Περιήγηση στον τόπο και το χρόνο με αφορμή το βιβλίο της Μάγδας Τσιρογιάννη «Μαλαματένια».
Σιγὰ-σιγὰ πέρασε ὁ καιρὸς καὶ πλησίαζε ἡ μέρα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ποὺ εἶχαν κανονίσει νὰ βάλουν τὰ στέφανα. Πρὶν ξεκινήσουν οἱ ἑτοιμασίες, εἶχαν ράψει μὲ τὴν ὥρα τους στὴν Ἀργυρούλα, τὴν ξαδέρφη τῆς Ἑλένης, τὸ νυφικὸ καὶ τὸ δεύτερο. Τότε δὲν ὑπῆρχαν πολλὰ ὑφάσματα γιατὶ ἦταν Κατοχὴ καὶ τὰ εἶχαν κρυμμένα. Ὅταν ἡ Ἑλένη πῆγε στὰ ἐμπορικὰ νὰ ψωνίσει, τῆς εἶπε ὁ ὑπάλληλος:
― Τί τὸ θέλεις τὸ νυφικό, κορίτσι μ’, ὅπως εἶσαι νὰ στεφανωθεῖς.
Ἀλλὰ ἡ Ἑλένη βρῆκε ἕνα ὡραῖο λινομέταξο μὲ μιὰ λεπτὴ χρυσὴ ρίγα γιὰ νυφικὸ καὶ μιὰ μαύρη γάζα σιφὸν γιὰ τὸ δεύτερο. Γιὰ τ’ ἄλλα ροῦχα πῆραν στὸ σπίτι μιὰ συγγενή τους, μοδίστρα απ’ τὴν Κουκουράβα, καὶ ἔραψαν δυὸ μάλλινα ταγέρ, ἕνα σὲ χρῶμα κρασάτο κι ἕνα γκρὶ μὲ μιὰ τριχούλα ἄσπρη. Ἔραψαν ρόμπες χειμωνιάτικες καὶ καλοκαιρινές, μιὰ ρὸζ μὲ λουλούδια καὶ μιὰ ἐμπριμὲ μὲ κερασάκια καὶ πράσινα φύλλα, ἔραψαν νυχτικὰ καλοκαιρινὰ καὶ χειμωνιάτικα, ἔραψαν ποδιές, ὅλα ὅσα χρειάζονταν ἐκτὸς ἀπ’ τὰ ἐσώρουχα, ποὺ τὰ εἶχε κάνει ἡ Ἑλένη ἀπὸ καιρὸ μὲ κεντήματα καὶ δαντέλες, ὅπως καὶ τὸ νυχτικὸ γιὰ τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου, ἀπλικαρισμένο μὲ κεντημένο σατὲν καὶ μπιμπίλες ἀπὸ μπρισίμι. Ὁ ρουχισμὸς ἦταν ἕτοιμος, τὰ μετρητὰ ὑπῆρχαν κι ὁ Ἀντώνης ἐπισκεύασε τὸ σπίτι. Κι ἀφοῦ τελείωσε κι αὐτό, κατέβηκε ὁ Γιάννης στὴν Ἁγία Παρασκευὴ καὶ εἶπε στὸν πατέρα τοῦ Ἀντώνη:
― Συμπέθερε, ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος. Ὅταν ἑτοιμαστεῖτε κι ἐσεῖς, νὰ γίνει ὁ γάμος νὰ μὴν ἀργοῦμε.
― Νὰ θερίσουμε, νὰ τελειώσουμε καὶ μετά, ἀπάντησε ὁ πατέρας τοῦ Ἀντώνη.
