Λίγες είναι οι φορές που έχω απολαύσει τόσο πολύ μια κακή ταινία. Η διαφορά είναι πως ακόμα και στην “Υπολοχαγό Νατάσσα” εκεί που η Αλίκη ξεμουγκεύει όταν βρίσκει το χαμένο της παιδί, βάζω τα κλάμματα. Στις “50 Αποχρώσεις του Γκρι” δε σταμάτησα να γελάω. Όπως και όλη η αίθουσα. Μπροστά τους, η “Εμανουέλα” είναι Φλομπέρ, η “Ιστορία της Ο” Μπρεχτ, οι “9 μιση Εβδομάδες” ποίημα του Μποντλέρ και ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, ο ίδιος ο Όμηρος.
Δεν αναφέρω τυχαία τις “9μιση Εβδομάδες” γιατί πάνω σε μια παρόμοια λογική έχει στηθεί κι αυτή εδώ η ταινία, χωρίς όμως ίχνος από την φινέτσα εκείνης. Και χωρίς καν την ειλκρίνεια της. Γιατί στις “9μιση” το θέμα ήταν μια ακραία σεξουαλικά και συναισθηματικά ερωτική σχέση με πολλά στοιχεία υποταγής που όμως σε έπειθε σαν δράμα. Σου έφτιαχνε τη διάθεση σαν εικόνα και κατέληγε σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο. Εδώ, από τις πρώτες κι όλας σκηνές βλέπεις το σαδομαζό ερωτικό παιχνίδι, σαν ταινία του Ντίσνεϊ. Οι διάλογοι, ανομολόγητοι. Το ψυχολογικό και καλά υπόβαθρο των ηρώων και ο προσωπικός τους πόνος, σαν στραμπούληγμα στο πόδι. Η χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, σαν μπουγάδα με λευκαντικό. Βγαίνεις από τη αίθουσα κι ούτε που θυμάσαι καν τις φάτσες τους. Όμορφοι είναι, αδιάφοροι να δεις πως είναι.
Όπως και το μεταξύ τους πάθος. Η φοιτήτρια φιλολογίας Αναστάσια, συναντάει τον εκατομμυριούχο επιχειρηματία Γκρέι για να του πάρει συνέντευξη. Σε δέκα περίπου λεπτά μετά τη γνωριμία τους, έχουν ερωτευτεί παράφορα ο ένας τον άλλον, για λόγους που δεν μπορεί να εξηγήσει καμία σχολή ψυχιατρικής. Στο επόμενο μισάωρο, μαθαίνουμε ότι ο Γκρέι έχει τα βίτσια του και θέλει την γκόμενα υποταγμένη, βασικά επειδή έχει βασανισμένη ψυχή και παρελθόν σεξουαλικής κακοποίησης με τον ίδιο στο ρόλο του υποταγμένου. Έχει επίσης υπέροχο σώμα και μερικά σημάδια σαν καψίματα από το παρελθόν που είναι όμως ωραία μακιγιαρισμένα για να μη χαλάσει η εικόνα.
Γιατί βασικά τα πάντα στις “50 Αποχρώσεις του Γκρι” είναι η εικόνα. Διαμερίσματα βγαλμένα από διαφημίσεις για κατοίκους του Λουξεμβούργου, γκαρνταρόμπες που περιλαμβάνουν το στοκ από δέκα μαγαζιά του Αρμάνι, κι ένα play room, δηλαδή μπουρδελοδωμάτιο, στο οποίο ο Γκρέι οδηγεί τις σκλάβες του για να παίξουν κούνια μπέλα. Αριστερά και δεξιά να κρέμονται γκλαμουράτα αξεσουάρ από χειροπέδες, μαστίγια και κάτι άλλα περιέργα που δεν τα έχω δοκιμάσει, που κοστίζουν το καθένα τους πιο ακριβά κι από ένα Prada κοστούμι που ακόμα πληρώνω με δόσεις. Ακόμα και το κόκκινο σκοινί με το οποίο δένει ο Γκρέι την Αναστάσια στο κρεβάτι, φοριέται και στο δεξί,… σαν κόσμημα!
Κάτι βόλτες με αεροπλάνα, κάτι καρτ ποστάλ φωτογραφίες, τα βλέπει το μάτι σου και σκέφτεσαι, αν είναι να περάσω τέτοια χλίδα, τι πειράζει, να φάω και δέκα μαστιγώματα κι ας γίνω μπλε μαρέν. Και δυο μπουνιές επίσης. Το ψυχολογικό υπόβαθρο, του γιατί αυτοί οι δύο είναι μαζί, επιπέδου δαπέδου. Καλά για την Αναστάσια το καταλαβαίνω, κι εμένα αν μου έσκαγε εκατομμυριούχος με τέτοια χλίδα και να μου λέει ότι είναι και παθιασμένος μαζί μου, όχι μαστίγωμα θα δεχόμουνα, αλλά να με γυρίσει και τσόντα με τη Μαριάνα Ντούβλη. Το γιατί ο Γκρέι που μπορεί να έχει όποια θέλει όποτε τη θέλει, κολλάει μαζί της, παραμένει μυστήριο.
