Mε το ζόρι αριστούργημα μια 2μισάωρη αρτιστίκ πλήξη. Για ποιους; Οι κριτικοί το αποθέωσαν, όμως εγώ είμαι εντελώς υποκούλτουρος για να καταλάβω το γιατί, σε μια ταινία που δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα.Ίσως αυτό είναι και το μυστικό. Γιατί μη δει ο κριτικός ταινία που δεν συμβαίνει τίποτα, τον ζώνουν τα φίδια και σου λέει, “πρέπει να ανακαλύψω αυτό που συμβαίνει αλλά ο σκηνοθεταράς δεν μου το δείχνει. Κι αν δεν το ανακαλύψω, να το εφεύρω τουλάχιστον για να γράψω άρθρο κέντημα”. Kι ο Μάικ Λι δυστυχώς, που σκηνοθετεί τη βιογραφία του εκκεντρικού ζωγράφου Γουίλιαμ Τέρνερ ο οποίος πέθανε το 1851, μάλλον πιο πολύ “κέντημα” ενδιαφέρεται να κάνει παρά ταινία. Ή βιογραφία. Και πως δηλαδή να κάνεις βιογραφία με τη ζωή ενός ανθρώπου στην οποία δεν συνέβη σχεδόν απολύτως τίποτα; Απλά εμππιστεύεσαι έναν εξαίρετο ηθοποιό, τον Τίμοθι Σπαλ που κέρδισε και το βραβείο Αντρικού Ρόλου στις Κάνες, κι ένα διευθυντή φωτογραφίας που κάνει πραγματικά παπάδες. Κινηματογραφώντας τους χώρους και τα τοπία που ο σπουδαίος εικαστικά Τέρνερ ζωγράφιζε, σαν να ζωντανεύεις τους πίνακες και το βλέμμα του με συναρπαστικό οπτικά αποτέλεσμα. Τι μένει από ‘κει και πέρα; Μερικά αποσπασματικά και χωρίς κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον, περιστατικά που προοσπαθούν να αναδείξουν την ιδιορρυθμία ενός δύσκολου και αντικοινωνικού ανθρώπου. Η απίστευτη μορφή του Σπαλ ο οποίος σχεδόν δεν μιλάει, αλλά γρυλίζει, προτιμώντας για έκφραση του καμβάδες του, απλώνοντας την όποια σφραγισμένη τρικυμία του εσωτερικού του κόσμου πάνω σε ζωγραφισμένα τοπία. Κάποια σχόλια για το καλλιτεχνικό κατεστημένο και την πάλη του Τέρνερ με αυτό. Και διόμισι ώρες ταινία φλυαρίας να έχει να γεμίσει τα κενά με ότι παπαρολογία μπορεί να σκεφτεί για να δικαιώσει τη γραφή του. Και φυσικά να υπερασπιστεί το άβατο του Μάικ Λι σαν σκηνοθέτη. Εκεί είναι που ανάβω κόκκινα λαμπάκια. Το με το ζόρι να πρέπει να δικαιολογήσεις κάποιον επειδή έχει το όνομά αλλά όχι πάντα τη χάρη. Το έχω κάνει κι εγώ και το ξέρω. Δεν μπορείς να φανταστείς φίλε τι εύκολο πράγμα για έναν γραφιά να εφεύρει δικαιολογίες. Μεταφράζει τη βαρεμάρα σε “στοχασμό” και την αμηχανία σε “σκιαγράφηση εσωτερικού κόσμου”. Κλισεδάκια που τα έχω φάει και χρησιμοποιήσει με το κουτάλι. Το μόνο που εγώ σαν ΤΑΖ μπορώ να σου πω, πως απλά βαρέθηκα. Θαύμασα πράγματα, αλλά βαρέθηκα φριχτά. Και αυτά τα δεύτερα και τρίτα επίπεδα ανάγνωσης που λένε ότι πρέπει να έχει ένας κριτικός και να μη βιάζεται, και να ήθελα δεν μπόρεσα να τα δω. Πως να δεις το δεύτερο επίπεδο όταν χασμουριέσαι από το πρώτο και μετά να πρέπει να αντέξεις και διόμισι ώρες μπας και ανακαλύψεις και το τρίτο επίπεδο; Αντίσταση κι επανάσταση τώρα απέναντι στη δικτατορία των επιβεβλημένων αριστουργημάτων κι όσων θέλουν να σε κάνουν να αισθανθείς βλάκας επειδή δεν έπιασες το βαθύτερο νόημα. Και τι είναι μωρή το σινεμά; Κουβάς που τον ρίχνεις σε στεγνό πηγάδι (όπως “Ο Κύριος Τέρνερ”) μπας και βγάλεις με το ζόρι νερό;
Σχόλια για αυτό το άρθρο