Κι ἀφοῦ θερίσαν, ἁλωνίσαν καὶ μάζεψαν τὶς δουλειές, κατέβηκε ὁ Γιάννης στὴν Ἁγία Παρασκευή, μέτρησε τὸ προικιὸ καὶ ξεκίνησε ὁ γάμος. Μιὰ βδομάδα πρίν, γύρισε σὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς κάλεσε καὶ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ πατέρας τοῦ γαμπροῦ. Τὴ Δευτέρα ἔκαναν στὴ Μακρινίτσα τὴ θηκιαστὴ μὲ τὰ προικιά, τὰ στόλισαν στὴν καλὴ τὴν κάμαρη καὶ πέρασε ὅλο τὸ χωριὸ νὰ κεραστεῖ καὶ νὰ πεῖ ἡ ὥρα ἡ καλή. Καὶ τὴν Παρασκευὴ ἦρθαν τὰ μπρατίμια μαζὶ μὲ τ’ ἀδέρφια τοῦ γαμπροῦ νὰ τὰ πάρουν.
Φόρτωσαν ἀπὸ κάτω διπλωμένα τὰ χοντρά —καρπέτες, παπλώματα καὶ κιλίμια—, ἔδεσαν τὰ μπαοῦλα μὲ τὸ ρουχισμὸ ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, ἔβαλαν τὰ μεγάλα χαλκώματα πανωσάμαρα, τὸ καζάνι καὶ τὸ μαγκάλι, κι ἀπὸ πάνω τὰ κολλαριστὰ μαξιλάρια τῆς φιγούρας μὲ τοὺς μεγάλους μαξιλαράδες καὶ τὰ κεντητὰ μαξιλάρια τοῦ καναπέ. Τὰ πέρασαν ἀπ’ τὴν Κουκουράβα κι ἀπ’ τὸν Ἅγιο Ὀνούφριο καὶ τὰ πῆγαν στὸ σπίτι, ὅπου περίμενε ἡ θειὰ ἡ Λενίτσα ἡ Θανάσαινα νὰ τὰ δεχτεῖ καὶ νὰ κεράσει τό σόι τοῦ γαμπροῦ. Ὁ Ἀντώνης εἶχε ἀγοράσει κρεβάτι σιδερένιο, ἕνα τραπέζι στρογγυλὸ μὲ καρέκλες κι ἕνα σαλονάκι, καναπὲ καὶ δυὸ πολυθρόνες. Στὴν προίκα της ἡ Ἑλένη εἶχε καὶ μιὰ ὡραία ντουλάπα ἀπὸ κεῖνο τὸ ξύλο ποὺ εἶχαν πάρει τ’ ἀδέρφια της ἀπ’ τὸ καράβι ποὺ ἐξόκειλε στὸ Βένετο, κι ὅταν ἔφτασαν τὰ προικιά, ἡ θεία ἡ Λενίτσα μαζὶ μὲ τὶς ἀδερφὲς τοῦ Ἀντώνη κρέμασαν τὰ ροῦχα στὴν ντουλάπα, βόλεψαν τὰ ἐσώρουχα στὰ συρτάρια, ἔκαναν τὴ θηκιαστὴ κι ἔστρωσαν τὸ νυφικὸ κρεβάτι μὲ τὴν κρεβατοστρώση, τὴν ἄσπρη πλεχτὴ κουβέρτα καὶ τοὺς μαξιλαράδες στο κεφαλάρι.
