Αιγάλεω, Αγία Βαρβάρα. Έξι χρόνια μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή, ένα τσούρμο από ξυπόλητα μικρά παιδιά, έτρεχαν στα στενά χωμάτινα δρομάκια της γειτονιάς. Αδύνατα παιδιά, αλλά με ένα χαμόγελο που ομόρφυνε τα πρόσωπά τους. Ο φόβος και η αγωνία ήταν ακόμα έντονα στα πρόσωπα των ανθρώπων, όμως εκείνα τα παιδιά, με το ξεροκόμματο στο χέρι και το φως στα μάτια, είχαν χαρά κι ελπίδα. Ανάμεσά τους, ένα αδύνατο, ζωηρό κοριτσάκι, η Βασιλικούλα.
Μόλις βράδιαζε, όλη η ανήλικη παρέα, περιτριγύριζαν την Βασιλικούλα… ήθελαν να τους τραγουδήσει. Όταν εκείνη άρχιζε το τραγούδι, όλοι την άκουγαν εκστατικά. Στην ίδια παρέα ήταν και τα τρία μικρότερα αδέλφια της, περήφανα για την αδελφή τους που τραγουδούσε τόσο όμορφα με τη φωνή της. Αυτή η φωνή που θα άλλαζε την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, αυτή η φωνή που αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες γυναικείες ελληνικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Αυτή η φωνή με το όνομα Βίκυ Μοσχολιού.
Η Βίκυ Μοσχολιού μεγάλωσε σε μια επταμελή οικογένεια. Οι γονείς, τα παιδιά -τρία κορίτσια κι ένα αγόρι- και μια γιαγιά. Το σπίτι, μικρό και ταπεινό, βρισκόταν κοντά στο βουνό, μακρυά από από το θόρυβο και τις ανέσεις. Ο πατέρας ξυπνούσε πολύ νωρίς για να περπατήσει μέχρι τη στάση του λεωφορείου για να πάει στη λαχαναγορά που δούλευε. Μόνη διέξοδος για την μικρή Βίκυ ήταν το τραγούδι και ο κινηματογράφος. Έβλεπε κάθε Κυριακή τις ελληνικές ταινίες από το μεσημέρι και μετά στο σπίτι, έπαιζε όλους τους ρόλους.
Όταν είδε την Αστέρω με την Αλίκη Βουγιουκλάκη κλειδώθηκε στο δωμάτιο και έπαιζε όλη την ταινία. Είχε αποφασίσει να γίνει ηθοποιός. Όμως η ζωή είχε άλλα σχέδια (χρόνια αργότερα, ο Ζιλ Ντασέν θα της προτείνει να παίξει στην Όπερα της πεντάρας, με την Μελίνα Μερκούρη και τον Νίκο Κούρκουλο. Η Βίκυ όμως δεν νιώθει έτοιμη και αρνείται. Δεύτερη πρόταση από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, να παίξει στο Βιολιστή στη στέγη, που τελικά δεν ανεβαίνει ποτέ)
Αφήνει στη μέση τις σπουδές της στην Εμπορική Σχολή και πιάνει δουλειά ως κορδελιάστρα σε εργοστάσιο, γάζωνε δηλαδή με τη μηχανή τα διάφορα κομμάτια τού δέρματος τα οποία αποτελούν τμήματα του παπουτσιού. Στο εργοστάσιο τραγουδάει συχνά την ώρα που δουλεύει αλλά δεν τολμάει να αφήσει το μεροκάματα για το τραγούδι. Ανήμερα Πάσχα του 1962 -μόλις 19 χρονών- με τη μεσολάβηση της ξαδέλφης της, Έφης Λίντα η οποία τραγουδούσε στην Ταβέρνα του Χειλά, κανει την εμφάνισή της. Η φωνή της αρέσει αλλά δεν εντυπωσιάζει τόσο ώστε να της χαρίσει αμέσως την καθιέρωση. Μετά από δύο μήνες υπογράφει συμβόλαιο με την Κολούμπια αλλά η εταιρία δεν ενδιαφέρεται να την χρησιμοποιήσει για δύο χρόνια.
Το 1964 την ακούει ο Σταύρος Ξαρχάκος που ψάχνει μια καινούργια φωνή για την ταινία Λόλα της Φίνος Φιλμ με την Τζένη Καρέζη. Ακούγοντας την Βίκυ, ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι σίγουρος ότι βρήκε τη φωνή που έψαχνε. Και η Βίκυ την ευκαιρία να γίνει η βεντέτα του λαϊκού μας τραγουδιού, ο θηλυκός Γρηγόρης Μπιθικώτσης, όπως την αποκαλούσαν.
