Αυτές τις ώρες σιωπάς για να ακούγεσαι και διαβάζεις. Προσπαθείς να καταλάβεις γιατί νόμιζες ότι δεν περίμενες κάτι τέτοιο, γιατί είναι λογικό να συμβεί κάτι τέτοιο και γιατί επιτρέπεις να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Το μίσος στο Παρίσι έχει επαναληφθεί, η τρομοκρατία έχει γίνει από λήμμα στην καθημερινότητα, κλισέ της ειδησεογραφίας του σήμερα, συνήθεια και πληγή.
Παραθέτω δύο κείμενα για διάλειμμα από τη ροή της αιματηρής πληροφορίας, προτάσεις και λέξεις σε αντίθεση. Το ένα είναι μια λυρική επιστολή του Λέον Τολστόι προς τον Γκάντι, το άλλο απόσπασμα από τη συλλογή κειμένων του Ζορζ Λαμπικά (εκδόσεις Εκτός Γραμμής) που φέρει τον τίτλο “Η βία; Ποιά βία;”. Αλιευμένα από το θησαυρό των πληροφοριών online είναι το φως και το σκοτάδι, λέξεις για μια μέρα που σε μουδιάζει καθώς σου υπενθυμίζει ότι η 9/11 ήταν ανάμεσα σε άλλα, μία ημερομηνία καταλυτική. Η αρχή του τέλους της αφέλειας και η στιγμή του θερισμού όσων έχουμε σπείρει.
Καλή ανάγνωση
Πρός τόν Γκάντι
Γιοχάνεσμπουργκ,
Transvaal, Nότια Ἀφρική
Ἔλαβα τήν ἐφημερίδα σου «Indian Opinion» καί χάρηκα πού διάβασα ὅλα ὅσα λέγει γι’ αὐτούς πού ἀποκηρύττουν τήν ἀντίσταση μέ τήν χρήση βίας. Ἀμέσως ἔνιωσα τήν ἐπιθυμία νά σοῦ ἀποκαλύψω τίς σκέψεις πού μοῦ προκάλεσε ἡ προσεκτική της μελέτη.
Ὅσο περισσότερο ζῶ -κυρίως τώρα πού αἰσθάνομαι καθαρά τόν θάνατο νά πλησιάζει- τόσο πιό πολύ θέλω νά ἐκφράσω τά ἔντονα συναισθήματά μου καί τήν γνώμη μου γι’ αὐτό πού θεωρῶ πώς εἶναι μεγάλης σημασίας, δηλαδή γι’ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀποκήρυξη κάθε μορφῆς ἀντιστάσεως μέ τήν χρήση βίας, τό ὁποῖο ἁπλῶς σημαίνει τό δόγμα τοῦ Νόμου τῆς ἀγάπης.
Ἡ ἀγάπη ἤ, μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἀγώνας τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν γιά ἑνότητα καί ἡ πειθήνια συμπεριφορά τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο πού προκύπτει ἀπό αὐτόν τόν ἀγῶνα, ἀντιπροσωπεύει τόν ὑψηλότατο καί πράγματι μοναδικό νόμο τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ καθένας γνωρίζει καί αἰσθάνεται στά βάθη τῆς καρδιᾶς του (ὅπως τό βλέπουμε ξεκάθαρα στά παιδιά). Αὐτός ὁ Νόμος κηρύχθηκε ἀπό ὅλες τίς φιλοσοφίες –τήν Ἰνδική, τήν Κινεζική, τήν Ἑβραϊκή, τήν Ἑλληνική καί τήν Ρωμαϊκή. Πιό ξεκάθαρα, ὅμως, νομίζω, ὅτι κηρύχθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶπε ρητά ὅτι σ’ αὐτόν στηρίζεται ὅλος ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες.
