“...Είκοσι χιλιόμετρα απ’ την Αλεξανδρούπολη, αφήνεις το μεγάλο δημόσιο δρόμο, στρέφεις προς τ΄αριστερά, για να πάρεις το χωματόδρομο προς τα υψώματα. Ανηφορίζοντας μερικά χιλιόμετρα θα φτάσεις σε ένα μικρό χωριουδάκι που λέγεται Πεύκα. Στο μικρό χωριουδάκι, λοιπόν, όπου ζουν μερικές απ΄τις οικογένειες των Σανταίων, φτάσαμε την Κυριακή το πρωί τέσσερα αυτοκίνητα με Πόντιους της Αλεξανδρούπολης, κι έγινε μεγάλη χαρά, γιατί όπως μας είπαν, είχαν σαράντα χρόνια να δουν… τέτοια τιμή! Γριούλες χαροκαμένες, γέροι, αλλά και νιάτα, λιγοστοί νέοι ψηλόκορμοι και παιδάκια, μας κύκλωσαν κι ύστερα μας φιλοξένησαν στο μοναδικό καφενεδάκι του χωριού τους, με φαγητά της πατρίδας τους και ούζο. Ρώτησα αν υπάρχει στο χωριό κανένας απ΄τους παλιούς αντάρτες, κι απάνω στην ώρα μπήκε ένας συμπαθητικός γεροντάκος, λιγνός, με χαρακτηριστικά λεπτά και πρόσωπο καλοσυνάτο, αγίου.
– Ο Αλέκος Εφραιμίδης
– Πολεμιστής;
– Από τα παλικάρια του καπετάν Ευκλείδη. Αυτός απόμεινε στο χωριό μας, κι ένας ακόμα. ο Θεοφ. Νικολαϊδης.
Μας χαιρέτησε ο παλιός αντάρτης και πήρε θέση μεταξύ μας στο τραπέζι. Είχαμε φέρει μαζί μας και το λυράρη, και του είπα να παίξει το τραγούδι του καπετάν Ευκλείδη. Έσυρε το δοξάρι του ο λυράρης στις χορδές του κεμεντζέ, αλλά, καθώς ακούστηκαν οι πρώτοι στίχοι, αναταράχτηκε ο γέρος, βούρκωσε το πρόσωπό του και πνίγοντας ένα λυγμό, σηκώθηκε και βγήκε απ΄το καφενείο αμίλητος, Δεν γύρισε παρά όταν τελείωσε το τραγούδι, φέρνοντας μαζί του κι ένα εκατοστάρικο για το λυράρη! Θα πρέπει να ξέρει κανείς πόση φτώχεια υπάρχει στο χωριό, για να καταλάβει τι αξία είχε εκείνο το εκατοστάρικο. Ύστερα ήλθε κι άλλος πολεμιστής κι άρχισαν να μου ιστορούνε τα παλιά τους, ενώ οι άλλοι χόρευαν γύρω τριγύρω στο λυράρη. Δεν μου ζήτησαν τίποτα οι Σανταίοι στο ταπεινό τους χωριουδάκι, ίσως γιατί ότι και να ΄χουν ζητήσει δεν ακούστηκαν ποτέ από κανένα. Μου είπαν μονάχα ότι υποφέρουν από νερό και τη μοναδική βρύση την κλείνουν το καλοκαίρι και παίρνουν μόνο ορισμένοι γιατί δεν τους φτάνει. Κάνω έκλειση στον Υπουργό Δημοσίων Έργων να τους φτιάξει ένα μικρό έργο που χρειάζεται για να γίνει, για ν’ αποκαταστήσουν το νεράκι του Θεού. Ας το κάνει σαν ένα μικρό φόρο τιμής προς τους ανθρώπους αυτούς, που έχασαν τα πάντα και κράτησαν μόνο την τιμή τους και την εθνική αξιοπρέπειά τους.
Δεν είμαστε αρρωστημένοι νοσταλγοί. Εφτιάξαμε τη νοσταλγία μας τραγούδι και χορό, αλλά και ρίξαμε όλη τη δύναμη της ψυχής μας στη δράση και στον μόχθο. Στις πόλεις, στα χωριά, στη γη που οργώσαμε, στο εμπόριο, στις επιστήμες, στα γράμματα και στις τέχνες, ολούθε όπου δόθηκε ο καθένας μας στέριωσε και αναδείχθηκε άξιος δουλευτής.
Είμαστε οι πανάρχαιοι Έλληνες, που η φύτρα μας κρατά 25 αιώνες.
Ένα από τα πιο ζωντανά στοιχεία του Ελληνισμού, που συνεχίζουμε με πίστη και ευλάβεια τις παραδόσεις μας, εδώ στη γη της μητέρας Ελλάδας, όπως και στη γη εκείνη του Πόντου που αφήσαμε. Δεν είναι μόνο η χαρά αλλά και βαθύτατη η συγκίνησή μου, ιδιαίτερα απόψε, που βρίσκομαι στην ακραία περιοχή των προμάχων του ακριτικού Ελληνισμού, όπου πάντα ανήκαμε.
Γιατί η εθνική μοίρα εμάς των Ποντίων μάς έταξε να είμαστε πάντα ακρίτες. Και τότε που κατοικούσαμε εκεί και τώρα που κατοικούμε εδώ. Σάρκα και οστά της Ελλάδος, ακούραστοι εργάτες και φορείς πολιτισμού. Εδώ στις ακραίες περιοχές της πατρίδας μας, σας φέρνω τον χαιρετισμό των αδερφών μας της Αθήνας και τη δική μου αγάπη.
Ζήτω ο Πόντος!!!
Η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σχόλια για αυτό το άρθρο