Ναι , ναι οκ με τις εβδομάδες μόδας και τα υπερστιλάτα snapshots με τον Πύργο του Άιφελ. Κάτι άλλες εποχές όλα αυτά είχαν νόημα. Τώρα με την παγκοσμιοποίηση και ως επί το πλείστον, τους συμπατριώτες μας που κυκλοφορούν σε μία ηλιόλουστη χώρα με all star, βερμούδες και ένα ποτό στο χέρι χαρούμενοι- προβληματισμένοι-whatever σε κάποιο πεζοδρόμιο όλα τα υπερμοδάτα φαντάζουν εξώφθαλμα. Μόνο το ίνδαλμα ο Jean Paul Gaultier μας εντυπωσίασε γιατί παραμένει μόνος, εκτός πολυεθνικών και μονίμως γκαζωμένος.
Προχθές μου είπε ο Μάκης Γαζής, σκέψου να είχαμε instagram στα 80ς.. Oντως. Τώρα όμως κι επειδή παρά τα προβλήματά μας παραμένουμε τυχεροί για πολλούς λόγους επιστρέφουμε ή παραμένουμε σε σταθερές αξίες. Η μούσα λοιπόν με προέτρεψε να πάρω το Βασίλη Νάτσιο αγκαζέ και να κατηφορίσουμε στην ψαραγορά. Είχε νερά κάτω και φορούσα πέδιλα και οι άλλοι γαλότσες αλλά οκ.
Ο δεξιά όπως μπαίνεις είναι λέει ο καλύτερος. Πήραμε καραβίδες και τις πήγαμε στο Μήτσο στο “Δίπορτο”. Σκύψαμε , δε χτυπήσαμε κεφάλι στην πρώτη πόρτα και πιάσαμε το καλύτερο τραπέζι. Ο μπαρμπα Μήτσος μας έψησε τις καραβίδες θεσπέσια και παραγγείλαμε σαλάτα με σούπερ ντούπερ καυτερές πιπεριές και ρεβύθια to die for. Η βαρελίσια ρετσίνα έρευσε άφθονη και δεν έκανε κεφάλι.Μετά φυσικά κάναμε κοσμοφωτογράφιση.
Θρυλικό το “Δίπορτο” ένα μαγαζί από το 1890 από το οποίο έχουν περάσει οι άπαντες και για το οποίο εγραψε ποίημα και ο Κώστας Βάρναλης που έγινε σουξέ:
Οι Μοιραίοι
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’η παρέα πίναμ’ εψες’
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό’
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό’
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Σχόλια για αυτό το άρθρο