Ἐπιπλέον, κατέδειξε ἰδιαίτερα τόν κίνδυνο μιᾶς παραπλανήσεως ἡ ὁποία παρουσιάζεται στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν σύμφωνα μέ τά ὑλικά τους συμφέροντα -δηλαδή νά ἔχουν τό δικαίωμα νά ὑπερασπισθοῦν τά συμφέροντά τους μέ τήν βία ἤ, ὅπως τό ἐξέφρασε ὁ ἴδιος, νά ἀνταποδώσουν τό χτύπημα μέ χτύπημα καί νά ἐπανακτήσουν τήν κλεμμένη περιουσία μέ τή βία κ. ἄ.
Ἤξερε, ὅπως ὅλοι οἱ λογικοί ἄνθρωποι πρέπει νά γνωρίζουν, πώς κάθε χρήση βίας εἶναι ἀσυμβίβαστη μέ τήν ἀγάπη ὡς τόν ὑπέρτατο νόμο τῆς ζωῆς, καί πώς μόλις ἡ χρήση βίας φανεῖ ἀποδεκτή, ἀκόμα καί σέ μία μεμονωμένη περίπτωση, ὁ ἴδιος ὁ νόμος ἀμέσως ἀναιρεῖται. Ὁλόκληρος ὀ χριστιανικός πολιτισμός, ἐξωτερικά τόσο ὑπέροχος, ἔχει διαμορφωθεῖ βάσει αὐτῆς τῆς περίεργης καί κατάφωρης -κατά ἕνα μέρος σκόπιμης ἀλλά κυρίως μή συνειδητῆς- παρανοήσεως καί ἀντιφάσεως. Κατά βάθος, ὅμως, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης δέν ἰσχύει καί δέν μπορεῖ νά ἰσχύει, ἅπαξ καί ἡ ἄμυνα μέ τήν βία τοποθετηθεῖ δίπλα του. Ἔστω κι ἄν μία φορά ὁ νόμος τῆς ἀγάπης δέν ἰσχύσει, τότε δέν ἀπομένει κανείς νόμος ἐκτός ἀπό τόν νόμο τοῦ δυνατοῦ.
Σ’ αὐτό τό κράτος τό βασίλειο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχει ζήσει γιά 1.900 χρόνια. Σίγουρα οἱ ἄνθρωποι ἄφηναν πάντοτε τούς ἑαυτούς τους νά καθοδηγοῦνται ἀπό τήν βία σἀν τήν κύρια ἀρχή τοῦ κοινωνικοῦ τους συστήματος. Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στό Χριστιανικό ἔθνος καί σέ ὅλα τά ἄλλα ἔθνη εἶναι μόνον αὐτή: ὅτι στόν Χριστιανισμό ὁ νόμος τῆς ἀγάπης εἶχε δοθεῖ πιό καθαρά καί ρητά ἀπ’ ὅ,τι σέ κάθε ἄλλη θρησκεία, καί ὅτι οἱ ὀπαδοί του τόν ἀναγνώρισαν μέ κάθε σοβαρότητα. Ὅμως, παρά ταῦτα, θεώρησαν τήν χρήση βίας ἐπιτρεπόμενη καί βάσισαν τήν ζωή τους στήν βία ἔτσι ὥστε ἡ ζωή τῶν Χριστιανικῶν ἐθνῶν παρουσιάζει μεγάλη ἀντίφαση μεταξύ τῆς πίστεώς τους καί τῆς ἀρχῆς βάσει τῆς ὁποίας ἔχουν χτίσει τήν ζωή τους: μία ἀντίφαση μεταξύ τῆς ἀγάπης ἡ ὁποία πρέπει νά διέπει τόν νόμο τῆς συμπεριφορᾶς καί τῆς χρήσεως βίας, ὅπως αὐτή ἀναγνωρίζεται μέ διάφορες μορφές, ὅπως εἶναι οἱ κυβερνήσεις, τά δικαστήρια καί ὁ στρατός, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποδεκτές ὡς ἀπαραίτητες καί χαίρουν ἐκτιμήσεως.