Μετά της δίνει και ένα συμβόλαιο να υπογράψει που περιγράφει τους όρους της υποταγής της, το οποίο η Αναστάσια το διαβάζει με τη σοβαρότητα που κάποιος διαβάζει Μίκι Μάους. Oμολογώ ότι η Ντακότα Τζόνσον έχει όμορφο σώμα που καθόλου δε σε χαλάει να το βλέπεις στρεσαρισμένο και γυμνό μέσα σε σκοινιά. Κι έχει και μια εκφραστικότητα για την οποία απλά το σενάριο δεν ενδιαφέρεται καθόλου. Ο Τζέιμι Ντόρναν έχει επίσης ένα πολύ ωραίο σώμα, αλλά η εκφραστικότητα του είναι αυτή του γαϊδάρου. Αν όλα αυτά τα βάλεις στο μίξερ, μαζί με τους διαλόγους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο στο Nickelodeon αν αποφάσιζε να κάνει τσόντα για εφήβους, το μελόδραμα που μπροστά του ακόμα και το “Μπρούσκο” δίνει ρέστα γραφής και τη μουσική που λειτουργεί με την εικόνα σαν ερωτικό βιντεοκλίπ για 50άρες ή 16άρες με αγριεμένες φαντασιώσεις, έχεις την εικόνα.
Και την απατεωνιά. Γιατί η δισεκατομμυριούχος πλέον μαντάμ Ε. Λ. Τζέιμς που έγραψε την τριλογία έκτρωμα, είναι πολύ πονηρή. Χρησιμοποίησε το άλλοθι του σαδομαζοχισμού σε μορφή χείριστου Άρλεκιν σπάζοντας ένα ταμπού για το γυναικείο αναγνωστικό κοινό που ψοφάει για τέτοια. Μόνο που τελικά το σαδομαζό της υπόθεσης είναι ένα καρτούν. Που πάλι με περίσσια πονηριά η Ε. Λ. Τζέιμς το παίζει μπαλαντέρ για να καταλήξει σε ένα απίστευτα συντηρητικό, ηθικολογικό ρομάντζο όπως θα ανακαλύψετε στο τέλος της τριλογίας. Σαν να σου λέει “πάρε την ανωμαλία σου μικρή μου διεστραμμένη να την ευχαριστηθείς αλλά μην ντραπείς γιατί στο φινάλε θα στα σιάξω όλα εγώ και θα σου αποδείξω ότι ο μικροαστισμός, ακόμα και στους πολύ πλούσιους, είναι γιατριά για τις νευρώσεις τους”.
Το να χρησιμοποιείς το σαδομαζό σαν κλειδαρότρυπα για να ερεθιστούν οι αειπάρθενες και μετά να το καταδικάζεις σαν νεύρωση είναι τουλάχιστον ανήθικο και προσβλητικό. Για πάρα πολλούς ανθρώπους που έχουν πειραματιστεί με αυτό σε γραμμές εξερεύνησης της σεξουαλικότητας τους και της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Το σαδομαζό κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν είναι παρά φύση. Της κυρίας Ε. Λ. Τζέιμς όμως, ειδικά όπως απεικονίζεται στην ταινία είναι εντελώς εκτός φύσης και λογικής. Σαν τα καρτούν που πέφτει πάνω τους ένα πιάνο, γίνονται χαλκομανία και μετά ξανασηκώνονται.
Η σκηνοθέτης Σαμ Τέιλορ Τζόνσον αποδεικνύεται ιδανική για αυτή την ταινία. Γιατί δεν καταλαβαίνει Χριστό από την ιστορία που διηγείται και προφανώς δεν την ενδιαφέρει εφ’ όσον την αντιμετωπίζει σαν ένα ρομάντζο με λίγα παραπάνω πυγοραπίσματα. Προσπαθεί η έρμη να βάλει έναν τόνο πραγματικής ευαισθησίας, δεν της το αρνούμαι, ακόμα κι εγώ συγκινήθηκα κάποια στιγμή, αλλά εγώ είμαι ψυχασθενής. Το βασικό που τη νοιάζει είναι να κάνει ένα ψευτομοντέρνο, στην ουσία βαθιά συντηρητικό αλλά επιφανειακά προχώ σε ερωτικές σκηνές ρομάντζο με όμορφα γυαλιστερά πλάνα σαν να τα έχεις ψεκάσει με όβερλάι.
Αν αυτός ήταν ο στόχος (που αυτός ήταν) πρέπει να παραδεχτώ ότι τον πέτυχε απόλυτα. Και πιθανότατα αν ήμουν 16 χρονών ή 50 να ψώνιζα κι εγώ. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είμαι. Το νεοσυντηρητικό προχώ τσοντέ της ταινίας κάνει ανάλογες του ’70 και του ’80 να μοιάζουν με σκληρά πορνό ή καλλιτεχνικά αριστουργήματα. Μπορεί οι “50 Aποχρώσεις του Γκρι” να είναι απολαυστικές σαν περιτύλιγμα εικόνας και πιθανότατα ένα βράδυ στην tv να τις ξαναδώ. Γιατί πολύ απλά δεν έχουν κανένα περιεχόμενο, κι αυτό με ξεκουράζει όταν βλέπω τηλεόραση. Έχουν μόνο το hype ενός ψευτομοντερνισμού, που απευθύνεται σε όσους νομίζουν ότι το να είσαι τραγουδιάρα και να βγάλεις τα πισινά σου σε βιντεοκλίπ ή να πεις μια κοινότοπη παπαριά με μελαγχολικό βλέμμα και βραχνή φωνή σε κάνει σεξουαλική επαναστάτρια. Κι εσύ να το πιστεύεις, ενώ όλος ο κόσμος σε λέει “γελοία”.
Βαθμολογία: 3 / 10
Σχόλια για αυτό το άρθρο