράφηση είναι εκπληκτική, κάποιοι βιβλιοπώλες, όμως βρήκαν το εξώφυλλο προκλητικό και ζήτησαν να σκεπαστεί με μια άχρωμη, άοσμη και άγευστη κουβερτούρα, όπως αποκάλυψε η Γουλέβερ στο γαστρονομικό περιοδικό Epicurious. Ακόμα, στο βιβλίο υπάρχει η φωτογραφία μιας παιδικής «μπάλας» που είναι φτιαγμένη από φούσκα (ουροδόχο κύστη) γουρουνιού.
Σας παραξενεύει; Η αλήθεια είναι ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που σταμάτησαν τα χοιροσφάγια, έθιμο που περίμεναν πώς και πώς τα παιδιά στα χωριά για να αποκτήσουν μια μπάλα φουσκώνοντας τη φούσκα του γουρουνιού.
Είναι πιθανό ο Μπουρντέν να είχε ακούσει γα το έθιμο αυτό στην Ελλάδα. Γιατί μπορεί να δείπνησε με τον Μπαράκ Ομπάμα στο Βιετνάμ και μεγάλους ροκ σταρ σε άλλα μέρη του πλανήτη αλλά με την ίδια άνεση έτρωγε τα πάντα παντού και λάτρευε τους απλούς ανθρώπους και τις συνήθειές τους. Στη Νάξο για παράδειγμα προτίμησε να γυρίσει μια από τι πιο απλές εκπομπές του με ψαράδες και βοσκούς και στην Κρήτη πήγε για αντικρυστό.
Το «Appetites» περιλαμβάνει «θυμωμένα μανιφέστα» για σαλάτες του Καίσαρα, μπέργκερ, κλαμπ σάντουιτς και πατάτες για πρωινό, γενικά συνταγές απλές, comfort food και back to basic, αλλά αυθεντικές, πράγμα που μπορούν να εκτιμήσουν ιδιαίτερα όσοι έχουν μεγαλώσει με τον Μπουρντέν. Το καλύτερο, όμως, σας το άφησα για τέλος: το κεφάλαιο των γλυκών στο «Appetites» αρχίζει με την οδηγία «Fuck dessert»…
Δεν θα περίμενε βέβαια κανείς κάτι λιγότερο από το «κακό αγόρι της μαγειρικής». Σε μια συνέντευξή του στον Guardian αποκάλυψε ότι η όρεξη να γίνει μάγειρος τού ήρθε σε ένα γαμήλιο τραπέζι «βλέποντας τον σεφ να πηδάει τη νύφη πάνω σε ένα βαρέλι, στο χώρο που πέταγαν τα σκουπίδια» ενώ οι καλεσμένοι συνέχιζαν το φαγητό τους μέσα στο εστιατόριο. Παρεμπιπτόντως ήταν μια στιγμή αμήχανη και δεν είχε νόημα για τον ίδιο: « Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάποιον να κάνει σεξ και δεν κατάλαβα το κίνητρο της νύφης. Αλλά τώρα το καταλαβαίνω πολύ καλά», είπε.
Ο Άντονι Μπουρντέν πληρωνόταν για να είναι ο εαυτός του. Και κατάφερνε να μαγεύει τους ανθρώπους. Έγραφε και περιέγραφε με τρόπο καταπληκτικό, άνοιξε δρόμους γαστρονομικούς, φώτισε κόσμους άγνωστους.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια πραγματική γαστρονομική επανάσταση. Η τροφή από την κινόα μέχρι τα τάκος και τα μπάρμπεκιου, το μαγείρεμα σε σπιτικές κουζίνες μέχρι τα street food, τις ταβέρνες και τα πανάκριβα εστιατόρια και τα κάθε είδους γεύματά μας έγιναν φετίχ και ταυτόχρονα ο σεφ βγήκε από την ανωνυμία της κουζίνας και έγινε ροκ σταρ. Ο αυθεντικός ροκ σταρ, όμως, ο Ελβις «των κακών παιδιών της κουζίνας» είναι ένας και μοναδικός, είναι ο Άντονι Μπουρντέν.
Και το πέτυχε με το συγκλονιστικό «Κουζίνα Εμπιστευτικό», με το οποίο μας συστήθηκε το 2000 αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την underground και πολλές φορές άγρια σκηνή των μαγειρείων και των ναρκωτικών στη Νέα Υορκη τη δεκαετία του 1980, όταν ξεκίναγε την καριέρα του ως σεφ.
Μαθαίνοντας τα νέα για την αυτοκτονία του το μεσημέρι της Παρασκευής το μυαλό μου πήγε αμέσως σε κάτι που είχα διαβάσει πριν από καιρό. Όταν τον ρώτησαν πού πηγαίνουν οι σεφ όταν γεράσουν απάντησε ότι είναι σαν τους πιγκουίνους: «Οι γέροι πιγκουίνοι χάνονται. Έτσι απλά. Μια μέρα, απλά δεν τους βλέπεις πια». Ένιωσε άραγε ότι γέρασε; Έπαψε άραγε να πεινάει; Χόρτασε τη ζωή και είπε «φτάνει»;
Σχόλια για αυτό το άρθρο