Ο Μιμίκος και η Μαίρη είναι μια ιστορία αγάπης με τραγικό τέλος που πέρασε στην αιωνιότητα… Οι περισσότεροι την γνωρίζουν από την κινηματογραφική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ελληνική εκδοχή του Σαιξπηρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», όπως έγραφαν και οι αφίσες της ταινίας. Πριν φτάσουμε όμως σ΄αυτό, ας δούμε την αληθινή ιστορία του ζευγαριού που αγαπήθηκε πολύ και δεν πρόλαβε να χαρεί τον έρωτά του.
-H ιστορία μιας μεγάλης αγάπης που άρχισε μέσα στο ρομαντισμό της παλιάς Αθήνας για να τελειώσει τόσο τραγικά στης Ακρόπολης τα μέρη
Αθήνα 1892. Βασιλιάς είναι ο Γεώργιος και ο διάδοχος Κωνσταντίνος, του χαρίζει ένα εγγόνι που παίρνει το όνομα του. Η Γερμανίδα αυτοκράτειρα Βικτόρια στέλνει, στην κόρη της Σοφία, την 21χρονη Γερμανίδα Μαίρη Βέμπερ ως παιδαγωγό. Είναι μετρίου αναστήματος, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Είναι γόνος αστικής οικογένειας, ο πατέρας της είναι κυνηγός, στην υπηρεσία του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκου Γ΄. Ένα χρόνο πριν ο αδελφός της είχε αυτοκτονήσει από έρωτα στο Βερολίνο.
Καθημερινά η Μαίρη μαζί με μια ακόμη γκουβερνάντα, Αγγλίδα, βγάζουν βόλτα τον μικρό Γεώργιο στον Βοτανικό κήπο. Εκεί μια ημέρα γνωρίζει τον Μιχαήλ Μιμίκο, ο οποίος υπηρετεί τη θητεία του ως δόκιμος αξιωματικός γιατρός στο Νοσοκομείο Μακρυγιάννη. Είναι όμορφος, ψηλός, ευγενικός, μελαχρινός, με μεγάλα μαύρα μάτια και λεπτό μουστάκι. Έμενε στην πλατεία Θησείου, ήταν φτωχός και γιος του απόστρατου ταγματάρχη Γεώργιου Μιμίκου. Έξι χρόνια νωρίτερα ο ένας αδελφός του, μαθητής Γυμνασίου, είχε αυτοκτονήσει για λόγους φιλοτιμίας.
Τον πρώτο καιρό συνεννοούνταν με τα λίγα γαλλικά που γνώριζαν και οι δύο αλλά σύντομα ο Μιχαήλ έμαθε γερμανικά και η Μαίρη ελληνικά. Αντάλλασσαν συχνά επιστολές όπως ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή.
Για επτά μήνες συναντιούνται κρυφά στην Ακρόπολη. Θέλουν να παντρευτούν αλλά δεν έχουν τα χρήματα.
Η Μαίρη ζητάει την συμβουλή από ανθρώπους των ανακτόρων και γράφει στον πατέρα της, ζητώντας την άδεια του. Η αρχιγκουβερνάντα όμως που μαθαίνει την σχέση τους, εναντιώνεται.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1893 ο πατέρας της, με επιστολή του αρνείται κατηγορηματικά να δώσει την συγκατάθεση του. Εκείνη σκίζει την επιστολή και κλαίει ασταμάτητα.
Αρχίζει να γράφει γράμματα στον αγαπημένο της, παρακαλώντας τον να συναντηθούν για να δώσουν λύση, καθώς έχει εκτεθεί. Στέλνει τις επιστολές στο νοσοκομείο όπου εργάζεται αλλά δεν παίρνει απάντηση. Ο Μιμίκος είναι άρρωστος και βρίσκεται σπίτι του εδώ και οκτώ ημέρες. Η Μαίρη στέλνει την τέταρτη και τελευταία επιστολή στις 23 Φεβρουαρίου. Σε αυτήν του ορίζει ραντεβού για την επόμενη ημέρα στην Ακρόπολη. Αναφέρει πως θα τον περιμένει ως τις 11 το πρωί και έπειτα θα αυτοκτονήσει!
