.
..Ή όχι ακριβώς? Ο ΤΑΖ γράφει το ΑΓΑΠΗΤΟ ΤΟΥ ΒΑΡΔΑΡΟΛΟΓΙΟ για το ΣΚΔ στο 64ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο οποίο ο Σάκης προσπαθεί να αποδείξει κάτι, χωρίς όμως να τον βοηθάει η σκηνοθέτης.
Ωχ Παναγία μου τι να προλάβω να σου γράψω Βαρδαρολόγιό μου μέσα σε μια ώρα, όση δηλαδή έχω υπολογίσει μέχρι τη επόμενη προβολή. Από αίθουσα σε αίθουσα μπαίνω και βγαίνω και ήδη τα πρώτα αρνητικά δείγματα φάνηκαν στη συμπεριφορά μου. Τι εννοώ? Θυμάσαι τότε που μεθούσα στα μπαρ και σου έγραφα τα ξεφτιλίκια μου? Ε, φέτος που δεν πρόλαβα να το κάνω αυτό, μετέφερα τα ξεφτιλίκια μου στην αίθουσα. Στάυρος Τορνέ,ς 23.00 το βράδυ κι ένα τούρκικο που λέγεται “Frenzy”.Για X. Ψ. Ω λόγους φρικάρω με την ταινία, αλλά στη διάρκεια της προβολής της, στέκομαι κανονική κυρία. Με το που πέφτουν οι τίτλοι τέλους και σκάνε κάτι χλιαρά χειροκροτήματα, αρχίζω και γω τα γιούχα, “ντροπή, ουουουουου” και τέτοια. Σηκώνεται μια κυρία με κρεπαρισμένο μαλλί από αυτά που φτιάχνουν για την εκλησία στην Ανάσταση και μου λεει “δεν ντρέπεσαι”. Φουντώνω εγώ κι απαντώ “τι λες μωρή βλάχα ξεϊγκλωτη που μου πήγες κομμωτήριο για να έρθεις σινεμά, έχεις πάει μωρή αγάμητη στις Κάνες να δεις τι γιούχα πέφτουν στις προβολές? Αμπάριζα παίρνειτο λόγο άλλος με ατάκες “πως μιλάς έτσι, δεν ντρέπεσαι κ.λ.π.” Αντεπίθεση εγώ, “μιλάω όπως δε μιλάει το μαραμένο πέος σου μαλάκα, που αν είχες στοιχειώδες γνώσεις από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, θα ήξερες ότι ο Ευριπίδης ειδικά είχε λουστεί στη ντομάτα και το λάχανο που του πετούσαν οι θεατές”. “Να μιλάς για τον δικό σου πέος” συνεχίζει ο άλλος” κι έτοιμη απάντηση εγώ “τώρα δεν μπορώ να μιλήσω γιατί σας παίρνω όλους σας σουσέλ από φιλευσπλαχνία.
Και κάπως έτσι, με αυτόν το κομψό και διακριτικό τρόπο, ολοκλήρωσα τη βραδιά μου πριν πάω για ποτό στο κομψό Stretto που μου έμαθαν ένα συγκρότημα που κάνει σούπερ διασκεύες σε all time classic ελληνικά, τους Papercut αν θυμάμαι καλά. Μετά άλλο ένα ποτό στο στάνταρ γκέι μαγαζί της πόλης Enola και έπειτα πίτσα στο χέρι από το θεϊκό Poselli που είναι στη Βαλαωρίτου και παθαίνεις αμόκ με τη ζύμη και τις γεύσεις του. Δύο τα γαστριμαργικά μου στέκια φέτος, το Poselli που το έχω τσεκαρισμένο από παλιά (mamma mia τι πίτσα είνα αυτή, και τόσο λιτό και ανεπιτήδευτο το μαγαζί, στερεωμένο στην απλότητα και στην ουσία που σου κάνει τη γεύση συνουσία). Το δεύτερο είναι το Παντοπωλείο στην Κομνηνών.
Εκεί παθαίνεις εγκεφαλικό. Ράφια γεμάτα από ότι πιο εξωτικό γκουρμέ θες να απολαύσεις, τύπου μέχρι και ειδική σος για φτερούγα καρχαρία παίζει να έχουν εκεί μέσα. Όχι απλά δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεις αυτό που θέλεις αλλά το χειρότερο, θα ανακαλύψεις χίλια πράγματα που δεν ήξερες ότι τα θέλεις αλλά σου κλείνουν το μάτι από μακριά. Δεν υπάρχει αυτό το μαγαζί κυριολεκτικά, κι ας το επισκέπτομαι μόνο για να πάρω τσίπουρο η αλκοόλα. Όταν πληρωθώ θα το αγοράσω όλο κι αν δεν πληρωθώ θα αρχίσω να κρύβω βαζάκια στην μπλούζα μου, σαν κλεφτάκος.
Η φτώχια θέλει πάντα καλοπέραση ειδικά αν την επόμενη μέρα, πρέπει να ξυπνήσεις πρωί για να δεις τη δημοσιογραφική του πολυαναμενόμενου “Chevalier” της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη με τον Σάκη Ρουβά. Οκ, ναι, το είδα. Οκ, ναι έχει πλάκα σε πολλές σκηνές. ΟΚ, ναι δεν έχει όμως τίποτα άλλο. Ο Ρουβάς αν δε σου λέγανε ότι είναι ο Ρουβάς ούτε που θα τον παρατηρούσες. Μία ομάδα ενηλίκων σε ένα γιοτ παίζει ένα κουλό παιχνίδι μέσα από το οποίο θα αναδειχθεί το ποιος είναι καλύτερος σε όλα. Στον ύπνο, την εξομολόγηση, την υγεία, τα πάντα όλα. Και κάπως έτσι θα κυλίσει η ταινία, σαν μια μισοανδρική (όπως λέμε μισογυνική) ματιά της Τσαγγάρη πάνω στην ηλιθιότητα των 30, 40 και κάτι ανδρών. Άσε μας κουκλίτσα μου ειλικρινά όμως και πήγαινε λύσε το με τον ψυχολόγο σου όπως και ο σεναριογράφος σου ο Ευθύμης Φιλίππου που από τον “Κυνόδοντα” και μετά αναπαράγει την ίδια διαδρομή απονεύρωση – σφράγισμα σε δόντι με με κουφάλα. Παράδοξοι διάλογοι, κλειστή κοινωνία, κλπ. Μα πόσο πια να σε αντέξουμε στο replay όσο ταλαντούχος κι αν είσαι?
Ως αύριο λοιπόν, αμπιεντορεβουαραλοζανφαντελαπατρί μια λέξη, πολλές σκηνές και άλλα τόσα εγκεφαλικά.
Σχόλια για αυτό το άρθρο