Το καθήκον με καλεί να εξηγήσω το γιατί όσοι θεωρούν τις “Xρυσές Σφαίρες” κάτι σημαντικό, πρέπει να θεωρούν και τα καλλιστεία “Μις Πελοπόννησος”, εθνικό θεσμό. Επίσης, γιατί φέτος τα Όσκαρ τραβάνε ζόρι και κυρίως, για την αβάσταχτη γελοιότητα της Χρυσής Σφαίρας.
Για να μην το ζαλίζουμε κι επειδή αυτό το άρθρο, με παραλλαγές κάθε χρονιά που το γράφω το βαριέμαι αφόρητα, οι “Xρυσές Σφαίρες” απονέμονται από την “Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου του Χόλιγουντ”. Μια κατοστάρα ξεφλουδισμένα γερόντια με κύριο αντικείμενο τους τα παρακινηματογραφικά και τα κοσμικά ξεκωλίκια της μαγικής πόλης. Χωρίς τις απαραίτητες κινηματογραφικές γνώσεις απλά με πολύ καλά κοσμικά κονέ. Κονέ που τους συνδέουν με τα μεγάλα κεφάλια των αμερικάνικων στούντιο για να πάρουν τις κατευθύνσεις τους. Μόνο έτσι μπορούν να θεωρηθούν προάγγελος των Όσκαρ. Ως προς το τι δηλαδή, τα μεγάλα στούντιο θέλουν να προοωθήσουν και να προμοτάρουν για την οσκαρική κούρσα με το αζημίωτο πάντα για τα μέλη της “Ένωσης Ανταποκριτών”. Tαξιδάκια κι άλλα δωράκια που έχουν ουκ ολίγες φορές δημιουργήσει σκάνδαλα.
“Και τότε γιατί όλος αυτός ο ντόρος εξυπνάκια;” θα μου πεις και με το δίκιο σου. Επειδή κάθε καλοστημένη γκλαμουράτη διαφήμιση δημιουργεί ντόρο, κι αυτό είναι στην ουσία οι “Xρυσές Σφαίρες”. To μεγαλύτερο προοσκαρικό ντίνερ πάρτι με όλους τους διάσημους να κάθονται σε τραπεζάκια, να ποζάρουν φορώντας νέα μοντελάκια και να λένε κι ένα τραγούδι, λόγο, επικήδειο, οτιδήποτε, φάτε μάτια ψάρια δηλαδή. Άντε κι ένα ζευγάρι παρουσιαστών όπως φέτος ήταν η Τίνα Φέι και η Έιμι Πόλερ που δεν τα πήγαν και πολύ καλά, να πούνε καμία αξιομνημόνευτη ατάκα να σχολιάζουμε την επόμενη μέρα. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και το ιδιαίτερα αξιόπιστο (και καυστικό) “Vulture” του περιοδικού θρύλος “Νew York” περιγράφει τα βραβεία ως “μια τελετή που της δίνεται μεγαλύτερη αξία από όση της αναλογεί αν σκεφτεί κανείς ότι τα βραβεία ψηφίζονται από μια χούφτα, περίεργους τύπους”. Kαι αργόσχολους συμπληρώνω.
Κατά τα άλλα και για να πάμε στο κυρίως πιάτο που είναι τα Όσκαρ, φέτος τα πράγματα φαίνονται ζόρικα. Και φαίνονται ζόρικα γιατί δε θυμάμαι άλλη χρονιά με τόσο φανερή την απουσία των μεγάλων παραγωγών. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει κάτι καλό, ότι δηλαδή τα μέλη της Ακαδημίας ξαφνικά άλλαξαν ρότα και αποφάσισαν να πουσάρουν το “ανεξάρτητο”, πιο καλλιτεχνικό σινεμά όπως το “Boyhood” του Λινκλάτερ που ναι μεν είναι ένα σκηνοθετικό επίτετυγμα εφ΄ όσον του πήρε 12 χρόνια για να ολοκληρωθεί και οι κριτικοί το αποθέωσαν. Όμως μολονότι του βγάζω το καπέλο μου, ο Λινκλάτερ δεν είναι αγαπημένος μου, ούτε η 2 ωρών και 45 λεπτών ταινία του που παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο την ενηλικίωση ενός πιτσιρικά είναι κάτι που με συναρπάζει σαν ιδέα ή με κάνει να θέλω να την ξαναδώ.