Πράγματι την επόμενη ημέρα πηγαίνει στην Ακρόπολη. Εκεί βρίσκονται μονάχα τρεις Γερμανοί τουρίστες και ένας φύλακας που γνώριζε τη Μαίρη. Ο φύλακας διηγήθηκε αργότερα στην χωροφυλακή, πως η νεαρή περιηγήθηκε στα μνημεία κόβοντας λουλούδια. Μετά μπήκε στο Παρθενώνα και κάθισε στο υψηλότερο σημείο του νότιου αετώματος, ύψους δεκατριών μέτρων από όπου και έπεσε. Όλοι έτρεξαν να τη βοηθήσουν. Της έβρεξαν το πρόσωπο και της έδωσαν να πιει νερό. Την μετέφεραν στο κοντινότερο νοσοκομείο, το στρατιωτικό Μακρυγιάννη . Εκεί την παρέλαβε ένας ανθυπίατρος, ο αδελφικός φίλος του αγαπημένου της, Κ. Μαυράκης ο οποίος και τον ενημερώνει. Ο Μιμίκος την προλαβαίνει ζωντανή, λίγο πριν ξεψυχήσει από εσωτερική αιμορραγία. Η Μαίρη του λέει στα γερμανικά: «Σε αγαπώ! Ζήσε! Το θέλω». Την ληξιαρχική πράξη θανάτου υπέγραψε ο γιατρός του παλατιού αναφέροντας πως η «Μαρία Βέμπερ απεβίωσεν ένεκεν πτώσεως (τυχαίον συμβάν)»!
Ο Μιχαήλ στο σπίτι του το ίδιο βράδυ, βάζει τέλος στην ζωή του, με το υπηρεσιακό του περίστροφο να πυροβολεί την καρδιά του. Στο δωμάτιό του βρέθηκαν δεκάδες επιστολές της Μαίρης και βιβλία γεμάτα με αποξηραμένα λουλούδια. Η δική του ληξιαρχική πράξη γράφει πως ο 22χρονος Μιχ. Μιμίκος «απεβίωσεν ένεκεν τραύματος της καρδίας».
Κηδεύτηκαν με διαφορά έξι ωρών. Στις 10 το πρωί η Μαίρη, στις 4 το απόγευμα ο Μιχαήλ, λίγο πιο δίπλα στον οικογενειακό τάφο. Η Μαίρη ως προτεστάντισσα συνοδεύτηκε από ιερέα στην τελευταία της κατοικία. Αντίθετα, ο Μιχαήλ πήγε αδιάβαστος, αφού οι κανόνες της Εκκλησίας αυτό προβλέπουν για τους αυτόχειρες. Τα μεσάνυχτα της 1ης Μαρτίου τέσσερις φίλοι του Μιχάλη Μιμίκου άνοιξαν δεύτερο τάφο δίπλα σ’ εκείνον της Μαίρης και μετέφεραν το φέρετρο του αγαπημένου της, έτσι ώστε να ακουμπούν μεταξύ τους. Η οικογένεια του Μιμίκου αντέδρασε και κατήγγειλε το γεγονός για τυμβωρυχία! Το ζήτημα έληξε με παρέμβαση της πριγκίπισσας Σοφίας.
Όσα ακολούθησαν ήταν μοναδικά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι φωτογραφίες των δύο πρωταγωνιστών κοσμούσαν τις βιτρίνες κεντρικών καταστημάτων της πρωτεύουσας. Οι αυτοκτονίες έδιναν και έπαιρναν, η μία μετά την άλλη. Τα ερωτευμένα ζευγάρια έδιναν όρκους παντοτινής αγάπης πάνω από το μνήμα τους. Τους έβγαλαν και το τραγούδι: Στης Ακρόπολης τα μέρη, αυτοκτόνησε η Μαίρη κι ο Μιμίκος ο γιατρός αυτοκτόνησε και αυτός.
