«Μάκβεθ»: Απο τους καλύτερους κινηματογραφικούς Σαίξπηρ (κι ο καλύτερος των «Μάκβεθ»-εννοείται)
Το έργο αυτό του ΒΑΡΔΟΥ το κατάτρεχε κατάρα, όπως έλεγαν οι παλιοί και το επαναλάμβαναν κι οι μεταγενέστεροι επί σειρά αιώνων. Οσοι το έπαιζαν αποτύγχαναν αν δεν τους τύχαιναν κι άλλου τύπου δεινά, ακόμα και θάνατοι.
«Κατάρα» ή «Μύθος»; Αγνωστο. Πάντως ό, τι και νάναι έχει καταρριφθεί. Διότι έπαψαν να το φοβούνται και το ανεβάζουν ο ένας μετά τον άλλο όπου ποια κατάρα να το βρει όταν το έχω δει σε μια παράσταση στο Βερολίνο όπου οι άντρες κυκλοφορούσαν ολόγυμνοι, το σκηνικό ήταν σάουνα κι η Λαίδη Μάκβεθ στη σκηνή του μονολόγου περί «αρωμάτων της Αραβίας» ήταν βουτηγμένη στην κόκα αφού ο σκηνοθέτης την ήθελε να παίζει τη σκηνή σαν τον Αλ Πατσίνο στο «Σημαδεμένο». Οπότε, μετά από αυτά ποιόν να πιάσουν οι κατάρες;
Το έργο ήταν «καταραμένο» επειδή είναι δύσκολο. Είναι το πιο βίαιο του Ελισαβετιανού, μαζί με τον «Τίτο Ανδρόνικο», έχει σκηνές μαχών και βίας που παρεμβάλλονται ανάμεσα στη δράση και στους κανόνες της τραγωδίας, όπου συνυπάρχουν τρεις τραγωδίες. Χαρακτηρίζεται μεν ως «η τραγωδία των ΤΥΨΕΩΝ» αλλά νεώτεροι αναλυτές έχουν προσθέσει- κι έχουν απόλυτο δίκιο- πως είναι ΚΑΙ «τραγωδία της ΦΙΛΟΔΟΞΙΑΣ» αλλά ΚΑΙ «τραγωδία της ΑΜΑΡΤΙΑΣ». Και το ορίζουν με την επισήμανση των τριών μαγισσών και του τι αντιπροσωπεύει εκάστη. Επιπλέον οι ρόλοι είναι δύσκολοι διότι είναι εξαιρετικά σύνθετοι, ο ηθοποιός καλείται να αποδώσει με ξέχωρο πάθος το πάθος των ηρώων που τους κάνει εγκληματίες της Ιστορίας αλλά και κατανοητούς στον θεατή ώστε να «καθαρθεί» κι αυτός μέσα από τη δική τους «κάθαρση»
Κι ερχόμαστε τώρα στον κινηματογράφο. Παραδόξως, στον κινηματογράφο, το «καταραμένο» έργο δεν συνοδεύτηκε από ανάλογες «καταδίκες». Κι ο Ορσον Γουέλες, κι ο Ακίρα Κουροσάβα με τον «Θρόνο του αίματος» αλλά κι ο Ρομάν Πολάνσκι που επικρίθηκε περισσότερο από τους άλλους για τη χρήση της βίας κι είχαν βγάλει μάλιστα κάποιοι και το πόρισμα ότι έκανε τη δική του κάθαρση για το φόνο της τότε γυναίκας του Σάρον Τέιτ από τον ψυχοπαθή γκουρού Τσαρλς Μάνσον, είχαν κάνει τη δική τους εκδοχή πάνω στο έργο κι είχαν βρει τους υποστηρικτές τους. Ουσιαστικά, όμως, είχαν κάνει το δικό τους. Το έργο είχε μείνει κάπου πέρα. Ο Ουέλες ήταν πλησιέστερος.
Το καινούργιο φιλμ που το υπογράφει ο άγνωστος Αυστραλός ΤΖΑΣΤΙΝ ΚΕΡΤΖΕΛ ΥΠΕΡΤΕΡΕΙ ΟΛΩΝ των προαναφερθέντων. Διότι ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ Κέρτζελ έχει κάνει τον πιο κινηματογραφικό «Μάκβεθ» κι ένα από τους κινηματογραφικότερους Σαίξπηρ που είδαμε στην οθόνη. Μετατρέπει το ΛΟΓΟ του Σαίξπηρ σε δράση και σε εικόνα, ενώ κρατά και το κείμενο, όπως επισημαίνω από την αρχή. Κι επιπλέον λειαίνει και τη βία, δεν την κάνει κύριο ζητούμενο, την υποδεικνύει και την υποβάλει. Με φωτογραφία σκοτεινή και με κυρίαρχο χρώμα το σκούρο καφέ είτε πρόκειται για το δάσος είτε για εσωτερικούς χώρους, μεταφέρει ως αίσθηση το έρεβος που φωλιάζει στις ψυχές του κεντρικού ζεύγους. Ο θεατής ούτε λεπτό δεν έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται στο θέατρο , είναι διαρκώς εντός κινηματογράφου κι επιπλέον ο κινηματογράφος αυτός δεν έχει τις γελοιότητες που συναντούμε τελευταίως σε μεταφορές σαιξπηρικών έργων στην οθόνη που τα εκσυγχρονίζουν ως δήθεν «μοντερνιά», σαν την παράσταση του Βερολίνου που ανέφερα και σαν τις κακοποιήσεις περί «μοντερνισμού» που συναντάμε και σε εγχώρια αλλά και σε διεθνή ανεβάσματα.
