O πατέρας μου ο Θεόδωρος Παυριανίδης, ήρθε πρόσφυγας από την Σαμψούντα του Πόντου. Μικρό παιδάκι 5 χρονών, μαζί με την αδελφή του την Παρθενόπη,τον αδελφό του τον Κωνσταντίνο και την γιαγιά μου την Αγγελική, διέσχισε όλη την Μικρά Ασία για να φτάσει στην παραλία της Σμύρνης και να τους παραλάβουν από εκεί τα “συμμαχικά” πλοία.Τον παππού τον Γιώργο, τον είχαν σκοτώσει ένα χρόνο πριν, μόλις έμαθε ότι έρχονται τα ελληνικά στρατεύματα, βγήκε στην παραλία της Σαμψούντας με μια ελληνική σημαία και τραγούδαγε τον εθνικό ύμνο, τον είδε ένας Τούρκος και τον πυροβόλησε στην καρδιά.
σαμσουντα.
Η γιαγιά είχε καταπιεί 10 λίρες, έφτασαν στον Πειραιά και περίμεναν να πάει στην τουαλέτα για να βγάλει καμμιά για να αγοράσουν φαγητό. Οταν διάβαζα μικρός το παραμύθι για την κότα που έκανε χρυσά αυγά πάντα ο νους μου πήγαινε στην γιαγιά μου. Τους έστειλαν στο Ματσούκι, ένα χωριό κοντά στο Αγρίνιο. Εκεί άρχισαν να καλλιεργούν καπνά και ο πατέρας μου πήγε σχολείο. Εμεινε στο Ματσούκι μέχρι που έγινε 20 χρονών και ύστερα με τον αδελφό του πήγε στην Πάτρα.
Μπήκαν και οι δύο στο ΚΚΕ, στην Κατοχή ο θείος μου ο Κωνσταντίνος ήταν τρομερός σαλταδόρος, όρμαγε μέσα στα γερμανικά φορτηγά και πέταγε στον πατέρα μου και στα άλλα παιδιά, ότι τρόφιμα έβρισκε. Τον συνέλαβαν κάποια στιγμή και τον εκτέλεσαν επί τόπου. Ο πατέρας μου πήρε τα βουνά, έγινε αντάρτης, ήταν αγγελιαφόρος.Με το άλογο του τον Ψαρή, διέσχισε όλη την Πελοπόνησο μεταφέροντας μηνύματα από την μια αντάρτικη ομάδα στην άλλη. Μετά τον εμφύλιο και επειδή εκκρεμούσε θανατική καταδίκη εις βάρος του, άλλαξε το όνομά του και από Παυριανίδης το έκανε Παυριανός. Με το καινούργιο αυτό όνομα πήρε μια βεβαίωση ότι υπηρέτησε στον εθνικό στρατό και με αυτή την βεβαίωση πήγε και έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο χαρτοποίας του Ευάγγελου Λαδόπουλου.
Στον Λαδόπουλο δούλευε στους κυλίνδρους, που μετατρέπουν τον υγρό πολτό σε χαρτί. Ηταν καλός τεχνίτης και ο Λαδόπουλος σαν έξυπνος επιχειρηματίας, εκτός από τον μεγάλο μισθό, του έδινε πριμ όταν έβγαζε συγκεκριμένη ποσότητα χαρτιού. Το 1953 παντρεύτηκε την μάνα μου με συνοικέσιο. Η Αννα είχε έρθει βλαχούλα από την Ρούμελη, δούλευε σε ένα εργοστάσιο νηματοποιίας, στου Μαραγκόπουλου. Πριν από τον γάμο του φαίνεται πως ο πατέρας μου ήταν μπερμπάντης, έπαιρνε μεγάλο μισθό που του επέτρεπε να ζει με άνεση, έβγαινε και γλεντούσε τα Σαββατοκύριακα με γκόμενες και με φίλους. Χόρευε καταπληκτικό ζεϊμπέκικο, το παλιό,το αργό, όχι το γρήγορο, το “Ουλάνοβα”, που έλεγε και ο Τσαρούχης.Χόρευε όμως και ωραίο ταγκό, πράγμα περίεργο για ένα προσφυγόπουλο, μάλλον κάποια γκόμενα θα του το είχε μάθει. Μετά το γάμο του όμως, ούτε μία φορά δεν κεράτωσε την μάνα μου, αφοσιώθηκε στα παιδιά του και στην οικογενειά του.
O πατέρας μου ήταν αυστηρός αλλά και γλυκός. Δεν ήθελε να λέει τίποτα κακό η γειτονιά για μένα. Μόλις κατάλαβε ότι έχω έφεση στα γράμματα, μου πήρε την καλύτερη σάκκα, την καλύτερη κασετίνα, τετράδια είχαμε όσα θέλαμε από τον Λαδόπουλο. Πάντα ήταν της αποψης πως “το φτηνό το πράγμα τα σκυλιά το τρώνε”. Ετσι μου αγόραζε ακριβά ρούχα και παπούτσια, για το σπίτι έπαιρνε το καλύτερο κρέας, τα πιο ωραια φρούτα. Η πιο σπουδαία συμβουλή που μου έχει δώσει είναι “ότι δεν μπορείς να το αγοράσεις, φτιάξτο”. Ο ίδιος είχε χτίσει με τα χέρια του δύο σπίτια. Τα πιο γλυκά μεσημέρια τα έχω περάσει στην αγκαλιά του, στο μεγάλο κρεββάτι, για τον μεσημεριανό ύπνο, με τα λευκά σεντόνια να μοσχομυρίζουν πάστρα.
Οταν έφυγα από το σπίτι θύμωσε πολύ, έκανε μήνες να μου μιλήσει.Ομως μετά από μήνες, με δέχτηκε ξανά στο τραπέζι της Κυριακής και δεν έτρωγε μέχρι να πάω. Δεν ανακατεύτηκε ποτέ στην ιδιωτική μου ζωή. Ηταν πάντα διακριτικός,ποτέ δεν με ρώτησε τι και ποιός.Τις τελευταίες μέρες της ζωής του μου έδωσε σοφές συμβουλές, την ευχή του και πέθανε ήσυχα, μετά από λίγο, στην αγκαλιά της μάνας μου, 18 Φεβρουαρίου 2002.
Αχ! μπαμπάκα μου γλυκέ, που πέρασες τόσα και ποτέ δεν λύγισες! Μια ζωή προσπαθώ να ξαναβρώ αυτόν τον γλυκό ύπνο στην αγκαλιά σου, τα μεσημέρια του καλοκαιριού, με τα λευκά σεντόνια να μυρίζουν πάστρα…
Σχόλια για αυτό το άρθρο