Ήταν τόση η εκμετάλλευση του θέματος, ώστε ο πατέρας του Μιχαήλ, αναγκάστηκε να καταγγείλει «τους θελήσαντες να εκμεταλλευθώσι το θλιβερόν συμβάν επ’ αργυρολογία δι’ ανουσίων δημοσιευμάτων». Για πολλά χρόνια ο τάφος τους γέμιζε λουλούδια. Σήμερα, στο Α’ Κοιμητηρίο υπάρχει ακόμη ο λιτός τάφος της Μαίρης να θυμίζει το σφοδρό έρωτα του 19ου αιώνα. Δίπλα ησυχάζουν πολλά μέλη της οικογένειας Μιμίκου, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του.
Καρέζη- Αλεξανδράκης η πρώτη επιλογή για ταινία
Η ερωτική ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης δεν πέρασε απαρατήρητη από τον ελληνικό κινηματογράφο. Το 1954 ο Ανδρέας Λαμπρινός υπήρξε ένας παθιασμένος σεναριογράφος με έντονη προσωπικότητα και οργιώδη φαντασία. Εκείνη την εποχή εμπιστεύεται στον Γρηγόρη Γρηγορίου, που υπήρξε φίλος του, ένα σενάριο βασισμένο στην τραγική ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης. Εκείνος αποφασίζει να τη γυρίσει με δικά του έξοδα και με συνέταιρο τον Πρόδρομο Μεραβίδη. Ο Γιάννης Τσαρούχης σχεδιάζει τα κοστούμια εποχής. Το ερώτημα είναι ποιοι ηθοποιοί θα ενσαρκώσουν τον Μιμίκο και την Μαίρη.
Ο κλήρος πέφτει στην άγνωστη Τζένη Καρέζη, που μόλις έχει αποφοιτήσει από το Εθνικό Θέατρο και τον Αλέκο Αλεξανδράκη που ήταν ήδη πρωταγωνιστής. Και ενώ τα γυρίσματα ξεκινούν, σε λίγο καιρό τα χρήματα τελειώνουν, και η ταινία δεν ολοκληρώνεται. Ο Γρηγορίου έχασε όλα τα λεφτά που ξόδεψε. Σήμερα θα ήταν συλλεκτικές αυτές οι σκηνές αν είχαν σωθεί. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Καρέζη, που προηγήθηκε λίγους μήνες πριν από το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» .
Το 1955 ο Λαμπρινός αποφασίζει να γίνει ο ίδιος παραγωγός και να σκηνοθετεί τα σενάρια του ξεκινώντας με «Το κορίτσι με τα παραμύθια». Πείθει την Αλίκη Βουγιουκλάκη να πρωταγωνιστήσει για δεύτερη φορά στον κινηματογράφο μετά την πρώτη τραυματική εμπειρία της με «Το ποντικάκι». Και στην επόμενη ταινία του, το «Διακοπές στην Αίγινα» που θα γυριστεί το καλοκαίρι του 1957 πρωταγωνίστρια θα είναι και πάλι η Αλίκη Βουγιουκλάκη και μάλιστα για πρώτη φορά ξανθιά έπειτα από δική του ιδέα. Ο Λαμπρινός αν και γύρισε συνολικά οκτώ ταινίες μέχρι τον πρόωρο θάνατο του το 1963, δεν γύρισε τον «Μιμίκο και την Μαίρη». Η ταινία έμελλε να γυριστεί με σκηνοθέτη τον Γρηγορίου, πρωταγωνίστρια την Αλίκη, αλλά με σενάριο γραμμένο από άλλον…
Η ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου
Ιούνιος του 1958. Ο Γρηγόρης Γρηγορίου αποδέχεται την πρόταση από τη νεοσύστατη εταιρία παραγωγής Ι. Καρατζόπουλος και Σια, να σκηνοθετήσει ένα σενάριο που αφορά την ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης. Ο Γρηγορίου υποθέτει πως τον πρότεινε ο Λαμπρινός για να γυρίσουν ξανά το σενάριο του. Στη συνάντηση όμως με τα αδέρφια και γιους του Καρατζόπουλου, Αντώνη και Ρωμύλο ενημερώνεται πως ναι μεν τους αρέσει το σενάριο του Λαμπρινού αλλά δεν το θεωρούν πολύ ρεαλιστικό. Στην κατοχή τους έχουν ένα σενάριο που είχαν αναθέσει και έγραψε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Γρηγορίου δεν τον γνώριζε, βρήκε όμως το σενάριο πιστό και σεμνό στην ιστορία αλλά χρειαζόταν μια γενναία διασκευή για να είναι η ιστορία ακόμη πιο κινηματογραφική.