Σάββατο βράδυ ἔφτασαν τὰ ὄργανα στὸ σπίτι στὴ Μακρινίτσα καὶ τὴν Κυριακὴ 26 Ἰουλίου, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸ πρωὶ μετὰ τὴν ἐκκλησία ἄρχισαν νὰ ἔρχονται οἱ συγγενεῖς. Κάθονταν, τοὺς κερνοῦσαν κι ὕστερα ἔπαιρναν τὴ νύφη καὶ χόρευαν. Τὸ μεσημέρι ἔστρωσαν τραπέζι νὰ φᾶν οἱ σπιτικοὶ κι οἱ καλεσμένοι ποὺ ἦρθαν ἀπὸ μακριά. Καὶ στὶς τέσσερις τ’ ἀπόγεμα ἔφτασαν ὁ γαμπρὸς μὲ τὸν ἀδερφό του τὸν Ἀποστόλη καὶ τὰ μπρατίμια νὰ πάρουν τὴ νύφη. Ἦρθαν καβάλα στ’ ἄλογα καὶ εἶχαν καὶ ἕνα ἄσπρο ἄλογο ποὺ τὸ κρατοῦσε ἕνα παιδί, σκεπασμένο μὲ ἄσπρο κεντημένο σεντόνι, γιὰ τὴ νύφη. Ὁ πατέρας, τ’ ἀδέρφια καὶ οἱ συγγενεῖς τοὺς ξεκίνησαν μέχρι τὸ Στεφάνι καὶ μόνον ὁ Δημητράκης καὶ ἡ ξαδέρφη τῆς Ἑλένης ἡ Λέλα πῆγαν μαζὶ μὲ τὴ νύφη, γιατὶ ἔτσι ἦταν τὸ ἔθιμο. Μπροστὰ πήγαιναν τὰ ὄργανα μὲ τὰ μπρατίμια, πίσω ἡ νύφη, μετὰ ὁ γαμπρὸς καὶ παραπίσω ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Ὅταν ἔφτασαν στὸ γεφύρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοὺς περίμεναν ἐκεῖ τ’ ἄλλα ὄργανα ποὺ εἶχε φέρει ὁ πατέρας τοῦ Ἀντώνη. Μπροστὰ τὰ ὄργανα, πίσω ἡ συνοδεία, ἔφτασαν στὴν ἐκκλησία, στεφανώθηκαν κι ὕστερα βγῆκαν στὸ προαύλιο, ὅπου ἔγινε χορὸς μέχρι ποὺ νύχτωσε καὶ θάμπωσε καλά. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς χόρεψαν τὴ νύφη καὶ ὕστερα, πάλι μὲ τὰ ὄργανα, πῆγαν στὸ σπίτι τοῦ πεθεροῦ, ὅπου ἔγινε τραπέζι καὶ γλέντι ὣς τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί. Τότε ἔφυγαν οἱ καλεσμένοι, ἐκτὸς ἀπ’ τὸν κουμπάρο καὶ τὰ μπρατίμια, ποὺ τὰ ξημερώματα συνόδεψαν τοὺς νεονύμφους στὸ σπίτι τους. Ἡ Ἑλένη τοὺς κέρασε γιὰ τελευταία φορὰ κι ὕστερα ἔφυγαν καὶ ἔμεινε μόνο του τὸ ἀντρόγυνο. Τὸ βράδυ δὲν πῆγαν πουθενὰ καὶ τὴν ἐπαύριον περίμεναν τοὺς συγγενεῖς ποὺ ἦρθαν ἀπὸ μακριὰ νὰ τοὺς κάνουν τὸ τραπέζι πρὶν φύγουν. Ὁ Ἀντώνης εἶχε ψωνίσει, ἀλλὰ ἡ Ἑλένη δὲν μποροῦσε νὰ μαγειρέψει γιατὶ ἦταν κουρασμένη… σακατεμένη… σχεδὸν ἄρρωστη. Ἔτσι, μαγείρεψε ἡ ξαδέρφη της ἡ Δώρα ἀπ’ τὴν Ἀγυιά, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε καὶ τὴν καταλάβαινε πολύ, κι ἔκανε κρέας μὲ μελιτζάνες. Ἡ Ἑλένη ἔστρωσε στὸ τραπέζι τὸ καλὸ τραπεζομάντιλο τῆς προίκας της, κι ἀφοῦ ἔφαγαν, ἔφυγαν γιὰ τὸν προορισμό τους. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔφτασε στὸ σπίτι ἡ πεθερὰ τῆς Ἑλένης μὲ μιὰ ξαδέρφη της νὰ πλύνουν τὰ σεντόνια καὶ τὸ νυχτικό.
