Ο Αλέξης Σταμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακά Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Έχει γράψει τριάντα βιβλία. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο έβδομος ελέφαντας εκδόθηκε στην Μεγάλη Βρετανία. Το Μπαρ Φλωμπέρ εκδόθηκε στην Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Η Αμερικάνικη Φούγκα, κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και εκδόθηκε στις ΗΠΑ (Etruscan Press). Το πρώτο του παιδικό μυθιστόρημα Ο Άλκης και ο Λαβύρινθος τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Κύκλου του Παιδικού Βιβλίου. Θεατρικά του έργα του έχουν ανέβει σε πολλά θέατρα της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Το Βήμα».
-Τι ήταν εκείνο που σε έκανε να ασχοληθείς με τη συγγραφή βιβλίων;
Από μικρό παιδί δεν είχα ιδιαίτερα καλή σχέση με την πραγματικότητα. Όχι, ότι δε συμμετείχα σε δράσεις παιχνίδια κ.τ.λ. Απλώς, υπήρχε ένα κομμάτι μου που ήταν εκτός και επί τα αυτά. Η πραγματικότητα δεν μου έφτανε. Ήθελα να πολλαπλασιάσω τα πράγματα. Και συνέβη από τα βιβλία. Διάβαζα τα πάντα, ό,τι υπήρχε γύρω μου. Την εγκυκλοπαίδεια λ.χ., ως μυθιστόρημα. Κάποια στιγμή ,όπως ήταν φυσικό προσπάθησα και εγώ να εκφράσω αυτά που μου συνέβαιναν μέσα από το γράψιμο. Το έκανα εντελώς κρυφά μέχρι που έδειξα τα ορνιθοσκαλίσματά μου σε έναν άνθρωπο του χώρου που εμπιστευόμουν, ο όποιος με ενθάρρυνε να εκδώσω την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Μετά από ένα διάστημα πλήρους ενασχόλησης με την ποίηση άρχισα να γράφω και πεζά και εν τέλει ασχολήθηκα με σχεδόν όλα τα είδη του λόγου. Δεν ξέρω λοιπόν αν κάτι με ώθησε προς το γράψιμο ή αν αυτή η ανάγκη του να δημιουργεί κανείς άλλους κόσμους, είτε ως αναγνώστης ή ως συγγραφέας, ήταν εγγενής εντός μου.
-Από που εμπνέεσαι και από αντλείς ιδέες για τη συγγραφή των έργων σου;
Από τα πάντα. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι εκτυφλωτικό, ώστε να αποτελέσει έμπνευση για ένα βιβλίο. Μπορεί να είναι κάτι πολύ ταπεινό, μπορεί να είναι απλώς μία αίσθηση, μία λέξη, μια ανάμνηση. Το μαγνητικό πεδίο του συγγραφέα κινείται μαζί του και όταν συναντά κάτι που τον ερεθίζει το έλκει. Ύστερα αρχίζει η επεξεργασία του «αιχμαλώτου».
-Έχεις αγαπημένους συγγραφείς Έλληνες ή ξένους; Έχεις επηρεαστεί από αυτούς;
Έχω την τύχη να μην έχω μόνο έναν αγαπημένο συγγραφέα Έλληνα ή ξένο. Είμαι θα έλεγα «πολυγαμικός» στις προτιμήσεις μου οι οποίες εκτείνονται και σε τελείως διαφορετικά είδη. Είναι βέβαιο ότι κάποιος επηρεάζεται από τους συγγραφείς που έχει διαβάσει ,τους κουβαλά εντός του. Το ζήτημα είναι να αφομοιώνει την επιρροή αυτή και να προχωρά με το δικό του τρόπο.
-Ένα βιβλίο είναι πιο πολύ μέσο ψυχαγωγίας ή πνευματική τροφή;
Αυτή η ερώτηση με φέρνει σε μεγάλη αμηχανία γιατί δεν μπορώ να δω το βιβλίο ως τροφή ούτε ως κάτι το πνευματικό με την τρέχουσα έννοια. Το πνευματικό είναι κατ’ αντιδιαστολή με κάτι. Και το κάτι αυτό είναι σωματικό. Η τέχνη μπορεί να πυροδοτεί και το σώμα και τη ψυχή. Όσο για τη ψυχαγωγική του αξία, εάν αυτή υπάρχει δεν με ενοχλεί καθόλου. Η αγωγή της ψυχής είναι κάτι το εξαιρετικά ωφέλιμο.
-Η οικονομική δυσπραγία και η πανδημία επηρέασαν τις πωλήσεις;
Σε τεράστιο βαθμό. Το βιβλίο είναι σε κρίση πάνω από 10 χρόνια. Δεν νομίζω να υπάρχει Έλληνας συγγραφέας, ο όποιος να βιοπορίζεται από τα βιβλία του. Δυστυχώς και η πολιτική του βιβλίου δεν μας βοηθάει, όπως θα έπρεπε.
-Πόσα βιβλία έχεις γράψει; Ξεχωρίζεις κάποιο από αυτά;
Έχω γράψει γύρω στα 30 βιβλία, μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, παιδικά και θεατρικά. Επειδή είμαι άνθρωπος που συνήθως βλέπω μπροστά δεν κάνω flash back που θα μου επέτρεπε τέτοιου τύπου αξιολόγηση.
–Μίλησε μου για το ολόφρεσκο βιβλίο σου με τίτλο ‘’Αθώα πλάσματα’’
Τα ‘’Αθώα πλάσματα’’ είναι το τελευταίο μου βιβλίο που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι η ιστορία του Στέφανου ενός ιδιωτικού ερευνητή, ο οποίος δέχεται μια πολύ περίεργη πρόσκληση από μία πελάτισσα. Στην αρχή την αρνείται αλλά τελικά εμπλέκεται σε ένα κόσμο που τον ξεπερνά. Το βιβλίο ακολουθεί ως ένα σημείο τους κώδικές του νουάρ αλλά ξεφεύγει από το είδος μιας και το ζητούμενο εδώ είναι η ανθρώπινη φύση και οι τρομερές της αντιφάσεις. Εάν με ρωτούσατε τι είναι τα «Αθώα πλάσματα» τελικά: αστυνομικό, θρίλερ, οντολογικό μυθιστόρημα, μια παραβολή, θα απαντούσα πως, όπως πάντα, δε με απασχολεί και ιδιαίτερα η ειδολογική κατάταξη των βιβλίων μου. Για να είμαι, ωστόσο απόλυτα ειλικρινής, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναγνωρίσιμη η φόρμα του νουάρ. Εκείνο που με αφορά περισσότερο είναι να εξορύξω από τον πρωταγωνιστή αλλά και από τους σημαντικούς δεύτερους ρόλους το ψυχολογικό μέταλλο, το εναποτεθημένο βάρος που τους ωθεί στην συγκεκριμένες πράξεις.
(φωτογραφία: Αντιγόνη Κουράκου)
Σχόλια για αυτό το άρθρο