Αὐτή ἡ ἀντίφαση αὐξάνεται μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανισμοῦ. Τώρα τό ζήτημα εἶναι πώς θά πρέπει νά ἐπιλέξουμε τό ἕνα ἀπό τά δύο πράγματα –ἤ νά παραδεχθοῦμε ὅτι δέν ἀναγνωρίζουμε καμμία θρησκευτική ἠθική ἀλλά ἀφήνουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας νά καθορίζεται ἀπό τόν νόμο τοῦ δυνατοῦ ἤ νά ἀπαιτήσουμε νά σταματήσει ἡ ὑποχρεωτική ἐπιβολή τῶν φόρων καί νά καταργηθοῦν ὅλοι οἱ θεσμοί πού βασίζονται στούς νόμους καί στήν καταστολή καί κυρίως οἱ στρατιωτικοί θεμσοί.
Αὐτήν τήν ἄνοιξη, κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἐξετάσεως τῶν ἱερῶν κειμένων σ’ ἕνα σχολεῖο θηλέων στήν Μόσχα, ἀρχικά ὁ καθηγητής τῶν Θρησκευτικῶν καί στήν συνέχεια ἕνας ἀρχιεπίσκοπος ρωτοῦσαν τά κορίτσια σχετικά μέ τίς δέκα ἐντολές, εἰδικότερα δέ σχετικά μέ τήν ἕκτη. Ὕστερα ἀπό τήν σωστή ἀπαρίθμησή τους, ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἔκανε μερικές φορές τήν ἐρώτηση: «Εἶναι πάντοτε καί σέ κάθε περίπτωση ἀπαγορευμένο νά σκοτώνουμε;». Καί τά δυστυχῆ κορίτσια, παραπλανημένα ἀπό τόν καθηγητή τους, ἔπρεπε νά ἀπαντήσουν καί ἀπαντοῦσαν: «Ὄχι πάντοτε, ἀφοῦ ἐπιτρέπεται στόν πόλεμο καί στίς ἐκτελέσεις». Ὅμως, ὅταν αὐτή ἡ συνήθης ἐρώτηση ἄν εἶναι πάντοτε ἁμαρτία τό νά σκοτώνει κανείς, τέθηκε σ’ ἕνα ἀπό αὐτά τά δυστυχῆ πλάσματα, τό κορίτσι κοκκίνησε καί ἀπάντησε ἀποφασιστικά «Πάντοτε». Καί παρά τίς συνήθεις σοφιστεῖες τοῦ ἀρχιεπισκόπου, ἔμεεινε ἀκλόνητη στήν θέση της, ὅτι δηλαδή τό νά σκοτώνεις εἶναι σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ἀπαγορευμένο, ἀκόμα καί στήν Παλαιά Διαθήκη, καί ὅτι ὁ Χριστός δέν μᾶς ἔχει ἀπαγορεύσει μόνον τό νά σκοτώνουμε, ἀλλά γενικότερα τό νά βλάπτουμε τόν συνάνθρωπό μας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος, παρά τήν μεγαλοπρέπειά του καί τήν λεκτική του ἐπιδεξιότητα, ἀναγκάστηκε νά σιωπήσει.
Ναί, μπορεῖ νά γράφουμε στίς ἐφημερίδες γιά τήν πρόοδό μας, γιά περίπλοκες διπλωματικές μας σχέσεις, γιά ἀνακαλύψεις, γιά τίς συμμαχίες μας καθώς καί γιά τά λεγόμενα ἔργα τέχνης καί μποροῦμε νά περάσουμε στά ἐλαφρά αὐτό πού εἶπε τό κορίτσι. Ἀλλά δέν μποροῦμε νά τήν κάνουμε νά σιωπήσει τελείως, γιατί κάθε Χριστιανός αἰσθάνεται τό ἴδιο, ὅσο ἀόριστο κι ἄν εἶναι αὐτό. Ὁ Σοσιαλισμός, ὁ Κομμουνισμός, ὁ Ἀναρχισμός, ἡ αὔξηση τῆς ἐγκληματικότητας, ἡ αὐξανόμενη πολυτέλεια τῶν πλουσίων καί ἡ αὐξανόμενη μιζέρια τῶν φτωχῶν, ὁ φοβερά αὐξανόμενος ἀριθμός τῶν αὐτοκτονιῶν -ὅλα εἶναι ἐνδείξεις αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς ἀντιφάσεως ἡ ὁποία καί πρέπει νά διαλυθεῖ. Καί βεβαίως θά διαλυθεῖ μέ τέτοιο τρόπο ὥστε ὁ Νόμος τῆς ἀγάπης θά άναγνωρισθεῖ καί ὅλη ἡ πίστη στήν βία θά ἐγκαταλειφθεῖ.
