Με μια καινούργια παραγωγή του Ναμπούκκο του Τζουζέππε Βέρντι εγκαινίασε η Εθνική Λυρική Σκηνή το Φεστιβάλ Αθηνών 2018. Η νέα αυτή παραγωγή σε σκηνοθεσία Λέο Μουσκάτο, δεν κατάφερε να αποφύγει τη στερεοτυπική πλέον σύνδεση του οπερατικού έργου -που πραγματεύεται την καταδίωξη των Εβραίων από τον Ναβουχοδονόσορα- με το φασισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (κάτι αντίστοιχο παρακολούθησα πέρυσι το καλοκαίρι στις Θέρμες του Καρακάλλα στην παραγωγή της ίδιας όπερας από την Όπερα της Ρώμης, σε σκηνοθεσία του Ρομπέρτο Ρίτσι Μπρινιόλι), πέτυχε ωστόσο να γεμίσει το Ηρώδειο λόγω των ηχηρών ονομάτων που διέθετε η διανομή. Ο Δημήτρης Πλατανιάς (Ναμπούκκο) όμως φαινόταν κουρασμένος, τουλάχιστον στην πρεμιέρα του έργου, και δεν είχε την ίδια απόδοση καθ’ όλη τη διάρκεια της όπερας, αφού στο πρώτο μέρος τουλάχιστον ο όγκος της φωνής του ήταν περιορισμένος. Η Νοτιοκορεάτισσα Σάε-Κιουνγκ Ριμ ήταν ιδανική στο ρόλο της Αμπιγκαΐλλε, καθώς φαινόταν πως είχε δουλέψει το ρόλο της σε όλες του τις λεπτομέρειες, με ανεπαίσθητα βλέμματα και εκφράσεις που σε ανάγκαζαν να την παρακολουθείς συνεχώς ακόμη κι αν δεν τραγουδούσε. Φωνητικά ήταν άψογη στις ψηλές νότες, αλλά λίγο θαμπή στις χαμηλές. Από τους υπόλοιπους ρόλους, ξεχώριζε ο Ισμαέλε του Δήμου Φλεβοτόμου, ο οποίος διέθετε μια σχεδόν απόλυτη χημεία με την Φενένα της Έλενα Κασσιάν. Η ορχήστρα, που διηύθυνε με μαεστρία ο Γάλλος αρχιμουσικός Φιλίπ Ωγκέν, ήταν απόλυτα συγχρονισμένη με την σκηνική δράση, αποδίδοντας μουσικά όλες τις συναισθηματικές βερντιανές εναλλαγές των μονωδών-πρωταγωνιστών. Εξαιρετικά λειτουργικά τα σκηνικά δια χειρός Τιτσιάνο Σάντι, αφού αξιοποιούσαν και εναρμονίζονταν με το ίδιο το Ηρώδειο, αλλά το πιο σημαντικό ήταν πως άφηναν μεγάλο χώρο στους χορωδούς που επιτέλους τους είδαμε να γεμίζουν με την παρουσία τους την σκηνή και να κινούνται χωρίς να στριμώχνονται. Στη διεύθυνση της πολυπληθούς χορωδίας, που είναι σταθερά εντυπωσιακή σε όλες τις τελευταίες παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος έδωσε άλλο ένα δείγμα της εμπειρίας του, ιδίως στο γνωστότερο ίσως κομμάτι της όπερας και που το τραγουδά η χορωδία, στο τραγούδι των Εβραίων σκλάβων Va, pensiero sull’ ali dorate.
Στην περίπτωση της Περουζέ του Θεόφραστου Σακελλαρίδη οι οποίες ενστάσεις θα μετριαστούν μόνο και μόνο για τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου ανεβάσματος. Η «άγνωστη» Περουζέ, που είχε να παρουσιαστεί περίπου 70 χρόνια στη σκηνή, αποτελεί από μόνη της μια παράσταση-σταθμό στην ιστορία του οπερατικού είδους στην χώρα μας και ήταν κρίμα που το κοινό (τουλάχιστον στις 17.6.2018) δεν το αντιλήφθηκε, ώστε να γεμίσει το Ηρώδειο. Επιπλέον, η ανάδειξη λησμονημένων σήμερα ελληνικών οπερατικών έργων αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα όταν συνοδεύεται από μια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές: τη
μουσική αποκατάσταση του ενός μοναδικού σωζόμενου χειρογράφου του έργου. Το δύσκολο αυτό πόνημα ανέλαβε για την εν λόγω περίσταση ο Βύρων Φιδετζής κι ίσως σε αυτήν την τόσο βαθιά και ενδελεχή ενασχόλησή του με την Περουζέ να οφείλεται η εξαιρετική διεύθυνση της νέοϊδρυθείσας Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών από αυτόν. Ο Φιδετζής ακολούθησε μουσικά την πλοκή και ανέδειξε τα σολιστικά και χορωδιακά μέρη κατευθύνοντας με την μπαγκέτα του την καλοκουρδισμένη ορχήστρα που ως σύνολο δημιουργούσε την αίσθηση ότι δεν διεκπεραίωνε τυπικά το μουσικό τμήμα της όπερας, αλλά συμμετείχε σε κάτι σπουδαίο. Σκηνοθετικά ο Θοδωρής Αμπαζής παρουσίασε με φρεσκάδα την γεμάτη χωρικούς, ψαράδες και τσιγγάνους Περουζέ με δύο σκηνές να εντυπώνονται τελικά στον θεατή: η σκηνή με την βάρκα και την κίνησή της στα κύματα στην αρχή του πρώτου μέρους, και το tableau vivant με τους τσιγγάνους να σκοτώνουν την Περουζέ στο φινάλε.
Το σκηνικό, μια προβλήτα που τμήμα της έμπαινε μάλιστα μέσα στην ορχήστρα των μουσικών, ήταν απόλυτα λειτουργικό αλλά δυστυχώς τα κοστούμια των Τσιγγάνων φάνταζαν παράταιρα με την όλη αισθητική του έργου (σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου). Η Κασσάνδρα Δημοπούλου ως Περουζέ έλαμψε με την άρτια κίνηση και την εκφραστική της χάρη, τραγουδώντας με σιγουριά και φωνητική δύναμη τις άριες του ρόλου της, ενώ η Άννα Στυλιανάκη (Ανθούλα) διέθετε εξαιρετική τεχνική στην τοποθέτηση της φωνής της, όμως υποκριτικά ήταν αρκετά σφιγμένη. Οι άντρες μονωδοί Φίλιππος Μοδινος (Θάνος), Πέτρος Μαγουλάς (Βασιλιάς των τσιγγάνων) και Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Πέτρος) αποδείχτηκαν ο ένας καλύτερος από τον άλλο, καθώς με άρτια τεχνική και όγκο φωνής κατάφεραν να ισορροπήσουν άψογα ανάμεσα στις μουσικές και δραματικές απαιτήσεις των ρόλων τους, κάτι που πέτυχε και στο μικρότερο ρόλο -ενός τσιγγάνου- ο Χρήστος Ραμμόπουλος.
Ο Κώστας Καρασαββίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ θεατρολογίας με επιστημονικές δημοσιεύσεις και συμμετοχή σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με την κριτική παραστάσεων και θεατρολογικών εκδόσεων
Σχόλια για αυτό το άρθρο