To σπίτι ήταν απέναντι από το Α΄ Νεκροταφείο. Μια ωραιότατη μεζονέτα με κήπο μπροστά, που έβλεπε στη μάντρα και στα κυπαρίσσια του νεκροταφείου. Στον κάτω όροφο είχε ένα μεγάλο σαλόνι, με τζάκι παρακαλώ, μια άνετη κουζίνα και ένα μικρό δωμάτιο με μπάνιο. Στον επάνω όροφο υπήρχαν τρία δωμάτια και ένα δεύτερο μπάνιο. Στο πίσω μέρος είχε άλλη μια αυλή, γλάστρες με λουλούδια και ένα μεγάλο τραπέζι με καρέκλες. Οταν ανέβαινες στην ταράτσα, μπορούσες να δεις πανοραμικά το νεκροταφείο, τους λευκούς σταυρούς, τους περίτεχνους τάφους και τα αναμμένα καντηλάκια.
Το νοίκι που ζητούσε ο ιδιοκτήτης ήταν χαμηλό. Το κοίταγα από δω, το κοίταγα από εκεί, δεν έβλεπα κάποιο ελάττωμα που να δικαιολογεί το χαμηλό ενοίκιο. Δεν άντεξα και τον ρώτησα: “Το σπίτι είναι πολύ ωραίο. Θα μπορούσατε να ζητήσετε μεγαλύτερο νοίκι. Εχει κάποιο ελάττωμα που δεν το βλέπω;” O ιδιοκτήτης, ένας γελαστός, καλοστεκούμενος πενηντάρης, έξυσε το κεφάλι του. “Θα σας πω την αλήθεια κύριε Παυριανέ. Δεν μπορώ να το νοικιάσω γιατί είναι απέναντι το νεκροταφείο! Οι άντρες δεν πολυδίνουν σημασία. Αλλά όταν φέρνουν τις γυναίκες τους για να το δουν, αυτές σταυροκοπιούνται και λένε πως δεν θα μείνουν σε ένα σπίτι με τους νεκρούς δίπλα. Παίρνουν τους άντρες τους και φεύγουν. Αλλά, τι το συζητάμε; Το σπίτι αυτό είναι για μια μεγάλη οικογένεια, δεν κάνει για ένα άτομο”. Εκείνη την εποχή είχα γράψει το τραγούδι “Οταν το τηλέφωνο χτυπήσει” και είχε γίνει σουξέ, είχα λεφτά. Ηξερα επίσης ότι ο φίλος μου Δημήτρης Γαλάνης έψαχνε να νοικιάσει σπίτι στο κέντρο, για να είναι κοντά στη δουλειά του, στην εφημερίδα “Το Βήμα”. Το σπίτι ήταν ιδανικό για να μείνουν δύο συγκάτοικοι, ο ένας στον πάνω όροφο και ο άλλος στον κάτω. Θα πρότεινα στο Δημήτρη να μείνουμε μαζί. Αρκεί να μη φοβόταν τους αποθαμένους.