«Εξήγησα στον Δαλιανίδη πως, στον ελληνικό κινηματογράφο καλός σκηνοθέτης δεν είναι πάντα αυτός που έχει τις πρωτότυπες ιδέες αλλά εκείνες που μπορούν να πραγματοποιηθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η Αθήνα εκείνης της εποχής είχε αμάξια και λαντό, είχε φανάρια με γκάζι. Η οδός Σταδίου, η λεωφόρος Αμαλίας και όλοι οι κεντρικοί δρόμοι είχαν μέγαρα με κήπους. Η Ομόνοια ήταν περιτριγυρισμένη με φοίνικες. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν διαβάτες με ψηλά καπέλα και φορούσαν ζακέτες ενώ οι γυναίκες μακριά φουστάνια και καπελίνες με ολόκληρους κήπους από ψεύτικα λουλούδια και πουλιά»
Αναπόφευκτα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν φυσικοί χώροι καθώς τα ντεκόρ δεν θα απέδιδαν με φυσικότητα την εποχή εκείνη. Ο Εθνικός Κήπος, το Ζάππειο, η Ακρόπολη, τα στενά της Πλάκας και μια βίλα στην Κηφισιά που υπάρχει ακόμη και σήμερα και λειτουργεί ως παιδικός σταθμός, είναι τα σημεία που επιλέχθηκαν.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Ανδρέας Μπάρκουλης που είχαν παίξει μαζί ήδη στο σινεμά (και θα έπαιζαν κι αργότερα) ήταν επιλογή της εταιρίας για να ενσαρκώσουν το τραγικό ζευγάρι. Τους φίλους του Μιμίκου υποδύονται ο Γιάννης Δαλιανίδης και ο Θανάσης Βέγγος. Ο Βέγγος, εκείνη την εποχή, ήταν γενικών καθηκόντων. Κοινώς το παιδί για όλες τις δουλειές και πάντα προλάβαινε και κρατούσε κάποιον μικρό ρόλο στις ταινίες. Τη διανομή ολοκλήρωσε ο σκηνοθέτης με τους Λυκούργο Καλλέργη, Θεανώ Ιωαννίδου, Δημήτρη Καλλιβωκά, Γιώργο Μοσχίδη, Αλέκα Στρατηγού και Νικήτα Πλατή.
Τη μουσική έγραψε ο Τάκης Μωράκης και βοηθός του Γρηγορίου ανέλαβε ο Πάνος Γλυκοφρύδης.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 30 Ιουνίου και ολοκληρώθηκαν στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Τα εσωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο στούντιο της Αλκαμένους με βουβή μηχανή.
Στο αίτημα του σκηνοθέτη Γρηγορίου, να δώσουν άδεια να γυρίσουν πάνω στην Ακρόπολη κάποιες σκηνές, η Αρχαιολογική Υπηρεσία απάντησε ότι απαγορεύει τη λήψη εντός του αρχαιολογικού χώρου, παρόλο που ένα χρόνο πριν είχε έρθει η Σοφία Λόρεν να γυρίσει σκηνές της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι». Παρά τις προσπάθειες να πείσουν την υπηρεσία και το Υπουργείο Παιδείας πως είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός της πτώσης της Μαίρης από την Ακρόπολη η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Και έτσι αποφασίστηκε να γυρίσουν την ταινία μέσω της «πλάγιας οδού. Κάποιοι φύλακες πήραν ένα φακελάκι για να επιτρέψουν να τραβήξουν κάποιες αναμνηστικές φωτογραφίες.