Μοντέρνος στην ταινία είναι ο τρόπος που παίζουν οι ηθοποιοί. Ο ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ ΜΑΙΚΛ ΦΑΣΜΠΕΝΤΕΡ όπου εδώ δεν ναρκισσεύεται ούτε προβάλει τη σέξυ φιγούρα του. Ο, τι είναι να αναδειχτεί θα αναδειχτεί μέσα από το ρόλο. Ο Φασμπέντερ παίζει με τη γοητεία του κινηματογραφικού σταρ και με το δυναμισμό του σαιξπηρικού ερμηνευτή, με εξαιρετική εσωτερικότητα που απαιτεί το κινηματογραφικό παίξιμο αλλά και με επίγνωση πως ο λόγος που εκφέρει είναι ποιητικός και χρειάζεται από τον ηθοποιό ανάλογη μεταχείριση. Είναι ένας εκπληκτικός ΜΑΚΒΕΘ εκεί που άλλοι , ακόμα και μεγάλοι του θεάτρου, λύγισαν.
Η ΜΑΡΙΟΝ ΚΟΤΙΓΙΑΡ επίσης στο ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ, χωρίς να φτάνει τη δυναμική του Φασμπέντερ, που όμως και δεν απαιτείται , προβάλει στη δικήν της Λαίδη το στοιχείο της Γυναίκας. Είναι ένα μυστικό πάνω σε αυτό το ρόλο όπου οι γυναίκες ηθοποιοί οι οποίες δοκιμάστηκαν, και μιλώ για τις μεγάλες, το στοιχείο αυτό το έχασαν σύμφωνα με όσα μας λέει η Ιστορία του Θεάτρου . Στην Ελλάδα η Μαρίκα Κοτοπούλη όταν το έπαιξε λέγεται πως επιβεβαίωσε κατά ένα τρόπο την κατάρα του έργου προσπαθώντας να την κάνει υπερ-τραγική αλλά κι η Κατίνα Παξινού, όσο κι αν ακούγεται ασύλληπτο, εν τούτοις λέγεται πως μόνο στην Τρίτη πράξη, όταν παραλογίζεται από το αίμα που φέρνει αίμα κι από όσα έχει υποβάλει η ίδια στον άνδρα της ώστε από Δούκας να γίνει βασιλιάς μέσα από το αίμα των άλλων, άγγιζε τα όρια του συγκλονιστικού.
Μόνο η Μελίνα Μερκούρη (απίστευτο όσο και το περί του αντιθέτου όσον αφορά στην Παξινού) όταν ανέβηκε το έργο από το Δημήτρη Μυράτ το 1955 λέγεται πως είχε συλλάβει τη «Γυναίκα» κι είχε υμνηθεί γι αυτό από τις κριτικές της εποχής διότι το στοιχείο «Γυναίκα» είναι πολύ καθοριστικό για τη συμπεριφορά της Λαίδης Μάκβεθ.
Τη Γυναίκα ακριβώς προβάλει η Μαριόν Κοτιγιάρ στην ερμηνεία της , τη «Γυναίκα του Αντρα», τη Γυναίκα που θέλει τον Αντρα δυνατό κι ανυποχώρητο, τη Γυναίκα που ζητεί από τον Αντρα να τιμωρήσει τη Μοίρα που τους πήγε ενάντια και τελικά από αυτή τη Μοίρα να τιμωρηθεί κι η ίδια και να οδηγηθεί κι εκείνος στον όλεθρο έχοντας βάψει κατεπανάληψη τα χέρια του στο αίμα. Αίμα, αίμα, αίμα. Ωστόσο, άλλο ένα στοιχείο για την εκτίμηση της συγκεκριμένης ταινίας και της σκηνοθεσίας του Τζάστιν Κέρτζελ είναι πως δεν κατέφυγε στην ευανάγνωστη ευκολία να δώσει προτεραιότητα στο κόκκινο χρώμα αλλά να προτείνει το «σκοτωμένο» καφέ.
Αντιλαμβάνομαι πως για όσους λατρεύουν είδωλα η σύγκριση της ταινίας και της σκηνοθεσίας του Κέρτζελ με ονόματα σαν του Ουέλες, του Κουροσάβα και του Πολάνσκι με οδηγεί στην ιεροσυλία. Όμως, πριν βιαστούν να βγάλουν την καταδικαστική απόφαση, μια φράση θα έχω να πω στο δικαστήριο: ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΚΙ ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ. Ας μάθουν να κρίνουν με βάση τις σκηνοθεσίες κι όχι με βάση τα ονόματα σκηνοθετών.
Την ταινία την παρακολούθησα με τον σεβαστό μου καθηγητή Κο ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ, ο οποίος είχε συγκλονιστεί για τον Σαίξπηρ που έβλεπε. Τι είπα; ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΑΙΞΠΗΡ. Ο σκηνοθέτης Τζάστιν Κέρτζελ Σαίξπηρ ανέλαβε και Σαίξπηρ παρέδωσε. Δεν τον εκμεταλλεύτηκε για να προβάλει τον εαυτό του και να τον πλασάρουν οι κριτικοί των εφημερίδων και των Φεστιβάλ ως auteur. Κι ο καθηγητής Μαρωνίτης εκστασιάστηκε για τον Σαίξπηρ, κι όχι για τον…. Κέρτζελ.
ΥΓ. Τα κοστούμια της Τζάκλιν Ντουράν (η οποία είχε πάρει Οσκαρ για την «Αννα Καρένινα» του Τζο Ράιτ) εκφράζουν όλη την τραχύτητα του πνεύματος των ηρώων ενώ τον κοστούμι του Μάκβεθ για τη σκηνή του δείπνου είναι προιόν σοβαρής μελέτης αλλά και μεγάλης έμπνευσης.
Σχόλια για αυτό το άρθρο