Άντρας και γυναίκα σάρκα μία, δολοφονεί το άλλο του μισό και ζητάει βοήθεια από τους φίλους του, που χρησιμοποιούν τη δική τους σάρκα σαν στολή παραλλαγής πολυλογάδων κωφαλάλων. Ο ΤΑΖ επικοινωνεί μαζί τους με ξεκαρδιστικά οδυνηρή, νοηματική.
Aν και σιχαίνομαι την κλισεδιά του όρου αλμοντοβαρικού (και για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις, η παράσταση δεν είναι αλμοντοβαρική, ότι στο διάολο κι αν σημαίνει αυτό) η διασκευή των Κώστα Σπυρόπουλου και Κατερίνας Μπέη πάνω στη σύγχρονη γαλλική μαύρη κωμωδία με πρωτότυπο τίτλο «Οι γυναίκες μας» (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Ντανιέλ Οτέιγ), έχει μια έντονη αίσθηση του τι θα γύριζε ο Αλμοδοβάρ αν ήταν τόσο παθιασμένος με τους straight παντρεμένους 40κάτι άντρες, όσο είναι με τις γυναίκες στη φιλμογραφία του. Πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος θεατρικός συγγραφέας, κινηματογραφικός σεναριογράφος αλλά και σκηνοθέτης ο Ερίκ Ασούς που έχει παίξει μπάλα σε όλα τα είδη, έχει μια φυσική έφεση στο μαύρο του θρίλερ που μπορεί να γίνει κωμωδία ή της κωμωδίας που μπορεί να γίνει θρίλερ ξεγελώντας – χρησιμοποιώντας, τις ταμπέλες που δίνουμε στα διάφορα είδη μυθοπλασίας προκειμένου να διεισδύσει καυστικά και τρυφερά μέσα σε ανθρώπινες ψυχοσυνθέσεις ψάχνοντας την αλήθεια των ηρώων του που όπως και σε όλους μας, αναδεικνύεται μόνο όταν έρχονται αντιμέτωποι με ακραίες καταστάσεις στα όρια του αληθινού και του κατασκευάσματος.
Οι Μπέη – Σπυρόπουλος βασίζονται πάνω στο έργο του, έχοντας ένα στέρεο σκελετό αλλά από κει και πέρα, δημιουργούν και πολύ καλά κάνουν, κάτι εντελώς δικό τους. Ένα από τα κλασσικά προβλήματα – διλήμματα του θεατρικού ανεβάσματος γαλλικής κωμωδίας, καταστάσεων ή χαρακτήρων, φάρσας ή όποια άλλη ταμπέλα θες, στην Ελλάδα, είναι η τεράστια διαφορά της εγχώριας ας πούμε πιο έξω καρδιά και καφενέ νοοτροπίας από την κομ ιλ φο Γαλλική. Είναι σαν τη χειραψία ένα πράγμα, στην Ελλάδα αν δεν την κάνεις εγκάρδια θα σε πούνε «κρυόκωλο», στη Γαλλία αν την κάνεις, θα σε πούνε «βλάχο». Γι αυτό και οι περισσότερες προσεγγίσεις Γαλλικών κωμωδιών στο Ελληνικό θέατρο διακρίνονται από μία ψυχρότητα επικοινωνίας. Η Κατερίνα και ο Κώστας, είπαν, αφού είναι να το πιάσουμε αλλιώς, δεν θα κάνουμε μισές δουλειές και με ρίσκο, μετακόμισαν το Theatre de Paris που πρωτοπαίχτηκε το έργο, στο Αγρίνιο.