“Τι να φοβάμαι βρε αγάπη μου από τους νεκρούς; Οι ζωντανοί με βασανίζουν, όχι οι πεθαμένοι!” λέει ο Δημήτρης, που εκείνη την εποχή πέρναγε μεγάλο ερωτικό ντουβρουτζά. “Ασε που είναι οι πιο ήσυχοι γείτονες!” συμπληρώνω. “Ούτε μιλάνε, ούτε λαλάνε”. Συμφωνήσαμε να το πιάσουμε. Εγώ θα έμενα στον κάτω όροφο και ο Δημήτρης στον επάνω. Παίρνω τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη και συναντηθήκαμε για να υπογράψουμε τα συμβόλαια στις 6 Μαρτίου 1994, την θυμάμαι καλά την ημερομηνία, δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ, γιατί την ίδια μέρα άφησε την τελευταία της πνοή η Μελίνα Μερκούρη. Την επόμενη μέρα μετακομίσαμε και μετά από τρεις μέρες, ανεβήκαμε βουβοί στην ταράτσα, μαζί με άλλους φίλους, το Γιώργο Πανόπουλο, το Νίκο Νομικό, το Γιώργο Βόγλη, το Νικήτα Καραγιάννη και αποχαιρετήσαμε με βουρκωμένα μάτια τη Μελίνα. Ο κόσμος έκλαιγε, χειροκροτούσε, φώναζε “Αθάνατη!”. Δεν άντεξα για πολύ. Κατέβηκα κάτω, έφτιαξα ένα πικρό καφέ και η σκέψη μου γύρισε 20 χρόνια πίσω, τότε που την είχα πάρει τηλέφωνο για να παίξει τη Νίνα, στο Τρίτο Στεφάνι: “Πόσο χρονών είσαι;” “Είκοσι τρία.” “Είκοσι τρία; Yπάρχουν ακόμα αυτές οι ηλικίες;” Κατέβηκαν και οι φίλοι, αρχίσαμε να θυμόμαστε σκηνές και περιστατικά με τη Μελίνα, μήπως και ευθυμήσουμε, μάταιος κόπος, η απώλεια ήταν μεγάλη, όλοι λέγαμε πως ήταν “τέλος εποχής”
Και ξαφνικά το “τέλος εποχής” άρχισε να μπαίνει στη ζωή μας. Σαν να μην έφτανε αυτός ο θάνατος, τρεις μήνες μετά, στις 15 Ιουνίου, ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε για να συναντήσει τη Μελίνα. “Οταν πεθάνω, να έρχεστε να μου ρίχνετε πάνω στο τάφο, αντί για λουλούδια, προσπέκτους με καινούργια μηχανήματα ήχου!” μας έλεγε και γελούσε. Η κηδεία του δεν έγινε στο Πρώτο, γιατί είχε φροντίσει η τελευταία του κατοικία να είναι εκεί ψηλά στον Υμηττό. Ολους τους άλλους όμως, που πέθαναν μετά, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Οδυσσέα Ελύτη, την Σωτηρία Μπέλλου, την Ρίτα Σακελλαρίου, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Δημήτρη Χόρν, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τους αποχαιρέτησα από την ταράτσα αυτού του σπιτιού και πάντα με τη φράση “τέλος εποχής”. Για μερικά χρόνια έβλεπα απέναντι στο Α΄ Νεκροταφείο, όλους αυτούς που θαύμαζα, αγαπούσα, είχα πιστέψει και είχα είχα λατρέψει, νεκρούς στα φέρετρα, να περνούν και να χάνονται ανάμεσα στα κυπαρίσσια. Είχα μάθει απ΄έξω το τυπικό της ταφής, ήξερα πως η εξόδιος ακολουθία τελειώνει όταν ο παπάς λέει: “Tου Κυρίου η Γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. Χους ει και εις χουν απελεύσει” και μετά παίρνει το φτυάρι και ρίχνει το χώμα σταυρωτά πάνω στο φέρετρο.
Μέσα σε όλο αυτό το πένθος υπήρχε πάντα και μια εύθυμη νότα. Ηταν οι δεσποτάδες που έρχονταν για να παραστούν στην κηδεία. Πάρκαραν τις Μερσεντές έξω από το σπίτι μας, έβγαινε ο οδηγός, που κατά διαβολική σύμπτωση ήταν πάντα νόστιμος και ρωμαλέος, άνοιγε το πόρτ μπαγκάζ και έβγαζε τα άμφια, τα πετραχήλια και τις μήτρες. Τα έδινε στο διάκο και αυτός ανελάμβανε να ντύσει τον δεσπότη σε χρόνο ρεκόρ και να τον βοηθήσει να περάσει απέναντι, στο νεκροταφείο. Αυτά που έλεγαν μεταξύ τους ήταν απερίγραπτα. Μάρτυς μου ο Θεός, έχω ακούσει με τα αυτιά μου σεβάσμιο μητροπολίτη, να ρωτάει το διάκο του: “Που είναι το καλό μου το πετραχήλι, ευλογημένη;” Κι εκείνος να του απαντάει: “To έχουμε δώσει στο καθαριστήριο μπέμπη μου, το ξέχασες;” Καλά, τα “μωρή” και τα “τρελή” έδιναν και έπαιρναν. Hταν τόσο αστείο να τους βλέπεις να μιλάνε με τσιριχτές φωνές στα κινητά τους και μετά να πηγαίνουν απέναντι και να ψέλνουν με μπάσσα φωνή πάνω από τους τάφους! Τι να πεις όμως; Πάντα ο θάνατος έχει και την αστεία του πλευρά.
