Ο ΤΑΖ προσπαθεί να βιώσει τα μεγαλομπουζουξούδικα της δεκαετίας του 90 αλλά πνίγεται με ένα γαρύφαλλο στο στόμα.
Είμαι σίγουρος ότι ο Αλέξης Καρδαράς είχε τις καλύτερες προθέσεις να δημιουργήσει μέσα από τα μεγαλοσκυλάδικα των 90’s μια πλούσια τοιχογραφία τοποθετώντας στη μέση έναν καταραμένο έρωτα. Δυστυχώς πέρα από τα τραγούδια του Μίνωα Μάτσα όλα τα άλλα μένουν σε επίπεδο ταλαιπωρημένο και ανάπηρο και τσουρούτικο. Η Φωτεινή, μια τραγουδίστρια σε σκυλάδικα της επαρχίας γυαλίζει με το ταλέντο της το μάτι του καταξιωμένου μπουζουξή και συνθέτη Βλάση Χρηστάκη ο οποίος θα την πάρει στην Αθήνα και θα την κάνει πρώτη φίρμα, κρυφά ερωτευμένος μαζί της. Η Φωτεινή από την πλευρά της προσπαθεί να βρει το χαμένο της πατέρα ενώ ερωτεύεται το λαϊκό είδωλο Νίκο Κόκκινο. Το ιλουστρέ μελόδραμα καραδοκεί ενώ απουσιάζει η οποιαδήποτε κριτική για τα «γαρύφαλλα» των 90’ς και το τότε lifestyle αφού όλα μοιάζουν περισσότερο με τηλεοπτικό σόου.
O Καρδαράς το τρέχει στρέιτ σαν μια ακόμα συναισθηματική μουσική ταινία όμως ακόμα κι από τις εμφανίσεις της Φωτεινής στην πίστα τίποτα δεν σου μεταδίδει το χαμό με τις ντίβες εκείνης της εποχής. Εδώ πιθανότατα φταίει η λάθος επιλογή της πρωταγωνίστριας Ρένας Μόρφη που δεν έχει τίποτα από ό,τι λάμπει πάνω σε μια ντίβα της νύχτας. Και η ιστορία εξελίσσεται χωρίς κανέναν βαρύ νταλκά εκτός μιας αυτοκτονίας και μιας αποκάλυψης, σαν μην γράφτηκε ποτέ. Χιλιόμετρα πιο κάτω από το «Χάραμα» και το «Αυτή η Νύχτα Μένει» ο Καρδαράς μοιάζει να προσπαθεί να μιλήσει για κάτι που δεν το έχει κατακτήσει σαν βίωμα αλλά το έχει δει μέσα από βιντεοκασέτες. Το σύνολο από τη συγγραφή του είναι κακοστημένο και όταν έχεις ένα κακοστημένο σενάριο δεν μπορείς να κάνεις καλή ταινία. Η κάμερα δεν κινείται μέσα στο χώρο, στους θαμώνες αυτών των μαγαζιών ώστε να ξεψαχνίσει τη συμπεριφορά και την ψυχολογία τους αλλά μένει κολλημένη εκεί, στην Μόρφη να τραγουδάει σαν τριτοκλασάτη περσόνα τα υπέροχα τραγούδια του Μάτσα και μερικά άλλα, σε ένα ατέλειωτο και κουραστικό juke box δίχως ίχνος πάθους. Πού το πάθος, η καψούρα, ήταν το άλφα και το ωμέγα σε αυτά τα μαγαζιά. Πού είναι ο ιδρώτας και η μεθυσμένη ηδονή; Εκτός κι αν αυτό που είδαμε ήταν το cut για ανήλικους. Όλο το Πασοκικό μπάχαλο νεοπλουτισμού της εποχής μένει εκτός κι εσύ παρακολουθείς απλά μια έρμη να προσποιείται την σούπερ σταρ κι έναν Γιάννη Στάνκογλου σαν λαϊκό είδωλο εκτός τόπου και χρόνου. Ο Στέλιος Μάινας πάει άκλαφτος χωρίς ρόλο όπως και οι περισσότεροι συντελεστές της ταινίας.
Τα μπουζούκια των 90΄ς σαν κλασσικά εικονογραφημένα. Τα πάντα πρόχειρα στημένα χωρίς δραματικό ή ιδεολογικό απόηχο, ανακατεμένα σε μια μπετονιέρα.Το έγραψα και παραπάνω, μην ψάξετε για σημειολογικές λεπτομέρειες και χαρακτήρες γιατί θα βρεθείτε να τραγουδάτε το «κι αν κάνω άτακτη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός». Κακοστημένο από την αρχή μέχρι το τέλος του και τα σκηνικά του (τα κέντρα που τραγουδάει η Φωτεινή δεν μοιάζουν με καμία δύναμη με την γκλαμ περίοδο της εποχής), μας αφήνει μόνο μια εικόνα. Την τραγουδίστρια να μπαίνει στη σκηνή με τα χέρια σηκωμένα κι από κάτω κομπάρσους να χειροκροτούν. Ποια είναι η Φωτεινή; Ποιος ο Νίκος Κόκκινος και ποιος ο Βλάσης; Ψάξε ψάξε δεν θα το βρεις όπως δεν το βρήκε και ο δημιουργός της. Μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία που δυστυχώς βάζει τροχοπέδη σε όποιον θα ήθελε να κάνει μια πραγματική ταινία για τα σκυλάδικα των 90’ς. Πού είσαι ρε Μαλβίνα να το έγραφες εσύ;
Σχόλια για αυτό το άρθρο