Σαν κακός άνθρωπος που είμαι, η πρώτη μου σκέψη όταν άκουσα στη σκηνή τον Σπυρόπουλο να μιλάει με αξάν προκαλώντας το γέλιο, ήταν αυτή της επιλογής ενός τεχνάσματος για εύκολο γέλιο. 20 λεπτά μετά, η «παρεξήγηση» είχε λυθεί. Γιατί στην ουσία, κυριολεκτικά μεταφέρεται το Τheatre De Paris στο Αγρίνιο αφού όταν όλα τελειώσουν, συνειδητοποιείς ότι οι ηθοποιοί χωρίς να στο τρίβουν στη μούρη, έπαιζαν θέατρο μέσα στο θέατρο. Τους επαρχιώτες που μιμούνται τους Γάλλους. Τους 40άρηδες που μιμούνται τους 20άρηδες. Τους ευαίσθητους και τσαλακωμένους από τη ζωή που καλύπτουν μέσα στην εύπορη πλήξη τους και την ανάμνηση περασμένων μεγαλείων, το φόβο της αναπροσαρμογής της ζωής τους σε μια νέα πραγματικότητα, τις ευθύνες, το συναίσθημα, την ενηλικίωση, τη γυναικεία τους (σαν ευαισθησία) πλευρά που με εξυπνάδα η Μπέη φαντάζομαι που είναι ειδική σε αυτά τους έχει προικίσει.
Ένας πετυχημένος γυναικολόγος, μια παλιά δόξα του ποδοσφαίρου νυν ιδιοκτήτης κλαμπ και ένας μεγαλοκομμωτής συναντιούνται συχνά στο εντελώς ατσούμπαλο αισθητικά όπως και η ψυχολογία του, σπίτι του Μαξ, του ποδοσφαιριστή, για φαγητό, χαρτάκι, κουτσομπολιό, καβλάντισμα. Εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, ενώνονται μόνο από τις αναμνήσεις της χρυσής τους εποχής και την αποτυχία της τωρινής τους, ψάχνοντας χωρίς να το συνειδητοποιούν το χαμένο κομματάκι του παζλ που λείπει από την εικόνα.
Ο Κώστας Σπυρόπουλος υποδύεται τον Μάξιμο, αυτόν με το βαρύ αξάν που προκαλεί και το περισσότερο γέλιο. Θα μπορούσε να επαναπαυτεί σε αυτό, δεν το κάνει. Είναι σχεδόν διαπεραστική η αίσθηση αν εστιάσεις στο βλέμμα του, μιας μελαγχολίας την οποία απεγνωσμένα προσπαθεί να καλύψει με καφρίλες. Μια υποκριτική ποιότητα που εμένα με χτύπησε κέντρο ζντουπ, σαν να με παρακαλούσε ο ήρωάς του να ανέβω στη σκηνή να τον αγκαλιάσω.
Ο Θανάσης Ευθυμιάδης που υποδύεται τον παντρεμένο γυναικολόγο Παύλο, καλόκαρδος μεν, με κόμπλεξ αστικού μιμητισμού και μοντερνίστικης δηθενιάς δε, με προβλημάτισε λίγο. Λατρεύω τη φυσικότητα του παιξίματος και στις καλές του στιγμές ήταν… πιο φυσικός δεν γίνεται. Το θέμα είναι πως δεν ξέρω αν φταίει ο χαρακτήρας που υποδύεται ή ο ίδιος αλλά κάποιες στιγμές φαίνεται ο Κώστας να παίζει την Ελληνική διασκευή του έργου και ο Θανάσης τη Γαλλική.
Και ο πάντα απολαυστικά υπερενεργετικός κι αγαπημένος Γιώργος Γαλλίτης στο ρόλο του κομμωτή Σίμου, να καλύπτει υποκριτικά τη δική του αναποφασιστικότητα ανάμεσα στο Ελληνικό και το Γαλλικό στηριζόμενος σε ένα κινησιολογικό stand up comedy. Και οι τρεις τους, σε αυτό που κάνουν είναι αφοσιωμένοι, απλά στο ζέσταμα ακόμα της σεζόν (7η παράσταση) προσπαθούν να ξαναβρούν την περσινή μεταξύ τους κοινή συνιστώσα, ειδικά όσον αφορά στο συγχρονισμό τους στις εκρήξεις υστερίας. Ο Σίμος είναι και ο καταλύτης της υπόθεσης, εφόσον θα εμφανιστεί στη συνάντηση των φίλων, ανακοινώνοντάς τους ότι μόλις έπνιξε τη γυναίκα του και βάζοντας τους σε ηθικό δίλημμα ζητώντας την κάλυψη του.