Στο μεταξύ, κάτω στο σαλόνι, η ζωή συνεχιζόταν. Μπορεί να ήταν η θανατίλα που καραδοκούσε απέναντι, μπορεί να ήταν το υπέροχο κρασί που έφερνε ο Βαγγέλης Γιαμούρης, μπορεί να ήταν η υπέροχη φασολάδα που μαγείρευα εγώ, μπορεί να ήταν το πεντανόστιμο κοτόπουλο με πατάτες που έφτιαχνε ο Δημήτρης, μπορεί να ήταν η καλή παρέα, πάντως τo σπίτι κάθε βράδυ ήταν γεμάτο κόσμο, που έτρωγε, έπινε, κάπνιζε, γελούσε και μιλούσε με πάθος επί παντός επιστητού. Θυμάμαι τι είχε γίνει μετά την κηδεία της Αλίκης, όταν εμφανίστηκε στην αυλή μια ξανθιά, (ναι, ξανθιά!) γάτα και αρχίσαμε να της τραγουδάμε όλοι μαζί το “Νιάου βρε γατούλα”. Θυμάμαι τις ατελείωτες συζητήσειςπου κάναμε με την Ιλεάνα Μακρή, τον Αρη Δαβαράκη, τον Βαγγέλη Προβιά, την Βικτόρια Μαρτίνι και τον Σωκράτη Καλκάνη, για τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, για τον Κλίντον και τη Χίλαρυ, για τoν Kάρολο και την Νταϊάνα, για την κλωνοποιημένη προβατίνα Ντόλλυ, για τον τότε αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Τους ξεκαρδιστικούς διαλόγους του Νίκου Τσεπέτη με τον Ηλία Κράνη και τον Ντάνο Τσέλιο για θέματα γύρω από το σεξ. Το Δήμο Μυλωνά να απαγγέλει στίχους στην Μανίνα Ζουμπουλάκη και στον Γιώργο Κιντή δίπλα στο τζάκι.
Μετά τον σεισμό του 1999 ζήσαμε για μέρες σαν κοινόβιο. Το σπίτι ήταν πέτρινο, πολύ γερό, δεν έπαθε τίποτα. Οσοι λοιπόν είχαν πρόβλημα με το σπίτι τους ή φοβόντουσαν να μείνουν μόνοι, είχαν έρθει εδώ. Το πρωί, σηκωνόμουν και λιβάνιζα “Αμάν!” μου λέγανε. “Δεν μας φτάνουν τα κεριά και τα λιβάνια από το νεκροταφείο; Είναι ανάγκη να τα ανάβεις και μέσα στο σπίτι;” Ισως είχαν δίκιο, αλλά από την άλλη, είχαμε επιζήσει από ένα θανατερό σεισμό, δεν έπρεπε να ανάψω λίγο λιβάνι και να ευχαριστήσω τον Θεό; Κατά τα άλλα όμως είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα που ζούσαμε μαζί, τρώγαμε μαζί και μερικές φορές κοιμόμαστε μαζί. Δεν θα ξεχάσω τα γέλια που κάναμε αργά το βράδυ, όταν βλέπαμε “Ερωτοδικείο” στην τηλεόραση του Δημήτρη, ο οποίος τελικά αποδείχτηκε ιδανικός συγκάτοικος. Μαγείρευε υπέροχα, εκείνες οι πατάτες φούρνου που έφτιαχνε, θα μου μείνουν αλησμόνητες. Νοικοκύρης, ήσυχος, ευγενικός, διακριτικός, γεναιόδωρος,δεν έδωσε αφορμή για να τσακωθούμε ούτε μια φορά. Για να πω την αλήθεια, τσακωθήκαμε μια φορά, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, όταν, αντί να πληρώσω το μερίδιό μου στο ηλεκτρικό, έδωσα τα τελευταία μου λεφτά για να αγοράσω δέντρο και στολίδια, αλλά τι να κάνω; Προτιμούσα να μην έχω να φάω και να είναι το σπίτι στολισμένο!