― Λενίτσα, τῆς εἶπε, ἄντε νὰ φέρεις τὰ ροῦχα νὰ τὰ πλύνουμε.
Ἡ Ἑλένη ντρεπόταν, ἔμπαινε, ἔβγαινε καὶ δὲν ἀποφάσιζε ν’ ἀνέβει νὰ τὰ πάρει. Κι ὅταν τά ’φερε μὲ τὰ πολλά, ἡ πεθερὰ τ’ ἄνοιξε, τὰ εἶδε καὶ εἶπε:
― Καλορίζικοι, νὰ ζήσετε.
Ὕστερα φώναξε τὴν κόρη της τὴν Τούλα καὶ τὴν ἔστειλε στὴ μανιά, νὰ ἔρθει νὰ τὰ δεῖ. Ἡ μανιὰ ἦταν ἡ γιαγιὰ τοῦ Ἀντώνη, ἡ μάνα τῆς πεθαμένης μητέρας του.
― Δὲν ἔρχομαι, εἶπε στὸ κορίτσι, ἡ μανιά. Ἀφοῦ τὰ εἶδε ἡ μάνα σ’, τὸ ἴδιο εἶναι.
Ἐν τῶ μεταξὺ ὁ Ἀντώνης εἶχε ἀνάψει τὸ καζάνι ἀπ’ τὸ πρωί. Τά ’πλυναν λοιπόν, τ’ ἅπλωσαν, κι ἀφοῦ τελείωσε κι αὐτό, ὁ Ἀντώνης καὶ ἡ Ἑλένη ἔμειναν πάλι μόνοι τους, γιατὶ τότε οἱ γαμπροὶ δὲν ἔβγαιναν ἀπ’ τὸ σπίτι ὅλη τὴ βδομάδα μετὰ τὸ γάμο.
Ὅταν ἔφτασε τὸ Σάββατο ἔπρεπε νὰ ’τοιμαστοῦν νὰ κάνουν τὸ τραπέζι στὰ πεθερικὰ καὶ στὰ μπρατίμια. Θὰ πήγαιναν ὅλοι μαζὶ τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία κι ὕστερα στὸ σπίτι γιὰ φαγητό. Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ Ἑλένη εἶχε ξεστριφτεῖ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ζυμώσει, ἦρθε καὶ ζύμωσε ἡ πεθερά της. Τὴν Ἑλένη τὴν ἔστριψε μιὰ γειτόνισσα καὶ κατάφερε νὰ σηκωθεῖ νὰ μαγειρέψει. Ἦρθε ἡ κομμώτρια, τὴ χτένισε, πῆγαν στὴν ἐκκλησία, ἔγινε τὸ τραπέζι κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισε ἡ καινούρια ζωή.
[…]
Ἡ πρώτη γνωριμία ποὺ ἔκανε ἡ Ἑλένη στὴ γειτονιὰ ἦταν μιὰ γυναίκα μὲ δυὸ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ζοῦσε στὸ διπλανὸ σπίτι. Παραδίπλα ἦταν μιὰ ἄλλη, ἡ Ἀθηνᾶ, μὲ τέσσερα παιδιά, καὶ πίσω μιὰ οἰκογένεια ποὺ ὁ ἄντρας εἶχε μεγαλώσει μαζὶ μὲ τὸν Ἀντώνη κι ἦταν σὰν ἀδέρφια. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, μόλις ἔφτασε ἡ Ἑλένη, πῆγαν καὶ τὴ γνώρισαν κι ἔτσι δὲ στενοχωρήθηκε ποὺ ἔφυγε ἀπ’ τὸ σπίτι της καὶ τὸ χωριό της γιατὶ κι ἐκεῖ βρῆκε κόσμο ποὺ τὴν ἀγκάλιασε. Μὲ τὴν Ἀθηνᾶ μαζὶ μεγάλωσαν τὰ παιδιά τους, ἦταν ἕνα σῶμα μιὰ ψυχή, τὰ παιδιὰ μπορεῖ νὰ τσακώνονταν ἀλλὰ αὐτὲς ποτὲ δὲ χάλασε ἡ καρδιά τους.
