Ο “εξαποδώ” κάνει πάρτι του νόου ας μπέτερ, κι ο ΤΑΖ χορεύει τσάμικο, παρακολουθώντας την επιστροφή ενός (κάποτε) υπέροχου σκηνοθέτη.
Μια φορά κι ένα καιρό, υπήρξε ένας ισπανός σκηνοθέτης που εντυπωσίασε όλο τον κόσμο με την ταινία του, η οποία έγινε αμερικάνικο ριμέικ και του εξασφάλισε διαβατήριο για διεθνείς πτήσεις. Όλα αυτά συνέβησαν το σωτήριο έτος 1997, με τον Αλεχάντρο Αμενάμπαρ να σκηνοθετεί το ατμοσφαιρικό θρίλερ “Άνοιξε τα Μάτια”, που το 2001 “βαφτίστηκε” “Vanilla Sky” με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ. Το πρώτο αγγλόφωνο βήμα του Αμενάμπαρ ήταν εξ’ ίσου εντυπωσιακό. Μία εξ’ ίσου ατμοσφαιρική ταινία γοτθικού τρόμου που θεωρείται πλέον classic, το “Oι Άλλοι”, το 2001, με την Νικόλ Κίντμαν. Ο Αλεχάντρο επιστρέφει στην πατρίδα του, κι από κει, το Χόλιγουντ του κλείνει πάλι το μάτι, με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για το δραματικό “H Θάλασσα Μέσα Μου” το 2004.
Δυστυχώς για τον Αμενάμπαρ, οι δόξες τελειώνουν κάπου εκεί, εφ’ όσον η φιλόδοξη “Agora” του με θέμα την Υπατία την Αλεξανδρινή, παρά το ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα της, δεν συγκίνησε κανέναν και πέρασε στη λήθη. Κάτι που πρέπει να του στοίχισε ιδιαίτερα εφ’ όσον εξαφανίστηκε για 6 ολόκληρα χρόνια. Πολυαναμενόμενη η φετινή του επιστροφή στο ρινγκ με την “Σκοτεινή Ανάμνηση” (Regression”), όχι μόνο επειδή έχει να κάνει τόσα χρόνια ταινία, αλλά και επειδή “επισκέπτεται ξανά” το είδος του ατμοσφαιρικού θρίλερ μυστηρίου που έχει αποδείξει ότι ξέρει να χειρίζεται εντυπωσιακά. Με “συνεπιβάτες” του, τον Ίθαν Χοκ την Έμα Γουότσον και τον Ντέιβιντ Θιούλις.
Μια ανήλικη καταγγέλει τον πατέρα της για σεξουαλική κακοποίηση. Eκείνος, πρώην αλκοολικός και νυν θρησκόληπτος, δε θυμάται τίποτα αλλά ομολογεί ένοχος, με βάση το ότι η κόρη του αποκλείεται να λέει ψέμματα, επομένως αυτό για τον οποίο τον καταγγέλει είναι κάτι που σίγουρα συνέβη αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να θυμηθεί. Κι ένας αστυνομικός με τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου, προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο, χρησιμοποιώντας την μέθοδο της “αναδρομής”, που φέρνει στην επιφάνεια καταπιεσμένες μνήμες από το υποσεινήδητο.
Αυτό εκ μέρους του ψυχιάτρου, την ώρα που ο αστυνομικός διεξάγει τη δική του έρευνα, που τον οδηγεί σε ιδιαίτερα σκοτεινά μονοπάτια, ενώ ταυτόχρονα, οι Η.Π.Α.έχουν κυριευτεί από το φόβο των σατανιστικών οργανώσεων. Κατι για το οποίο ο Αμενάμπαρ μας ενημερώνει αμέσως μετά τους τίτλους της αρχής, συμπληρώνοντας, πως η ταινία είναι εμπνευσμένη από αληθινά περιστατικά. Δεν λέει ψέματα, εφ’ όσον εκείνη την εποχή, αρχές της δεκαετίας του 90, υπήρξε μαζική υστερία για σατανιστικές τελετές με θυσίες ζώων και μωρών μαζί με σεξουαλικά όργια.