Μα ποια είναι; αυτή η ερώτηση ήταν στο στόμα όλων των θεατών στην πρώτη προβολή της ταινίας. Η Βίκυ Μοσχολιού βρίσκεται μέσα στην αίθουσα, αλλά κρύβεται από ντροπή να μην τη δουν. Όταν όμως λίγο αργότερα, το τραγούδι της ταινίας Χάθηκε το φεγγάρι θα κυκλοφορήσει σε δίσκο και θα παίζεται στο ραδιόφωνο, όλοι θα ξέρουν το όνομά της. Βίκυ Μοσχολιού. Η επιτυχία αρχίζει και θα συνεχίσει αδιάκοπα για σαράντα χρόνια, με τραγούδια διαχρονικά, δίσκους σταθμούς, συνεργασίες ζηλευτές και μια ζωή σαν παραμύθι…
Μέσα σε σύντομο διάστημα, η Βίκυ Μοσχολιού αλλάζει τα δεδομένα στο ελληνικό τραγούδι. Ο κόσμος μιλάει με θαυμασμό για τη βαθιά, καθαρή κι εκφραστική φωνή της, με την ιδιότυπη βραχνάδα που της δίνει ακατανίκητη και παράξενη γοητεία. Οι περισσότεροι από τους καλύτερους συνθέτες, συνεργάζονται μαζί της. Σταύρος Ξαρχάκος, Γιώργος Ζαμπέτας, Απόστολος Καλδάρας, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Σπανός, Γιώργος Κατσαρός, Ακης Πάνου, Μίμης Πλέσσας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιώργος Χατζηνάσιος, Ζορζ Μουστακί, Βασίλης Τσιτσάνης, Μάρκος Βαβακάρης, Λουκιανός Κηλαϊδόνης και Σταμάτης Κραουνάκης. Επιπλέον, τους στίχους τραγουδιών της υπογράφουν οι σημαντικότεροι ποιητές και στιχουργοί της χώρας: Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Γκάτσος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Βαγγέλης Γκούφας, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιώργος Σκούρτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Μάνος Ελευθέριου, Πυθαγόρας, Κώστας Κινδύνης, Κώστας Βίρβος, Γιώργος Κατσαρός, Γιώργος Χρονάς, Λίνα Νικολακοπούλου, Κώστας Τριπολίτης και Θεόδωρος Ποάλας. Οι δίσκοι της γίνονται ανάρπαστοι από τη μια στιγμή στην άλλη, τα κέντρα όπου εμφανίζεται κάνουν χρυσές δουλειές.
Ήταν από τις πρώτες γυναίκες τραγουδίστριες, που γύρισαν την πλάτη στις πίστες και στα γερά νυχτοκάματα και αναζήτησαν έναν εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης και η Πλάκα ήταν ο ναός αυτής της διασκέδασης. Η Βίκυ Μοσχολιού έχει γίνει το μεγάλο αστέρι του τραγουδιού. Μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αντιπροσωπεύουν τους λαϊκούς ερμηνευτές, με τραγούδια που αγαπιούνται αμέσως από το κοινό.
Παράλληλα, η Βίκυ Μοσχολιού ζει ένα μεγάλο έρωτα, ένα παθιασμένο λαβ στόρι με τον ποδοσφαιριστή Μίμη Δομάζο, που καταλήγει σε γάμο. Πρωτομαγιά του 1967 παντρεύονται στη Μητρόπολη. Πάνω από τριάντα χιλιάδες άνθρωποι, είχαν μαζευτεί μέσα και έξω από την εκκλησία με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα, η Βίκυ να πληρώσει 15.000 δραχμές για ζημιές που είχαν γίνει στο ναό. Το νυφικό -και η κορώνα- ήταν από τον οίκο Οπτασία, της Σούλης Ανδρονίδου, στον Πειραιά. Το έκανε δώρο στην δημοφιλή τραγουδίστρια, το περιοδικό Ντομινό.
Την ευτυχία, ολοκληρώνουν οι δύο κόρες τους, η Ουρανία και η Ευαγγελία, ενώ η τρίτη εγκυμοσύνη θα τους στερήσει πολύ γρήγορα το αγόρι που τόσο επιθυμούν. Τα δύο πανέμορφα και καλοσυνάτα κορίτσια, είναι όλη η ζωή για την Βίκυ. Δεν υπάρχει στιγμή-συνέντευξη-εμφάνιση που να μην αναφερθεί στις δύο μεγάλες της αγάπες. Μαζί με τον πατέρα τους, θα τους δώσουν όλα τα εφόδια και τις αξίες για να μπορέσουν να τα καταφέρουν στη ζωή τους και να σταθούν στα πόδια τους. Η εξέλιξη στις ζωές τους, έδειξε ότι όσα πήραν από τους γονείς τους ήταν τα κατάλληλα και απαραίτητα εφόδια για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους και του χαρακτήρα τους.