Ἡ Ἑλένη πήγαινε καὶ στὴν πεθερά της ἀλλὰ ἐκείνη ἦταν πολὺ ἀπασχολημένη γιατὶ εἶχαν πολλὲς ἐξωτερικὲς δουλειὲς καὶ μαγείρευε γιὰ πολὺ κόσμο ποὺ δούλευε στὰ κτήματά τους. Ὁ Ἀντώνης εἶχε μέσα τὰ πάντα, τὰ κάρβουνα γιὰ τὸ μαγείρεμα, τὸ ἀλεύρι, τὸ λάδι, καὶ δὲν τοὺς ἔλειπε τίποτα. Ἔφευγε τὰ χαράματα γιὰ τὴ δουλειὰ κι ἡ Ἑλένη εἶχε λαχτάρα νὰ τὸν δεῖ νὰ γυρίσει τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι, νὰ γεμίσει τὴ ζωή της. Σηκωνόταν τὸ πρωί, ἔκανε τὶς δουλειές, ἑτοίμαζε τὸ φαγητὸ κι ὕστερα ἄλλαζε ρόμπα καὶ τὸν περίμενε καθισμένη στὴν αὐλὴ μὲ τὴ γάτα ἀγκαλιά, τὸ Στραβονούρη, ποὺ τὸν εἶχε πάρει ἀπ’ τὸ πατρικό της. Τὸ σπίτι ἦταν διώροφο μὲ σκεπαστὸ μπαλκόνι καὶ σκάλα ἐξωτερική. Εἶχε αὐλὴ μὲ δέντρα, μιὰ μεγάλη σκαμνιά, μιὰ μουσμουλιά, μιὰ τζανεριὰ καὶ τριανταφυλλιές. Πάνω στὴ σκαμνιὰ ἦταν ἕνα κλῆμα περιπλεγμένο καὶ γύρω-γύρω πεζούλια πέτρινα. Ἡ Ἑλένη ἔβαλε ἕνα πρόχειρο τραπέζι κι ἕναν καναπὲ καὶ τὸ καλοκαίρι περνοῦσε ἐκεῖ τὶς περισσότερες ὧρες. Ὅλα καλά, τὸ μόνο, ποὺ δὲν ἦταν κοντὰ τὸ νερό. Γιὰ τὸ πότισμα καὶ τὴ λάτρα ἔπαιρνε ἀπ’ τ’ αὐλάκι, ἀλλὰ γιὰ νὰ πίνουν καὶ νὰ μαγειρέψει ἔπρεπε νὰ πηγαίνει στὴ βρύση στὸν Ἁι-Γιώργη.
[…]
[…]
Ὁ Ἀντώνης ἀπολύθηκε ἀπ’ τὸ στρατὸ ἡμέρα Σάββατο καὶ τὴ Δευτέρα ἄρχισε τὴ μαναβική. Πῆγε στὴν ἀγορά, ψώνισε καὶ βγῆκε στὴ γύρα. Ἐκείνη τὴ μέρα, εἴκοσι ἐννέα Αὐγούστου, τ’ Ἁι-Γιαννιοῦ τοῦ Ἀποκεφαλιστῆ, τραυματίστηκε ὁ ἀδερφός του, ὁ Ἀποστόλης, ποὺ ὑπηρετοῦσε στρατιώτης ἔξω ἀπ’ τὴν Ἐλασσόνα. Εἶχε πάει ν’ ἀγοράσει σταφύλια νὰ φάει ἐπειδὴ νήστευε γιατὶ αὐτὴ ἡ μέρα εἶναι μεγάλη νηστεία, δὲν τρῶν οὔτε λάδι, κι εἶναι τόσο κοντὰ στὸ χωριό τους ὁ Ἁι-Γιάννης, στὴν Ἀνακασιά. Ἑτοιμάστηκε λοιπὸν νὰ πάει στὴν ἐκκλησία, ἔβαλε τὴ στολὴ καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφευγε τὸν φώναξε ὁ ἀξιωματικὸς καὶ τοῦ εἶπε:
― Ξεντύσου γρήγορα. Θὰ πάρετε τὰ ἐργαλεῖα μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ δέσετε τὰ σύρματα καὶ νὰ στερεώσετε τοὺς στύλους, γιατὶ τοὺς εἶχαν ἀνατινάξει ἀποβραδὶς οἱ ἀντάρτες καὶ εἶχαν βάλει νάρκες γύρω-γύρω.