Ουσιαστικά όμως, ξεκινώντας με φάουλ, το ένα από τα τρία μέτωπα μυστηρίου της ταινίας, μας δίνεται από την αρχή έτοιμο στο πιάτο, για να μην κουραστούμε να το ψάξουμε. Η κακοποίηση της ανήλικης, ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, η σχετίζεται με σατανιστικές τελετές; Το δεύτερο είναι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει σατανάς και μεταφυσικό. Το τρίτο μυστήριο που αφορά στο αν το έκανε ή δεν το έκανε ο πατέρας, εξ’ ίσου σημαντικό, περνάει παραπλανητικά, σε δεύτερη μοίρα, μέχρι την τελική αποκάλυψη – εξήγηση – ανατροπή – έκπληξη φτου και βγαίνω. Η παραπλάνηση, είναι από τα βασικούς πυλώνες στήριξης όλης της ταινίας, με τον Αμενάμπαρ να περνάει από το φανταστικό στο ρεαλιστικό, κι από το ατμοσφαιρικό θρίλερ μυστηρίου στην κοινωνιολογική παρατήρηση “ακροβατώντας” στα όρια μεταξύ αλήθειας και φαντασίας.
Δυστυχώς και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του, το κάνει ιδιαίτερα χοντροκομμένα, δηλώνοντας σύγχιση προθέσεων ως προς τι ακριβώς θέλει να πετύχει. Το αποτέλεσμα είναι σαν θεατής να νιώσεις εξαπατημένος. Ειδικά στο φινάλε. Όχι γιατί φταίει το φινάλε από μόνο του, αλλά επειδή ο τρόπος που οδηγείσαι εκεί είναι άτσαλος και το οικοδόμημα μοιάζει σαν ξύλινη καλύβα φαγωμένη από σαράκι, έτοιμη να καταρεύσει. Κάτι για το οποίο ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό και οι δύο πρωταγωνιστές.
Ο Ίθαν Χοκ, εντελώς έξω από τα νερά του, μολονότι πρωταγωνιστής, μοιάζει σαν να βρίσκεται σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν, ή σαν να πέρασε τυχαία από τα γυρίσματα μια μέρα που είχε αρρωστήσει ο πρωταγωνιστής και του πρότειναν να τον αντικαταστήσει, ο ίδιος δέχθηκε αλλά δεν είχε χρόνο να μάθει τι ακριβώς ρόλο παίζει. Η Έμα Γουότσον, παλεύει να αποδείξει ότι δεν είναι πια η Ερμιόνη του Χάρι Πότερ, αλλά από θύμα, μοιάζει περισσότερο με νευρωτικό κακομαθημένο. Ίσως επειδή ο ρόλος της που είναι και το επίκεντρο του μυστηρίου, είναι τόσο επιφανειακά γραμμένος. Κι από ψυχογράφημα, καταλήγει σε καρδιογράφημα νεκρού.
Όσο για τον Ντέιβιντ Θιούλις, θέλει να πάει νωρίς για ύπνο για να μην τον μαλώσει η μαμά του που κυκλοφορεί αργά έξω από το σπίτι. Βασικά από ένα σημείο και μετά, κι εσύ θες να κάνεις το ίδιο και είναι περίεργο, γιατί η ιστορία έχει ζουμί, αλλά από το πολύ “ψήσιμο”, η μπριζόλα σερβίρεται ξερή σαν σόλα. Παπουτσιού. Όση ατμόσφαιρα κι αν προσπαθεί να δημιουργήσει ο Αμενάμπαρ, χάνεται εφ’ όσον τα μοτίβο επαναλαμβάνονται, οι διαθέσεις παλινδρομούν, και μεμονωμένες σκηνές, πέφτουν σαν σοβάδες.
Το φινάλε όπως προκύπτει, δίνει το τελευταίο χτύπημα σε μια ταινία που θα μπορούσε να είναι πολύ, πάρα πολύ καλύτερη, αν ο δημιουργός της αποφάσιζε τι ακριβώς θέλει να πει. Ή μάλλον για την ακρίβεια, αν ήταν πιο τίμιος ως προς αυτό που θέλει να πει, με μια “γραπτή ενημέρωση” πριν τους τίτλους τέλους, να μας αποκαλύπτει τις προθέσεις του. Kαι την απάτη.
Βαθμολογία: 3 / 10
Σχόλια για αυτό το άρθρο