Είναι ένα πρώτης τάξης, λουσάτο υπερθέαμα. Ο ΤΑΖ όμως αναρωτιέται, είναι θέατρο;
Δεν έχεις να πεις τίποτα για την ποιότητα σε επίπεδο παραγωγής που βλέπεις μπροστά σου. Το σκηνικό με την τεράστια γιγαντοοθόνη στον πάνω επίπεδο, η πλειάδα των ηθοποιών, Σπ. Παπαδόπουλος, Δ. Βανδή, Π. Χαϊκάλης, Κ. Κόκλας, Κ. Λέχου, Μ. Μπεγνής, Γ. Χρανιώτης, Σ. Δελικούρα, Π. Χοροζίδου, Ε. Σαμαρά, Μ. Κατσαφάδου, Π. Πιτσούλη, Ελ. Γερασιμίδου, Γ. Κωνσταντίνου, τα απίστευτα φαντεζί κοστούμια της Έβελυν Σιούπη, οι φωτισμοί, οι εναλλαγές, τα τραγούδια που φτάνουν για τριπλό cd. O κόσμος φεύγει φανερά ευχαριστημένος από το υπέροχο θέατρο Άλσος και συζητάει εντυπωσιασμένος.
Εγώ πάλι, εντυπωσιασμένος είμαι, αλλά μόνο στο οπτικό επίπεδο. Κι αυτό γιατί οι Ρέππας – Παπαθανασίου έχουν γράψει μια φτηνή πρόζα που συνδέει απλά τα τραγούδια ανάμεσά τους ώστε να δούμε κατά κύριο λόγο την Δέσποινα Βανδή να τραγουδάει επιτυχίες του παλιού σινεμά. Το έργο υποτίθεται πως εξελίσσεται μέσα κι έξω από τα στούντιο του Φίνου με τους σταρ της εποχής σε ντεβουρλίγκα. Τα ενδιάμεσα σκετσάκια όμως είναι τόσο ισχνά με αποτέλεσμα η παράσταση να σε θαμπώνει κι όχι να σε φέρνει σε επαφή με το αντικείμενο της. Πραγματικός σκηνοθέτης (που στην αφίσα το όνομα του γράφεται με μικρότερα γράμματα) ως συνδημιουργός του έργου είναι ο Φώκας Ευαγγελινός αφού από τις 3 ώρες εκείνος αναλαμβάνει το χοντρό κομμάτι των χορογραφιών.
Υπόθεση στην ουσία δεν υπάρχει κι αν υπάρχει είναι σχηματική. Αυτό όμως δεν το λες μιούζικαλ, το λες ποτ πουρί. Σαν να γράφτηκε για να βγαίνει η Βανδή κάθε τόσο να τραγουδάει. Και είναι κρίμα από δυο δημιουργούς που με το « Το Κλάμα Βγήκε από τον Παράδεισο», πάλι στην εποχή του «παλιού, καλού, ελληνικού κινηματογράφου» και φυσικά το θεατρικό «Bίρα τις Άγκυρες» για την επιθεώρηση της εποχής να συμβιβάζονται με τέτοιες μετριότητες σαν να βαριούνται να γράψουν και να κυνηγάνε μόνο το εύκολο κέρδος. Οι ηθοποιοί παίζουν με γκαζολίνη μπας και αποκτήσουν υπόσταση οι ρόλοι τους. Τα αστεία ανύπαρκτα. Καμία κριτική στάση, καμία ουσία. Το πνεύμα της εποχής, ηχηρά απόν.
Αν θες μια ξένοιαστη, γκλάμορους βραδιά θα περάσεις χάρμα. Αν όμως ζητάς κάτι παραπάνω δεν θα το βρεις γιατί απλά θέατρο δεν υπάρχει. Και το ταξίδι στο χρόνο που μας υπόσχονται οι δημιουργοί δεν απογειώνεται ποτέ σε κάτι που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε προορισμό, πέρα από το βλέπω θέαμα κάτω από τα αστέρια. Το δικό μας σινεμά, δεν ήταν μια ντίβα τραγουδιάρα να άδει κάθε πέντε λεπτά. Ήταν πολλά περισσότερα που οι δημιουργοί αποφεύγουν να τα αγγίξουν για να μην τσουτσουρίσουν το κοινό.
Το αποτέλεσμα είναι ένα θέατρο σκιών που θα ήθελε να είναι θέατρο σκηνών αλλά δεν του βγαίνει. Μέσα στο χρώμα και τη λάμψη, εξαφανίζεται αυτό που έκανε το σινεμά αυτό δικό μας και μετατρέπεται σε άλλη μία υπερφίαλη παραγωγή των δημιουργών του που πρέπει επιτέλους να αποφασίσουν ποια είναι η σχέση τους με εκείνη την εποχή. Σάτιρα, θαυμασμός, αδιαφορία ή πολιτιστικοί τους εχθροί; Το μόνο φανερό είναι πως δεν το έζησαν στο πετσί τους, τουλάχιστον όσον αφορά μέσα στα πλατό και αρέσκονται σε αφοριστικά αλλά ευγενικά αστειάκια με ένα θέμα που τους είναι άγνωστο.
Ίσως στο πλατό του Bravo Ρούλα να τα κατάφερναν καλύτερα.
Σχόλια για αυτό το άρθρο