Ὅμως οἱ στρατιῶτες δὲν τὸ ἤξεραν αὐτό, κι ὅπως ὁ Ἀποστόλης ἄφησε κάτω τὰ ἐργαλεῖα, οἱ νάρκες ἔσκασαν καὶ τὸν πῆραν στὰ πόδια καὶ σὲ ὅλο τὸ σῶμα.
― Ἀδέρφια, βοηθῆστε με, βοηθῆστε με, ἀδέρφια.
Φώναζε, ἀλλὰ κανένας δὲν πλησίαζε γιατὶ φοβόνταν. Μόνον ἕνας ἀπ’ τὸ Βόλο, ὑπάλληλος τῆς Ἀγροτικῆς Τράπεζας ποὺ ἤξερε τὸν Ἀντώνη καὶ ἄκουσε τ’ ὄνομα, πλησίασε, τὸν πῆρε καὶ τὸν μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἦταν ἡ ξαδέρφη τῆς Ἑλένης, ἡ Λέλα, ἡ κόρη τῆς θείας τῆς Ὄλγας, νοσοκόμα τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ποὺ τὴν ἤξερε ὁ Ἀποστόλης γιατὶ ὅταν κατατάχτηκε πέρασε ἀπ’ τὸ σπίτι τους, ξεντύθηκε καὶ ἄφησε ἐκεῖ τὰ ροῦχα του κι αὐτός. Μόλις λοιπὸν τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο, τὴ ζήτησε καὶ τῆς εἶπε:
― Λέλα, εἰδοποίησε ἀμέσως νὰ ἔρθει ὁ ἀδερφός μου, ὁ Ἀντώνης.
Ἡ Λέλα τηλεφώνησε στὸ Βόλο στὸν μπαρμπα-Μιλτιάδη, ποὺ ἔστειλε τὴ μικρὴ κόρη του, τὴ Φανούλα, στὴν Ἁγία Παρασκευὴ καὶ κάποια ὥρα ἡ Ἑλένη τὴν εἶδε μπροστά της.
― Καλῶς την, πῶς καὶ ἦρθες, Φανούλα;
― Αὐτὸ κι αὐτό. Τραυματίστηκε ὁ Ἀποστόλης καὶ εἶναι σοβαρά.
Στεναχώρια ἡ Ἑλένη, κλάματα, τὸ εἶπε στὴν πεθερά της καὶ στὶς κουνιάδες της καὶ κίνησαν νὰ πᾶν νὰ τὸ ποῦν στὴ γυναίκα του, ἀλλὰ τὴν εἶχε εἰδοποιήσει ἡ ἀστυνομία. Ὅταν τὸ μεσημέρι ἦρθε ὁ Ἀντώνης καὶ τοῦ εἶπαν τί ἔγινε, ἔφυγε μὲ τὸ πρῶτο τρένο γιὰ τὴ Λάρισα καὶ πῆγε ἀμέσως στὸ Στρατιωτικὸ Νοσοκομεῖο. Ὁ Ἀποστόλης αἱμορραγοῦσε ἀλλὰ εἶχε ἀκόμα τὶς αἰσθήσεις του.
― Ἀδερφέ, πεθαίνω, τοῦ εἶπε.
