Γιατί το οσκαρικό “Βirdman” διχάζει τόσο τους θεατές; Είναι το αριστούργημα της χρονιάς ή μια παραφουσκωμένη καλλιτεχνική επίδειξη ικανοτήτων; Aκόμα αναρωτιέμαι. Θα μπορούσε να είναι αριστούργημα. Μπορεί και να είναι δηλαδή. Ναι, γνωρίζω πως η ασάφεια της παραπάνω πρότασης θυμίζει περισσότερο δηλώσεις του Τσίπρα παρά ξεκάθαρη στάση και πρόταση ενός κριτικού. Δυστυχώς -αν και άφησα να περάσουν μερικά 24ωρα από την προβολή της ταινίας, για να την “ψάξω” μέσα μου- αυτό είναι ότι καλύτερο μπορώ να γράψω.
Σκηνοθετικά δεν το συζητάω, ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου σου διαλύει τον εγκέφαλο με ένα τρικ που το είχε χρησιμοποιήσει και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στη “Θηλιά” αλλά με άλλη λογική, τεχνική και τρόπο. Όλη τη ταινία είναι ένα και μόνο πλάνο με συνεχή τράβελινγκ και ανεβοκατεβάσματα σε στέγες, μέσα και έξω από δωμάτια, ξημερώματα και νύχτες, εξωτερικά και εσωτερικά γυρίσματα. Χωρίς ένα cut για αλλαγή σκηνής. Ουσιαστικά για ψευδομονοπλάνο πρόκειται το οποίο αποτελείται από επί μέρους και πάλι εντυπωσιακά στην τεχνική και το συγχρονισμό τους μεγάλα μονοπλάνα που με την ψηφιακή βοήθεια μια μοιάζουν ένα συνεχόμενο.
Και σε εντυπωσιάζει όχι μόνο για την τεχνική του αρτιότητα, αλλά επειδή το τέχνασμα λειτουργεί και οργανικά, σε παρασύρει στη φρενίτιδα του εγκεφάλου του κεντρικού χαρακτήρα αλλά και όλης της τρέλας που κυριαρχεί στα παρασκήνια ενός θεατρικού έργου του Μπρόντγουεϊ. Και λειτουργεί αισθητικά στο παιχνίδι με τον κόσμο των κόμιξ και του ακατόρθωτου που κατοικεί στο μυαλό του ένα βήμα πριν το Όσκαρ, Μάικλ Κίτον. Ενός παλιού αλλά ξεχασμένου πλέον αστέρα του Χόλιγουντ, που έγινε διάσημος παίζοντας τον κόμικ σούπερ ήρωα “O Άνθρωπος Πουλί” και αποφασίζει να επανέλθει στο προσκήνιο από την πόρτα της ποιότητας. Σαν παραγωγός, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής σε μια δική του διασκευή ενός διηγήματος του Ρέιμοντ Κάρβερ με τον τίτλο “Για ποιο πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη.”
Όχι τυχαία, ο Κίτον έγινε star παίζοντας τον “Batman” που μοιάζει πολύ με τον “Birdman”. Κι επίσης -όχι τυχαία- μία από τις πιο αστείες ατάκες της ταινίας, είναι αυτή που αναφέρεται στο σουξέ του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ, στο ρόλο του “Ιron Man”. Όμως αυτού του τύπου ο σχολιασμός απέναντι στα blockbuster του Χόλιγουντ με σούπερ ήρωες, έχει το διδακτικό βάθος έκθεσης μαθητή στο δημοτικό. Το ίδιο και οι αναφορές στα social media που δείχνουν ότι ο Ιναρίτου θέλει λίγο από όλα.