Η μπομπονιέρα του γάμου τους
Ο Μίμης Δομάζος και η Βίκυ Μοσχολιού στη γαμήλια φωτογραφία τους
Καθημερινές οικογενειακές στιγμές
Το λαβ στόρι και ο γάμος με τον Μίμη Δομάζο δεν θα κρατήσει για πάντα. Ο σταρ του ποδοσφαίρου και η βασίλισσα του λαϊκού τραγουδιού χωρίζουν αλλά στη συνείδηση του κόσμου θα μείνουν για πάντα μαζί. Όπως όλα τα ζευγάρια που ο κόσμος αγαπάει και δεν θέλει να χωρίζουν ( είτε με διαζύγιο, είτε τους χωρίζει ο θάνατος) γιατί έτσι… χαλάει το παραμύθι. Αλίκη-Δημήτρης, Τζένη-Κώστας, Βίσση- Καρβέλας, Βίκυ-Μίμης… Ο θαυμασμός του ενός για τον άλλο δεν θα σταματήσει. Για εκείνη, ο Μίμης Δομάζος είναι ο μεγαλύτερος παίχτης που έχει βγάλει η Ελλάδα κι ένας από τους καλύτερους της Ευρώπης. Μετά το χωρισμό τους, τα κορίτσια θα μείνουν με την μητέρα τους και θα γίνουν το στήριγμα και εκείνες που θα την τονώνουν όταν το ηθικό της θα πέφτει. Η Ράνια και η Βαγγελίτσα είναι οι λατρείες της.
Η Βίκυ θα μείνει απλή κι ανέγγιχτη σαν παιδί, από τη δημοσιότητα και το χρήμα. Δεν θα ξεχάσει ποτέ από που ξεκίνησε, πόσες στερήσεις πέρασε και πόσο αγωνίστηκε για να τα καταφέρει. Η μεγάλη κληρονομιά που μας άφησε, είναι πάνω από σαράντα δίσκους με τραγούδια αναλλοίωτα στο χρόνο: Δεν ξέρω πόσο σ’αγαπώ, Παλικαράκι που’ λιωσα, Θα κλείσω τα μάτια, Νυν και αεί, Ένα αστέρι πέφτει πέφτει, Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι, Ναύτης βγήκε στη στεριά, Έτσι είναι η ζωή, Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε, Σε έβλεπα στα μάτια, Μιλώ για τα παιδιά μου, Επεμβαίνεις, Μαρκίζα, Αλήτη, Άνθρωποι μονάχοι, Βαγγελίτσα, Γυμνό, Δεν κλαίω για τώρα, Εγώ είμ’ εγώ, Έμεινα μόνη, Έλα έλα στα Πατήσια, Η Γιαλαλαού, Και γεια χαρά, Καινούργιο πράγμα, Τα τρένα που φύγαν, Μην τα φιλάς τα μάτια μου, Ξενύχτησα στην πόρτα σου, Ξημερώματα, Πάει πάει πάει, Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα, Τον αγαπώ τον αγαπώ, ποιο να ξεχωρίσεις και ποιο να αφήσεις απέξω. Πολιτιστική κληρονομιά από τις πιο σημαντικές στη χώρα μας.
Στις 16 Αυγούστου 2005, η φωνή αυτή σίγησε, πέρασε στην αιωνιότητα. Η πορεία της χαρακτηρίστηκε από την ποιότητα των τραγουδιών της και τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της. Τραγούδησε τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες με ιστορικές ερμηνείες που καθιέρωσαν το ελληνικό τραγούδι. Παράλληλα, ήταν ένας ζεστός, φιλικός άνθρωπος, με έντονο το θρησκευτικό αίσθημα, βοηθούσε πάντα την οικογένειά της και αγάπησε όσο τίποτε άλλο τις δύο κόρες της.
Μαχητική και μέσα σε όλα, μιλούσε “στα ίσα” και δεν φοβόταν τίποτα. Μόνο τον Θεό και τη μοναξιά φοβόταν. Για όλα τα άλλα, είχε μάθει από μικρό παιδί να παίρνει την ευθύνη πάνω της και για τη δουλειά της και για την οικογένειά της και να μάχεται για όλα… Με ένα ρεπερτόριο ιδιαίτερων αξιώσων που αρέσει μέχρι σήμερα, η Βίκυ Μοσχολιού με τη χαρακτηριστική μπάσα και βραχνή φωνή της δεν ξεγέλασε ποτέ τον κόσμο, ούτε με τη δουλειά της, ούτε με τα τραγούδια της. Κι ο κόσμος αυτό, της το αναγνωρίζει πάντα… Γι΄αυτό η Βίκυ Μοσχολιού δεν χάθηκε… ούτε εκείνη, ούτε το φεγγάρι…
Σχόλια για αυτό το άρθρο