― Μὴ φοβᾶσαι, ἀδερφέ μου, εἶσαι γερός.
Ἀλλὰ εἶχαν κοπεῖ σχεδὸν τὰ πόδια του καὶ δὲ σταματοῦσε τὸ αἷμα. Ὁ Ἀντώνης ἔμεινε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του ὣς τὴν Τετάρτη ποὺ πέθανε — ἀπὸ τότε ποὺ τραυματίστηκε ἔζησε δυὸ μέρες. Ὁ Στρατὸς ἤθελε νὰ τὸν κηδέψουν ἐκεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἀντώνης ἐπέμενε νὰ τὸν φέρει στὸ Βόλο καὶ ἔφτασε μέχρι τὸ Φρουραρχεῖο.
― Δὲν τὸν ἀφήνω ἐδῶ τὸν ἀδερφό μου, τοὺς εἶπε. Θὰ τὸν πάρω στὸν τόπο μας.
Ἔτσι τοὺς κατάφερε καὶ τὸν ἔφεραν στὸ Βόλο μὲ στρατιωτικὸ αὐτοκίνητο. Τὸν πέρασαν ἀπ’ τὸ σπίτι του κι ἀπ’ τὶς μυγδαλιὲς ποὺ πότιζαν μὲ τὸν Ἀντώνη ὅταν ἦταν μικροὶ καὶ τὸν πῆγαν στὸ νεκροταφεῖο, ὅπου τὸν ἔθαψαν μὲ ὅλες τὶς τιμές. Καὶ ἔμεινε ἡ γυναίκα του χήρα καὶ ὁ Ἀντώνης πολὺ στενοχωρημένος γιατὶ αὐτὸς ἦταν ὁ ἀγαπημένος του ἀδερφός.
[…]
Κάθε χρόνο τὸ Δεκαπενταύγουστο τό ’παιρνε καὶ πήγαιναν στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας στὴ Μακρινίτσα καὶ τὴν Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, πήγαιναν στὴν Παναγία τὴ Γορίτσα κι ἀντάμωναν μὲ τὴν Ἑλένη, τὴ νύφη της τὴν Ἀνθούλα καὶ τὰ παιδιά τους. Τὸ λεωφορεῖο ἔφτανε τότε μέχρι τὸν Ἄναυρο κι ἀπὸ κεῖ ἀνέβαιναν μὲ τὰ πόδια. Μετὰ τὴ λειτουργία κάθονταν νὰ φᾶν στρωματσάδα κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα κι ὅταν κατέβαιναν τ’ ἀπόγευμα, ὁ ἀέρας ἦταν γεμάτος ἀπ’ τὰ κελαηδήματα τῶν πουλιῶν κι ἀπ’ τὰ σφυρίγματα στὰ κανατάκια μὲ τὸ ἁγίασμα ποὺ εἶχαν μιὰ μικρὴ τρύπα στὸ λαιμὸ καὶ τὰ φυσοῦσαν συνέχεια τὰ παιδιὰ τρέχοντας στὰ μονοπάτια ἀνάμεσα στὰ πεῦκα.