Ἡ δουλειά σου στήν Transvaal, ἡ ὁποία μᾶς φαίνεται νά εἶναι στήν ἄκρη τῆς γῆς, εἶναι στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός μας, καί παρέχει τήν πιό σοβαρή πρακτική ἀπόδειξη, τήν ὁποία τώρα ὁ κόσμος μπορεῖ νά μοιραστεῖ, καί στήν ὁποία ὄχι μόνον οἱ Χριστιανικοί ἀλλά καί ὅλοι οἱ λαοί τοῦ κόσμου μποροῦν νά συμμετέχουν. Νομίζω ὅτι θά σέ εὐχαριστήσει νά ἀκούσεις ὅτι ἐδῶ στήν Ρωσσία ἕνα παρόμοιο κίνημα τραβάει τό ἐνδιαφέρον καί ὅτι ὁ ἀριθμός αὐτῶν πού ἀρνοῦνται νά ὑπηρετήσουν τήν στρατιωτική τους θητεία αὐξάνεται χρόνο μέ τόν χρόνο.
Στήν ὁμολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ -ἀκόμα καί σ’ ἕναν Χριστιανισμό παραποιημένο ὅπως εἶναι αὐτός πού διδάσκεται ἀνάμεσά μας- καί στήν πίστη στήν ἀναγκαιότητα τοῦ στρατοῦ καί στίς προετοιμασίες γιά σφαγές ἀκόμη μεγαλύτερης κλίμακας, ὑπάρχει μία προφανής ἀντίφαση. Ὅμως, εἴτε θά ἐκμηδενισθεῖ ἡ χριστιανική θρησκεία, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν διατήρηση τοῦ Κράτους, εἴτε θά ἐξαφανισθεῖ ὁ στρατός καί ὅλη ἡ χρήση βίας πού εἶναι μέρος του. Ὅλες οἱ κυβερνήσεις γνωρίζουν αὐτήν τήν ἀντίφαση, καί ἡ δική σου ἡ Βρεταννική καί ἡ δική μας ἡ Ρωσσική. Οἱ κυβερνήσεις γνωρίζουν τούς κινδύνους πού τίς ἀπειλοῦν καί εἶναι σέ ἐπιφυλακή ὄχι ἁπλῶς γιά νά διατηρήσουν τά συμφέροντά τους ἀλλά, στήν πραγματικότητα, γιά νά πολεμήσουν γιά τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη.
Δικός σου κ.ἄ.,
Λέων Τολστόϊ
Μετάφραση-σημειώσεις Δημήτρης Μπαλτάς απότά κείμενα πού περιέχονται στόν τόμο Recollections and Essays by Leo Tolstoi, Oxford University Press, London-New York-Toronto, 1937, σσ. 433-439.
Η βία δεν αποτελεί έννοια
Ο όρος παραπέμπει σ’ ένα πλήθος μορφές, από τις αιματηρές έως τις ειρηνικές, από τη βόμβα έως την εργοστασιακή πειθαρχία, από τον φόνο που διαπράττει κάποιος μαινόμενος έως την ύπαρξη του συστήματος, δηλαδή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει βία παρά εν καταστάσει. Από εδώ προκύπτουν δύο επακόλουθα. Όταν αντιπαραθέτουμε τη βία στη μη βία, ακόμη κι αν διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για μαζικές ενέργειες, είτε πλέουμε σε πελάγη μεταφυσικής είτε προβάλλουμε ως επιχείρημα την αθωότητά μας είτε αποκρύπτουμε την αδυναμία μας, την παραίτησή μας, τη συγκατάθεσή μας στην καθεστηκυία τάξη ή οποιαδήποτε άλλη υστεροβουλία. Δεν γίνεται να μην αποδοθεί ένας προσδιορισμός στη βία, όποιος και να είναι αυτός. Αν οριστεί με βάση τη «δύναμη» (σύμφωνα με το λεξικό του Λιτρέ), απλώς μετατίθεται το πρόβλημα. Τα περισσότερα λεξικά, ακόμη και βιβλία, που αξιώνουν να την πραγματευτούν ρητά ως αντικείμενο αποφεύγουν να την ορίσουν και περιορίζονται σε περιγραφικές απαριθμήσεις σε διάφορους τομείς, από τις οποίες γενικά αποκλείεται η δομική διάσταση (το σύστημα). Ως γνωστόν, οι «όμορφες ψυχές» [1] δεν ασχολούνται με τα εγκόσμια.