Το πρόβλημα είναι, πως λιγότερο ή περισσότερο κάπως έτσι είναι και οι υπόλοιπες ταινίες που φιγουράρουν σαν φαβορί, μέσα από μια μέτρια κινηματογραφικά χρονιά, που αναγκαστικά κρυφοκοιτάζει στο “εναλλακτικό” αφού το ποιοτικό της mainstream έκανε νερά. Είμαι σίγουρος ότι τα στούντιο πόνταραν πολλά και στο “Interstellar”, και στο “Exodus” και το “Nώε” για να αναφέρω τα πιο πρόσφατα παραδείγματα ταινιών με σκηνοθετική υπογραφή, επική διάθεση και οσκαρικές φιλοδοξίες, που όμως στην ουσία έχασαν το στόχο τους.
Τι μένει από κει και πέρα; Μια οσκαρική βραδιά εκπλήξεων μεν, (αλλά για ποιους;) και μειωμένου ενδιαφέροντος όσον αφορά το star power της κατάστασης και τα νούμερα θεαματικότητας που μπορεί να χτυπήσει, η οποία ήδη έχει φέρει τους υπεύθυνους σε κρίση πανικού. Γιατί όσο κι αν οι κριτικοί θεωρούν αριστούργημα το “Boyhood,” (όχι εγώ) όσο κι αν το “Foxcatcher” εντυπωσίασε (όχι εμένα), το “Gone Girl” θεωρήθηκε ένα πρώτης τάξης δραματικό θρίλερ με σασπένες κι ανατροπές (ναι, ίσως) και το “Hotel Grand Budapest” μια σκέτη απόλαυση (αυτό ναι, και για μένα ναι και μακάρι να κάνει την έκπληξη), πραγματικά τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ικανό να κάνει το κοινό να ενδιαφερθεί με μανία για τα φετινά Όσκαρ. Και δω δε σου γράφω σαν κριτικός αλλά σαν κοινό. Υπάρχουν πολλές ταινίες που παίζουν μπάλα ακόμα και δεν έχω δει, αλλά έχω μια αίσθηση ευγενούς αδιαφορίας.
Και μια σχεδόν σιγουριά, ότι και φέτος, ειδικά φέτος, θα είναι ακόμα μια χρονιά που τα Όσκαρ δε θα γράψουν ιστορία. Ο πάντα αγαπημένος μου και γνώστης των Όσκαρ καλύτερα από οποιονδήποτε Έλληνα γραφιά, Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, πάντα αναφέρει πως τα βραβεία είναι ενδεικτικά του που κινείται η παραγωγή, ποια είναι η τάση που κυριαρχεί. Συμφωνώ μαζί του αλλά με έναν περίεργο τρόπο φέτος. Ότι η τάση που αντανακλάται φέτος είναι πως δεν υπάρχει τάση αλλά ένα αμήχανο κυνήγι θησαυρού.
Η mainstream αμερικάνικη παραγωγή απογοήτευσε. Τα στούντιο ψάχνουν να βρουν τη λύση στο “εναλλακτικό” που πάντα οικονομικά στηρίζεται από το mainstream. Φέτος, όσον αφορά την αμερικάνικη σοδειά του, δεν έκανε αυτό το μεγάλο βαρύ μπαμ. Θα με χαστουκίσει ο πάτερ Τιμό, αλλά στην Ευρώπη τα πήγανε πολύ καλύτερα. Αν γράψω δε πως η μόνη ταινία που με έκανε να αποκτήσω πάλι βιωματική σχέση με το σινεμά είναι το “Νymphomaniac” του Τρίερ που τον σιχαίνεται θα μου ρίξει και μπουνιά. Προτιμώ μπουνιά όμως από κάποιον που αγαπάει το σινεμά περισσότερο κι από τη ζωή του, από τις βλακείες αδαών που διαβάζω εδώ κι εκεί. Ειδικά με αφορμή τις Χρυσές Σφαίρες.
Σχόλια για αυτό το άρθρο