Ένα σκηνικό και τρεις ηθοποιοί είναι πάντα μια πολύ δύσκολη υπόθεση να σε κρατήσει στη θέση σου (ειδικά αν είσαι και νευρόσπαστο όπως εγώ). Το ότι το κοινό δεν σταματάει να γελάει, και με τη δική του απλοϊκότητα (γιατί το άκουσα με τα αυτιά μου στα καμαρίνια από μία κυρία, «έχει πολύ ωραία μηνύματα το έργο» είπε στον Σπυρόπουλο) αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για κάτι παρά πάνω από ακόμα μια κωμωδία, είναι επιτυχία. Το ότι τα φραστικά μπινελίκια που ακούγονται, δεν σε ενοχλούν ως εξ’ επί τούτου, αλλά ταιριάζουν στην περσόνα των ηρώων, είναι επιτυχία. Το ότι το θέατρο ήταν γεμάτο είναι επιτυχία. Το ότι τα λεκτικά γκαγκ και παιχνίδια στη διασκευή, στην μεγάλη τους πλειοψηφία λειτουργούν είναι επιτυχία με μια μικρή ένσταση. Το ότι στο πρώτο μισό του πρώτου μέρους ο Μάξιμος έχει ένα υπερφορτωμένο ντελίριο άγχους για ανεκδοτολογική ατάκα που αποδυναμώνει την ευστοχία της, όπως το ίδιο κάνει κατά τη γνώμη μου και η υπερβολική επανάληψη του ευρήματος με την «…ανηψιά του μπατζανάκη της θείας του ξαδέρφου…» όσον αφορά στη γνωριμία όλων με όλους και το κουτσομπολιό μιας μικρής κοινωνίας. Το ότι το χωριάτικο αξάν, αξιοποιείται στο έπακρο αλλά από ένα σημείο και μετά, προκύπτει αβίαστα και όχι καρικατουρίστικα, είναι επιτυχία. Το να είσαι καλλιτέχνης, επομένως εξ’ ορισμού νάρκισσος, και να σκηνοθετείς παράσταση στην οποία πρωταγωνιστείς, μοιράζοντας δίκαια στους συναδέλφους σου τις «εμφάσεις» και τις ευκαιρίες για ανάδειξη, κρατώντας ισορροπία ρυθμού και χωρίς κοιλιές, είναι επιτυχία. Το να γελάω και ταυτόχρονα το έργο να με κάνει να συνειδητοποιώ πως εδώ και 10 χρόνια παραμυθιάζομαι ότι θα τελειώσω το βιβλίο που γράφω αλλά δεν το κάνω προτιμώντας να γυρνάω ως βαψομαλλιάς στα 40 μου με σκισμένο τζιν, μεθυσμένος και αθλιοπέφτουλας γκομενικά, σε μπαρ, πεπεισμένος ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα από τα 20 μου, αντανακλά μια δική μου αποτυχία, που όταν μια παράσταση μου τη γαληνεύει μεταδίδοντας μου στο φινάλε την προοπτική ανατροπής και αισιοδοξίας, είναι επιτυχία.
Απόδοση-Διασκευή: Κώστας Σπυρόπουλος, Κατερίνα Μπέη
Σκηνοθεσία: Κώστας Σπυρόπουλος
Μουσική: Γιώργος Σαμπάνης
Στίχοι: Ελένη Γιανατσούλια
Το τραγούδι ερμηνεύει ο Πάνος Κιάμος
Παραγωγή: ΚΣ Productions
Σκηνικά: Γιάννης Μουρίκης
Κοστούμια: Νικόλ Παναγιώτου
Θέατρο Ήβη, Σαρρή 27, Ψυρρή, Αθήνα
Τετάρτη 20:00
Πέμπτη 21:00
Παρασκευή 21:15
Σάββατο 21:15
Κυριακή 20:00
Τιμές εισιτηρίων: 18, 15, 12, 10
Προπώληση: Viva.gr
Ταμείο Θεάτρου, τηλ.: 2103213112 , 2103216382 – ανοικτό Τρίτη με Κυριακή 10:00- 22:00
Κάνε κονέ με τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στείλε του εξώδικα και απειλητικές επιστολές στο terra_gelida@hotmail.com
Σχόλια για αυτό το άρθρο