Είχαμε όμως και celebrities που έρχονταν εδώ. Κάποια στιγμή τα λεφτά τελειώσανε και επειδή η θεά ανάγκη είναι αυτή που μου δίνει τη μεγαλύτερη έμπνευση, άρχισα να γράφω καινούργια τραγούδια. Το “Παιδί της νύχτας” για τον Γιώργο Μαζωνάκη. Το “Δεν είσαι εδώ” για την νέα τότε τραγουδίστρια Δέσποινα Βανδή. Το “Γυμνός μες στην Ελλάδα” για την Εφη Σαρρή. Οπως ήταν φυσικό, περνούσαν από το σπίτι για να δουν την εξέλιξη της δουλειάς. Τους διάβαζα στίχους, κάναμε διορθώσεις, σκεφτόμαστε συνθέτες. Μια μέρα ξύπνησα και αποφάσισα να μεταφράσω την “Αποκάλυψη” του Ιωάννη. Οχι όμως μια απλή μετάφραση. Η δική μου θα ήταν έμμετρη, σε δεκαπεντασύλλαβο, με ομοιοκαταληξία! Και από εκείνη την ημέρα άρχισε το μαρτύριο των φίλων μου. Ξυπνούσα στις 6 το πρωί και μέχρι τις 2 το μεσημέρι, δούλευα την μετάφραση. Μετά άρχιζα να μαγειρεύω και μέχρι το απόγευμα που ερχόταν ο Δημήτρης από τη δουλειά, είχε μαζευτεί η παλιοπαρέα και τρώγαμε. Οταν τέλειωναν το φαί, στην αρχή δειλά, μετά πιο φορτικά, πρότεινα να τους διαβάσω αποσπάσματα από τη μετάφραση. Μια -δυό-τρεις, δέχτηκαν ευγενικά και με άκουσαν. Την τέταρτη όμως φορά, πετάχτηκε ο Πανόπουλος έξαλλος. “Σταμάτα Παύρη! Δεν αντέχω άλλο! Πίνω κρασί και νομίζω ότι πίνω Αψινθο!” Ετσι λοιπόν σταμάτησα τις αναγνώσεις. Και όχι μόνο αυτό. Αν κανείς διαφωνούσε, καυγάδιζε ή έκανε φασαρία, ο Δημήτρης τον απειλούσε: “Να σου πω, σταμάτα γιατί θα βάλω τον Παύρη να σου διαβάσει την “Αποκάλυψη”!
Την Πρωτοχρονιά του 2000, την γιορτάσαμε σε αυτό το σπίτι. Μαζεύτηκε μια μεγάλη παρέα, γύρω στα είκοσι άτομα, είχα ανάψει το τζάκι, είχα φτιαξει μια τεράστια ποσότητα φασολάδας, ο Δημήτρης είχε ετοιμάσει αρνάκι με πατάτες και όλοι έφεραν κάτι, άλλος κρασί, άλλος γλυκά, άλλος κανά μπάφο. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν η συγκρατημένη διάθεση της βραδιάς. Παρ΄όλο που στην παρέα είχαν προστεθεί δύο τρελλές Αμερικάνες αδελφές, φίλες του Νικήτα Καραγιάννη, μια τρανσέξουαλ με τον άντρα της και κάτι άσχετα τεκνά, η βραδιά δεν είχε καμμιά εξαλοσύνη. Ο Γιάννης Μιχαηλίδης, ο αγαπημένος μας Ten Ten, ξεβιδώθηκε να χορεύει όλη τη νύχτα, ο Νίκος Νομικός ήπιε παραπάνω και άρχισε να μιλάει γαλλικά, εγώ κατάφερα (όταν είχαν πια μεθύσει) και διάβασα αποσπάσματα από την “Αποκάλυψη” και η Εφη Σαρρή πέρασε κάποια στιγμή και μας τραγούδησε το “Γυμνός μες στην Ελλάδα”. Αυτές ήταν οι πιο κίνκυ στιγμές της βραδιάς. Οταν έφτασε 12 η ώρα, τραγουδήσαμε το “Πάει ο παλιός ο χρόνος…” αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, βγήκαμε έξω, είδαμε τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πάνω από την Ακρόπολη. “Τέλος εποχής” αρχίσαμε να λέμε πάλι. “Τόσα χρόνια όλο “τέλος εποχής” ακούω. Πότε θα τελειώσει επιτέλους αυτή η εποχή;” διαμαρτυρήθηκε ο Γιώργος Ευσταθίου. “Φίλη καλομελέτα και έρχεται!” του απάντησε ο Νικήτας Καραγιάννης και μετά μπήκαμε μέσα και φάγαμε την φασολάδα της χιλιετίας!
