Πάω να προχωρήσω, να μπω στην κουζίνα, να αφήσω τα πράγματα που κουβαλάω, όμως η δεύτερη ατάκα σκίζει τον αέρα: “Μην πατάς εκεί έχω σφουγγαρίσει!” Τις περισσότερες φορές κάνω ότι νευριάζω, πηγαίνω στο σαλόνι, κάθομαι εκεί μέχρι να στεγνώσει το φανταστικό σφουγγάρισμα και μουρμουρίζω διάφορα. Κάθεται απέναντί μου, με κοιτάει, αναστενάζει, μετά σηκώνει το χέρι και δείχνει τη φωτογραφία του πατέρα μου που κρέμεται στον τοίχο. “Ίδιος ο πατέρας σου είσαι!” λέει, βγάζει ένα αναστεναγμό και μου εξηγεί για χιλιοστή φορά ότι και με τον “συγχωρεμένο” είχε το ίδιο πρόβλημα, ερχόταν σπίτι όταν είχε σφουγγαρίσει κι όταν του έλεγε να κάτσει λίγο στο σαλόνι, την άρχιζε στις Χριστοπαναγίες
Kάποια στιγμή τέλος πάντων στεγνώνει το ρημαδοσφουγγάρισμα και έτσι μπορούμε να πάμε στην κουζίνα. Είναι η ώρα για την κλασική ερώτηση: “Τα τάπερ τα έφερες;” Eδώ και χρόνια η μανούλα δεν μαγειρεύει αλλά τα τάπερ μου τα γυρεύει. Άλλες φορές της λέω ότι το ξέχασα, άλλες ότι δεν τελείωσε ακόμα το φαί (αυτή είναι λάθος απάντηση γιατί αμέσως σε ρωτάει: “Tι; Δεν σου άρεσε το φαί;” και μετά περνάς ανάκριση τρίτου βαθμού). Τις περισσότερες φορές πάω στο ντουλάπι που είναι τα χάπια, ανοίγω το συρτάρι και τα ετοιμάζω να τα πιει. “Ελα, είναι η ώρα να πιούμε τα χαπάκια μας” της λέω για να φύγει το μυαλό της από τα τάπερ. Τις πιο πολλές φορές μου λέει να πάνε στο διάολο τα χαπάκια, σιγά την προκοπή που είδε, καλύτερα ήταν όταν δεν τα έπαιρνε και καταλήγει με τη μόνιμη επωδό: ” Να πεθάνω να ησυχάσω!”
Της βάζω τις φωνές, “Αν δεν ήταν αυτά τα χάπια τώρα θα είχες πίεση, θα είχες αρρυθμίες, θα είχες χοληστερίνη! Αυτά τα χάπια σε κρατάνε!” Λέω διάφορα τέτοια υπερβολικά, με έντονο ύφος για την πείσω. Σηκώνει το χέρι της, μου δείχνει τον τοίχο “Μη φωνάζεις! Μας ακούνε οι δίπλα!” μου λέει συνομωτικά, παίρνει ένα-ένα τα χαπάκια από το πιατάκι και τα πίνει με ύφος οσιομάρτυρα. Όταν τελειώνει, χαμογελάει γλυκά “Για πες κανένα νέο, εσύ που γυρνάς έξω και βλέπεις ανθρώπους!” και βγάζει ένα αναστεναγμό για να δείξει ότι αυτή είναι μέσα και δεν βλέπει κανένα. Εδώ της λέω τα πολιτικά νέα, ότι βγήκε καινούργιος Πρόεδρος στη Γαλλία, ότι υπογράψαμε νέο μνημόνιο, ότι οι Τούρκοι κάνουν παραβιάσεις στο Αιγαίο, ό,τι μου έρθει στο μυαλό. Μόνο για τις συντάξεις δεν της κάνω λόγο γιατί μια φορά που είπα ότι θα κόψουν τις συντάξεις έπαθε κρίση και μου έλεγε όλη τη νύχτα: “Στα έλεγα εγώ. Δεν στα έλεγα; Στα έλεγα. Όχι για να μη λες ότι δεν στα έλεγα!” και μέχρι να την ηρεμήσω είδα και έπαθα.