Δεν είναι καθόλου περίεργο που οι διανοούμενοι της Λατινικής Αμερικής, οι οποίοι στέκονται με προσοχή στις οδύνες των λαών τους και συχνά τις μοιράζονται και οι ίδιοι, δεν υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το βιβλίο του Χόλλογουέι· γνωρίζουν καλά ότι κάθε καθοδήγηση (η «εξουσία επί») και κυρίως η κρατική βαθμίδα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας απόλυτης καταδίκης. Όταν κατέπεσε ο ενθουσιασμός της Αριστεράς των χωρών της Δύσης, οι Ινδιάνοι της Τσιάπας δεν βγήκαν από τα γκέτο στα οποία τους είχε περιορίσει ο απαράμιλλος σε αυτό το είδος ασκήσεων μεξικανικός στρατός. Ούτε υπάρχει παράδειγμα κάποιου θεωρητικού της μη βίας που να μην προσδιορίζει τα όριά της και να μην αφήνει περιθώρια σε κάποια βία. Ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω (1817-1862), ο αποκαλούμενος «νέος Αδάμ» και «σύγχρονος Ροβινσώνας», του οποίου η Πολιτική Ανυπακοή ενέπνευσε τον Γκάντι, υποστήριξε τον αναρχικό Τζον Μπράουν, που είχε επιτεθεί σ’ ένα οπλοστάσιο στο όνομα του «δικαιώματος στην επανάσταση», και δεν δίστασε να δικαιώσει την αιματοχυσία εφόσον την απαιτούσαν τα γεγονότα.
Ο κόμης Λέον Τολστόι (1828-1910), που είχε αλληλογραφία με τον Γκάντι, και στον οποίο ο τελευταίος αφιέρωσε ένα άσραμ στη Νότια Αφρική, που βάφτισε «Φάρμα Τολστόι», πήρε μέρος ως αξιωματικός εναντίον των εξεγερμένων του ιμάμη Σαμίλ, και υπερασπίστηκε τη Σεβαστούπολη. Μήπως ο «πατριωτικός» πόλεμος εναντίον του Ναπολέοντα δεν εγκωμιάζεται στο Πόλεμος και Ειρήνη; Ο Γκάντι, όπως υπενθύμισε ο Μπαλιμπάρ, απέτυχε στην Ινδία παρά το τεράστιο κύρος που απολάμβανε η θεωρία του για τον «επιμονή στην αλήθεια» (Satyagraha) μέσα από την «άρνηση να βλάψουμε» (Ahimsa). Αλλά και ο ίδιος, σε κάθε περίπτωση, δεν απέκλειε τη βία. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις τη δικαίωνε: «Θα διακινδύνευα χίλιες φορές τη βία παρά τον ευνουχισμό μιας ολόκληρης φυλής»· [2] ή: «Αν η επιλογή είναι μεταξύ της βίας και της δειλίας, θα συνιστούσα τη βία». [3] Μήπως, τέλος, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τη συλλογιστική μιας θέσης που οδήγησε έναν ηγέτη όπως ο Γκάντι, που ως γνωστόν δεν είχε λάβει θέση μεταξύ των εμπόλεμων δυνάμεων στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, να γράψει: «Ο Χίτλερ σκότωσε πέντε εκατομμύρια Εβραίους. Όμως οι Εβραίοι έπρεπε να προσφερθούν μαζικά στο μαχαίρι του χασάπη. Θα έπρεπε να πέσουν μόνοι τους στη θάλασσα από τα βράχια. […] Κάτι τέτοιο θα είχε ξεσηκώσει το σύμπαν και τον γερμανικό λαό. […] Τελικώς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπέκυψαν κατά εκατομμύρια»;[4] Εξάλλου, το υπόβαθρο της διδασκαλίας τόσο του Τολστόι όσο και του Γκάντι ήταν θρησκευτικό. Στην περίπτωση του πρώτου, η χριστιανική πίστη, η αγάπη για τον πλησίον, εκθείαζε μια φιλανθρωπία που μαζί με το Κακό καταδίκαζε και την επαναστατική βία, τη σύγχρονη τέχνη και τη σεξουαλικότητα. Στην περίπτωση του δεύτερου, η «πανινδική» (Κ. Μελλόν) ιδέα της μη βίας και η πίστη στη μετεμψύχωση απαγόρευαν κάθε απόπειρα κατά της ζωής του άλλου.[5] Και στις δυο περιπτώσεις αποδόθηκε ένα προνόμιο στις αγροτικές μάζες, που προϋπέθετε την άρνηση της εκβιομηχάνισης· ο Γκάντι έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει, στην αυτοβιογραφία του, ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας».
Ωστόσο, απέναντι σε όσους διακηρύσσουν ότι η θεματική της μη βίας έχει μακραίωνη ιστορία, εν ονόματι της προσμονής ενός άλλου κόσμου, ο κατάλογος των μορφών επιθετικότητας στη Βίβλο παρέχει εντυπωσιακό υλικό για σκέψη, από την Έξοδο, όπου ο Μωυσής καλεί σε ένοπλο αγώνα («αποκτείνατε έκαστος τον αδελφόν αυτού και έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος το έγγιστα αυτού»), μέχρι τις Πράξεις των Αποστόλων, όπου ο Ανανίας και η γυναίκα του πέφτουν νεκροί στα πόδια του Αποστόλου Πέτρου, επειδή είχαν σφετεριστεί χρήματα.[6] «Με ποιες προϋποθέσεις», ρωτούσε ο Πωλ Ρικέρ, «ο μη βίαιος θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από έναν αγνό πιστό στο περιθώριο της ιστορίας;».
Το απόσπασμα από τη συλλογή κειμένων “Η βία; Ποιά βία” του Ζωρζ Λαμπικά* από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής, σε μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου και του Τάσου Μπέτζελου, με πρόλογο και επίμετρο του Στάθη Κουβελάκη. [1] Αναφορά του συγγραφέα στην εγελιανή έννοια της «όμορφης ψυχής» (Φαινομενολογία του πνεύματος). [2] Young India, Αχμενταμπάντ, 4 Αυγούστου 1920. [3] Young India, Αχμενταμπάντ, 19 Αυγούστου 1920. [4] Αναφέρεται από τον L. Fisher ston Life of Mahatma Gandhi, Harper and Brothers, Νέα Υόρκη 1950 (γαλλική μετάφραση 1952). [5] Encyclopédie Philosophique Universelle, II/2, λήμμα Ahimsa, PUF, Παρίσι 1990. [6] Βλ. τον κατάλογο που παραθέτει ο Μπέρνχαρτ Λανγκ, στο Françoise Héritier, De la violence, Odile Jacob, Παρίσι 1996.
Ο Χρήστος Χωμενίδης πάλι σχολίασε την ημέρα έτσι. Αν δεν γνωρίζεις τι είναι τα μπαομπάμπ, google it.
- Εργάζεται στην εταιρεία Συγγραφέας
Ο Μικρός Πρίγκηπας ξερριζώνει τους σπόρους του καταστροφικού δένδρου μπαομπάμπ από τον πλανήτη-πατρίδα του.
Σχόλια για αυτό το άρθρο