Ενα χρόνο μετά, ένα ηλιόλουστο πρωϊνό του Σεπτέμβρη. Ξυπνάω, φτιάχνω καφέ και κάθομαι στο γραφειάκι μέσα στο δωμάτιό μου για να συνεχίσω τη μετάφραση της “Αποκάλυψης”. Είμαι στο σημείο που ο Ιωάννης προφητεύει την πτώση και καταστροφή της Βαβυλώνας: “Kαι θέλουσι κλαύσει αυτήν και πενθήσει δια αυτήν οι βασιλείς της γης, οι πορνεύσαντες και κατρυφήσαντες μετά αυτής, όταν βλέπωσιν τον καπνόν της πυρπολήσεως αυτής, από μακρόθεν ιστάμενοι δια τον φόβον του βασανισμού αυτής και λέγοντες: ουαί,ουαί, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών, η πόλις η ισχυρά, διότι εν μιά ώρα ήλθεν η κρίσις σου…” “Παύρη έλα γρήγορα πάνω! Συμβαίνει κάτι φοβερό! Ααααα!” ακούω τον Δημήτρη να ουρλιάζει. Πετάγομαι πάνω, ανεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα και μόλις μπαίνω στο δωμάτιό του, βλέπω στην τηλεόραση τους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης και ένα αεροπλάνο που σφηνώνεται στον έναν! Μετά από λίγη ώρα, εμφανίζεται ένα δεύτερο αεροπλάνο και σφηνώνεται στον άλλο Πύργο!
Ηταν σα να έβλεπα την “Αποκάλυψη” σε απ΄ευθείας μετάδοση! Στεκόμουν μπροστά στην τηλεόραση και δεν μπορούσα ούτε να κινηθώ, ούτε να σκεφτώ. Προσπαθούσα κάτι να πω, αλλά δεν έβγαινε ήχος από το στόμα μου. Ο Δημήτρης έφυγε αμέσως για την εφημερίδα. Μόλις συνήλθα λίγο άρχισα τα τηλεφωνήματα. Ολοι έβλεπαν την ίδια εικόνα, όλος ο πλανήτης είχε συντονιστεί σε αυτό το θέαμα που είχε απ΄όλα: σοκ, φόβο, τρέλα, μεγαλείο, υπερβολή, καταστροφή, εκδίκηση. Δεν άντεχα να μείνω στο σπίτι.
Βγήκα και πήγα απέναντι, στο Α΄ Νεκροταφείο. Περπάτησα ανάμεσα στα κυπαρίσσια, περιπλανήθηκα για λίγη ώρα ανάμεσα στους τάφους με τους αγαπημένους νεκρούς, που ο καθένας τους μου θύμιζε ένα κομμάτι από τη ζωή μου, μπήκα στο ναό του Αγίου Λαζάρου και άναψα ένα κεράκι, πήρα μια χούφτα κόλλυβα που μου πρόσφερε μια γριά και έτσι αποχαιρέτησα για πάντα τον κόσμο που ήξερα, που έμαθα, που αγαπούσα, που ονειρευόμουν. Αυτό είναι πράγματι “τέλος εποχής” σκέφτηκα και έφαγα τα κόλλυβα. Βγήκα έξω. Στην Αναπαύσεως, μια λατέρνα έπαιζε το “Βαλς των χαμένων ονείρων”…
Σχόλια για αυτό το άρθρο