Ανέκαθεν η μανούλα δεν καταλάβαινε από πολιτικά. Όταν προσπαθούσε να κάνει πολιτική ανάλυση με έπιαναν τα γέλια. Γύρναγε τότε, με κοίταζε αυστηρά, σήκωνε το χέρι και με απειλούσε: “Άμα φας καμιά ανάποδη θα σου πω εγώ!” Και η αλήθεια είναι ότι έχω φάει πολύ ξύλο από την κυρα-Άννα. Ξύλο αλύπητο, με την παντόφλα και με την παραμικρή αφορμή. Το αστείο είναι ότι μετά το ξύλο ερχόταν πάντα με μια ζακέτα ή με ένα πουλόβερ “Βάλε κάτι πάνω σου, θα ξυλιάσεις παιδί μου!” έλεγε και μου το πέταγε στα μούτρα. Και μετά, γεμάτη τύψεις για το ξύλο, άρχιζε: “Να σου φτιάξω κάτι να φας;” “Oχι!” της έλεγα, αλλά ήξερα την απάντηση: “Kαλά, εγώ θα σου φτιάξω και ας μη φας!”
Παλιά η μάνα ανακατευόταν σε όλα. Ήθελε να μάθει για τα επαγγελματικά σχέδια,όπου πάντα έκανα λάθος. “Γιατί;” την ρώταγα. “Γιατί το λέω εγώ!” ήταν η κλασική απάντηση που συνοδευόταν πάντα από παροιμίες του τύπου: “Λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του” ή την άλλη που την έλεγε κουνώντας το κεφάλι: “Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν”. Aν τολμούσα να της απαντήσω ότι ήμουν παιδί φρονίμων γονιών, άρα μαγειρεύω πριν πεινάσω, τα έχανε για λίγο, σήκωνε τα μάτια, με κοίταζε με επιτιμητικό βλέμμα και έλεγε το κλασικό: “Εκατό χρονών η αλεπού, εκατόν δέκα το αλεπόπουλο!”
Χτες το βράδυ έψαχνε για κάτι σεμέν. Το σεμέν είναι σήμα κατατεθέν της εληνίδας μάνας, είναι το φετίχ της. Ηταν σίγουρη ότι της τα είχαν κλέψει. “Κλειδώνω και αμπαρώνω κι ο κλέφτης μέσα βρίσκεται” έλεγε και ξανάλεγε και είχε κάνει το σπίτι άνω-κάτω. “Θέλεις να σε βοηθήσω να τα βρεις;” την ρώτησα και σηκώθηκα να ψάξω κι εγώ. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. “Έλα παππού μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου!”
είπε με νόημα αλλά παραμέρισε για να μου κάνει χώρο πάνω από τα συρτάρια της σερβάντας. “Ποιο παιδί κάθεται μαζί με την μάνα του να ψάχνει για σεμέν;” τη ρωτάω. “Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν τα άλλα παιδιά, με ενδιαφέρει το δικό μου παιδί.” είναι η πάγια απάντησή της.
Την ετοιμάζω για ύπνο και μου δίνει συμβουλές να βρω έναν άνθρωπο για τα γεράματά μου, γιατί αν μείνω έτσι όπως είμαι “Ουαί κι αλίμονό σου!”. Την βάζω στο κρεβάτι, συνεχίζει το μονόλογο για τη ζωή μου, έχει ανησυχίες, “Να δω άμα πεθάνω τι θα κάνεις!” βγάζει ένα αναστεναγμό και μετά κλείνει τα μάτια. Σκύβω, τη σκεπάζω, την φιλάω, με φιλάει και αυτή “Κάνε ότι καταλαβαίνεις παιδί μου!” μου λέει μισοκοιμισμένη και πριν την πάρει ο ύπνος ρίχνει και την τελευταία ατάκα που είναι πάντα η ίδια κάθε βράδυ “Καληνύχτα και μόνο την μάνα σου να ακούς!”
Σχόλια για αυτό το άρθρο