Ἔτσι ἀντάμωναν καὶ στὸ Φυτόκο τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, εἴκοσι πέντε μέρες μετὰ τὸ Πάσχα, ποὺ γιόρταζε ἡ Παναγία. Κάθε χρόνο τὴν παραμονὴ οἱ Μακριντζιῶτες, μὲ μεγάλη συνοδεία, κατεβάζουν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἀπ’ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν ὅσοι ζοῦν γύρω-γύρω στὸ Φυτόκο, στὴ Λουμπάρδα, στὰ Στελλέικα καὶ στὸ Λοζίνικο. Ἀποβραδὶς γίνεται Μεγάλος Ἑσπερινὸς μὲ Ὁλονυκτία καὶ τὴν ἄλλη μέρα, μετὰ τὴ Λειτουργία, ἐκεῖνα τὰ χρόνια γινόταν γλέντι τρικούβερτο κάτω ἀπ’ τὰ πλατάνια κοντὰ στὸ ρέμα. Ἔρχονταν πολὺς κόσμος, ἀνταμώνονταν φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἀδέρφια, ξαδέρφια, ἔστρωναν κάτω νὰ φᾶνε καὶ γλεντοῦσαν ὅλη μέρα. Κατέβαινε ἡ Λευτερία ἀπ’ τὸν Προφήτη Ἠλία, περνοῦσε ἀπ’ τὴν Ἑλένη καὶ πήγαιναν καὶ οἱ δυὸ μαζί. Ὑπάρχει μιὰ φωτογραφία ἀπὸ κεῖνες τὶς μέρες, τὴ χρονιὰ ποὺ γύρισε ὁ Νίκος ἀπ’ τὴν ἐξορία. Εἶναι ὅλοι καθισμένοι κάτω καὶ τρῶν, ἀδέρφια, ξαδέρφια, συγγενεῖς καὶ φίλοι. Καὶ στὸ πρῶτο πλάνο βρίσκονται τὰ παιδιὰ τοῦ Δημητράκη, ὁ Γιάννης μὲ ποδιὰ γιὰ νὰ μὴν λερώσει τὰ καλά του, ἡ Μαγδαληνὴ μὲ ἀντίστοιχη λουλουδάτη ποδιὰ μὲ φροὺ-φροὺ στοὺς ὤμους καὶ ἄσπρη κορδέλα στὰ μαλλιὰ καὶ παραπίσω τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλένης μαζεμένα γύρω της, δίπλα στὴ Λευτερία ποὺ κρατάει γελαστὴ τὸ Δημητράκη ἀγκαλιά.
Η πρώτη δημόσια αναφορά στο Βόλο, για το βιβλίο Μαλαματένια της Μάγδας Τσιρογιάννη, έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Ιωνίας, στην αίθουσα που στεγάζει τη δωρεά του παιδευτικού υλικού της δασκάλας-μουσειοπαιδαγωγού, Πάτρας Βασιλείου. Λάτρεις της Μακρινίτσας, πιστοί αναγνώστες, συγγενείς και φίλοι συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν την έκδοση του βιβλίου που θέλησε να περιγράψει « τη χόβολη της οικογενειακής εστίας που προϋποθέτει μια μεγάλη σε διάρκεια και ένταση φωτιά και διατηρεί τη σπίθα της συνέχειας. Πρόκειται, για την ιστορία, τα έργα και ημέρες μιας οικογένειας μεγάλης, ενός πολυπλόκαμου / πολυπρόσωπου γενεαλογικού δέντρου, με γνωστές και καταγραμμένες έξι γενιές » όπως είπε η φιλόλογος Σοφία Παπαδοπούλου-Βαίτση.
Με ζωντάνια και αμεσότητα περιγράφονται οι ασχολίες μιας αγροτικής οικογένειας της Μακρινίτσας, με τους άντρες στα εξωτερικά και τις γυναίκες στο σπίτι όπου η καθημερινή ζωή, τα έθιμα και οι συνήθειες, για κάθε περίσταση, παράγουν ήθος, ανάγοντας τα γεγονότα σε σύμβολα του αέναου κύκλου του θανάτου και της ζωής. Όπως επισήμανε η Σοφία Παπαδοπούλου-Βαίτση, η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας την αφήγηση, την περιγραφή, το διάλογο και το μονόλογο που κάποτε γίνεται και εσωτερικός, συνθέτει ένα μωσαϊκό προσώπων, τόπου και χρόνου με προεξάρχουσα την Ελένη, μια γυναίκα φιλόκαλη, φιλάλληλη, συνετή και μετρημένη, που άξιζε να γίνει ηρωίδα για τον ανθρωπισμό και τον μεγάλο πολιτισμό που έφερε μέσα της.
Σχόλια για αυτό το άρθρο