Γύρω από τον Κίτον, κινείται ένας ολόκληρος μικρόκοσμος, από τη Ναόμι Γουότς που παίζει στο θεατρικό, τον αλλαζόνα Έντουαρντ Νόρτον που είναι ο συμπρωταγωνιστής της, την κόρη του Έμα Στόουν που μόλις έχει βγει από κέντρο αποτοξίνωσης, τον παραγωγό του Ζακ Γαλυφιανάκη και πολλούς άλλους. Το πρόβλημα είναι ότι οι πρόβες μάλλον είναι καταστροφικές, οι εντάσεις και τα μπλεξίματα μεταξύ των ηρώων οδηγούν σε αδιέξοδο ενώ την ίδια στιγμή ο Κίτον έχει μάλλον σοβαρό πρόβλημα παραισθήσεων. Με τον Άνθρωπο Πουλί να μιλάει συνέχεια στο μυαλό του και τον ίδιο να πιστεύει ότι διαθέτει υπερφυσικές και τηλεπαθητικές ικανότητες σούπερ ήρωα. Που ο σκηνοθέτης τις παρουσιάζει σαν να υπάρχουν πραγματικά.
Μέσα σε όλο αυτό το μικρόκοσμο, υπάρχουν πραγματικά απολαυστικές ατάκες, διάλογοι και αναφορές γραμμένες με τρομερή οξυδέρκεια, κομψότητα, σαρκασμό, και ενδοσκόπηση. Κι εκεί αρχίζει το πρόβλημα. Γιατί ενώ όλο αυτό είναι απολαυστικό στην πρώτη του ανάγνωση και “ραμένο” με κομψότητα αγγλικού κοστουμιού, ο Ιναρίτου αποφασίζει να το κάνει πλουμιστό και παραγεμισμένο, τύπου πιο Βερσάτσε και πέφτει στην παγίδα για την οποία τον κατηγορούν συνήθως οι επικριτές του. Της επιδειξιομανίας. Προσωπικά λατρεύω τους επιδιξειομανείς ειδικά όταν είναι τόσο ταλαντούχοι και έχουν πράγματα να επιδείξουν και φτιάχνουν και μια ταινία που είναι ίσως η καλύτερη της φετινής οσκαρικής κούρσας με 9 υποψηφιότητες.
Όμως σε μια αντιστροφή της γνωστής φράσης “βλέπεις το δέντρο και χάνεις το δάσος” o Iναρίτου εδώ είναι τόσο μανιακός να δείξει το δάσος, που χάνει τον οπτικό και συναισθηματικό του άξονα με το δέντρο. Με το τι ακριβώς θέλει να πει. Και πως θέλει να το πει. Για τη ματαιοδοξία, το Χόλιγουντ, την τέχνη, τα παρασκήνια, τους εσωτερικούς δαίμονες, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ζωή, το θάνατο και και και… Όχι εντελώς άδικα, πολλοί συγκρίνουν τη συγκεκριμένη ταινία με το “All That Jazz”. Λίγο άδικα όμως ναι. Γιατί το “All That Jazz” μπορεί να μοιράζεται σε μεγάλο βαθμό την ίδια θεματική με το “Birdman” σε εντελώς όμως διαφορετικό πλαίσιο και φόρμα και στόχο. Θα μου πεις τώρα, και ποιος τελικά είναι ο στόχος του Ιναρίτου; Ε, εκεί είναι το πρόβλημα. Είναι το να μιλήσει για όλα τα παραπάνω σε μια δραματική, ειρωνική και εγκεφαλική κωμωδία που ενώ εντυπωσιάζει και σε ευχαριστεί, τελικά μπερδεύεται και η ίδια σαν τον ήρωα της. Και μπερδεύει και τον θεατή. Μετά το κινηματογραφικό ξέσπασμα της κόντρας του Κίτον με τον Νόρτον που πάει να οικειοποιηθεί όλη τη δόξα της παράστασης, το πράγμα εκτροχιάζεται. Με παράλληλες σχέσεις, εγκυμοσύνες, φαντασμαγορικές σκηνές από ταινία με σούπερ ήρωα και διάφορα άλλα. Από τα οποία το καλύτερο είναι ίσως η συνάντηση του ήρωα με μια ξιπασμένη κριτικό που είναι αποφασισμένη να τον καταστρέψει και ο μεταξύ τους διάλογος. Που με μεγάλη μου χαρά έκανε πολλούς από τους κριτικούς με τους οποίους έβλεπα την ταινία να θυμώσουν. Aπο κει προέρχεται και ο δεύτερος τίτλος της ταινίας, “H απρόσμενη αρετή της αφέλειας” σε ένα έξυπνο, δυνατό αλλά προβλεπόμενο για τους πιο μυημένους προφινάλε. Το οποίο ακολουθεί ένα όμορφο και απελευθερωτικό, όσον αφορά την έκφραση της Έμα Στόουν, αλλά δραματικό στην ουσία του φινάλε, που και πάλι δεν καταλαβαίνεις γιατί έπρεπε να κυλήσει, σαν έξτρα στρας πάνω στο κοστουμάκι του προφινάλε.