« Ένα πρωί χαράματα ντύσαμε την Βουγιουκλάκη και τον Μπάρκουλη μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Ανεβήκαμε την Ακρόπολη μαζί με τον οπερατέρ που κρατούσε στα χέρια του για κάθε ενδεχόμενο μια φωτογραφική μηχανή. Την κάμερα την είχαμε κρυμμένη σε ένα τσουβάλι. Και όλα έγιναν μέσα σε μια ώρα χωρίς κανένας να καταλάβει τίποτα. Πάει και η ατμόσφαιρα και τα γκρο πλαν και οι σιωπές και τα καδραρίσματα. Σκοπός ήταν να τελειώσει η ταινία».
Ο απόηχος μετά την προβολή
Η «Ρωμύλος φιλμ» ήταν μια καινούρια εταιρία και δεν είχε την δύναμη να επιβάλει την προβολή της σε κάποιο κεντρικό κινηματογράφο. Έτσι πήρε μια τολμηρή απόφαση. Έκλεισε δώδεκα κινηματογράφους Β’ προβολής στην Αθήνα και στον Πειραιά και έκανε πρεμιέρα στις 24 Νοεμβρίου του 1958.
Οι κριτικές για την ταινία είναι μέτριες. Θεωρούν πως το σενάριο είναι μελό και γλυκερό ενώ και η σκηνοθεσία του Γρηγορίου κρίθηκε κατώτερη των προηγούμενων ταινιών του.
Το 1959 οι Γρηγορίου, Μπάρκουλης και Βέγγος επισκέπτονται την Πάτρα για την πρεμιέρα της προβολής της ταινίας στο σινέ Ιντεάλ . Πλήθος κόσμου είχε κατακλύσει τότε το Ιντεάλ ενώ οι γυναίκες θεατές στην κυριολεξία κοίταζαν στα μάτια τον Ανδρέα Μπάρκουλη και «έλιωναν».
Η ταινία την πρώτη εβδομάδα προβολής κόβει 130.209 εισιτήρια και έρχεται δεύτερη σε εισπράξεις ανάμεσα σε 51 ταινίες εκείνης της σεζόν. Στην πρώτη θέση θα συναντήσουμε την «Αστέρω» πάλι με την Βουγιουκλάκη που προβλήθηκε το Φεβρουάριου του 1959. Είναι γεγονός πως εκείνη τη σεζόν αρχίζει ο μύθος της Αλίκης με την Ελένη Βλάχου να την χαρακτηρίζει ως την Εθνική μας σταρ μέσα από το άρθρο της « Η Εθνική ΑΒ» .
Η Αλίκη θυμόταν χρόνια μετά τη μοναδική συνεργασία της με τον Γρηγορίου με νοσταλγική διάθεση.
«Θα έλεγα ότι ο Γρηγορίου κατάλαβε από νωρίς πως είχα πρωταγωνιστικό ταλέντο. Όμως όπως όλους τους ηθοποιούς που πήγαιναν να γίνουν σταρ έτσι και εμένα με άφησε από κοντά του. Άνθρωπος που ήξερε τον κινηματογράφο και τις κάμερες και ήθελε τα πλάνα του να κολακεύουν τους ηθοποιούς. Για αυτό με μια ταινία τους περισσότερους τους έκανε σταρ».
Πηγές: Τμήμα Αρχειακών Μελετών του «Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία», Γρηγόρης Γρηγορίου: Μνήμες σε άσπρο και μαύρο, Περιοδικό Εικόνες
Φωτογραφίες: Καραγιάννης Καρατζόπουλος, Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, Περιοδικό Εικόνες
Σχόλια για αυτό το άρθρο