Και δεν το καταλαβαίνεις γιατί μέσα σε όλα όσα θέλει να πει ο Ιναρίτου, δεν εξαφανίζονται μόνο οι δεύτεροι χαρακτήρες του (η Ναόμι Γουότς για παράδειγμα είναι εξωφρενικά ανύπαρκτη). Εξαφανίζεται τελικά και ο ίδιος ο ήρωάς του και μάλιστα στα πιο ζωτικά σημεία. Εκεί που προσπαθείς να αποκτήσεις επαφή με το σύμπαν του. Να το κατανοήσεις και να πιάσει τόπο μέσα σου. Όχι ότι δεν πιάνει ακόμα κι έτσι. Αλλά τον πιάνει σαν κρυπτόλεξο, σαν να πρέπει εσύ μετά να βρεις την άκρη, αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ίσως αυτός να ήταν κι ο στόχος του δημιουργού. Ίσως σαν θεατές έχουμε εθιστεί στην έτοιμη τροφή, τα εύκολα συμπεράσματα και σίγουρα η τέχνη δεν είναι αυτό. Η τέχνη θέλει να στήνεις αρένα μέσα σου και να αυτοαναιρείσαι σχεδόν μαζοχιστικά μέχρι να βρεις, αν βρεις, την αλήθεια.
Πράγμα που σημαίνει ότι για μένα, το “Birdman” παρά τις διαφωνίες μου, είναι η ταινία που αξίζει το φετινό Όσκαρ όσο κι αν διαφωνώ με πράγματα. Έχει όραμα, έχει τέχνη, έχει τεχνική, έχει απόλαυση σαν θέαμα, έχει συναίσθημα (μπλοκαρισμένο) και έχει μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές και ατάκες του φετινού χειμώνα. Πάνω από όλα έχει ακόμα κάτι πιο σημαντικό. Πολώνει τους θεατές, οι μισοί μιλάνε για αριστούργημα και οι άλλοι μισοί για μια φλύαρη αποτυχία που θα μπορούσε να πει ότι θέλει να πει, πολύ πιο λιτά και κατανοητά. Για πρώτη ίσως φορά στην καριέρα μου σαν γραφιάς, θα φανώ μετριοπαθής στην κρίση μου ίσως και λόγω της φάσης που περνάω (πάντα οι κριτικές φιλτράρονται από τη φάση που περνάς). Χωρίς αυτό να μου αναιρεί το δικαίωμα όταν ξαναδώ την ταινία, να γράψω ότι πρόκειται για αριστούργημα.
Υ.Γ.: Αν ο μεταφραστής του τίτλου της ταινίας, είχε προτιμήσει να προσεγγίσει το “ignorance” ως “άγνοια” κι όχι ως “αφέλεια”, δηλαδή “H Απρόσμενη Αρετή της Άγνοιας”, τότε η ταινία και οι στόχοι της ίσως χτυπούσαν περισσότερο κέντρο. Μια λέξη μπορεί πάντα να φέρει την καταστροφή ή την αποθέωση.
ΥΓ2: Aν ο Ιναρίτου είχε σταθεί λίγο περισσότερο πάνω στον τίτλο του έργου του Κάρβερ σαν συναισθηματικής αντιληπτικότητας νοημοσύνη κι όχι διαννουμενίστικης, δηλαδή το “Για ποιο πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη”, ίσως να είχε καταφέρει με οδηγό του το συναίσθημα κι όχι την εκλογίκευση του παραλόγου, να μιλήσει πιο ουσιαστικά.
BIRDMAN Ή Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΑΦΕΛΕΙΑΣ – BIRDMAN OR THE UNEXPECTED VIRTUE OF IGNORANCE
Βαθμολογία: 7 – 10
Σχόλια για αυτό το άρθρο