Η ενδιαφέρουσα ζωή της Δαλιδά ξεκινά στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου μεγάλωσε στην ανωνυμία ως η νεαρή κόρη μιας οικογένειας εμιγκρέδων αστών. Αφού στέφθηκε Μις Αίγυπτος στην ηλικία των 19, ξεκίνησε καριέρα σαν τραγουδίστρια, κάνοντας εκπληκτική επιτυχία με το τραγούδι “Bambino“. Στα 30 χρόνια που ακολούθησαν έγινε μεγάλη διεθνής σταρ, τόσο που την παραλλήλισαν με την Μαρία Κάλλας στο δικό της είδος. Η δημοφιλέστατη ντίβα, που πέθανε με τραγικό τρόπο το 1987, έχει γίνει πια μύθος και θρύλος για μια ολόκληρη γενιά που ακόμη δεν είχε γεννηθεί όταν η καριέρα της μεσουρανούσε στη δεκαετία του ’70 ή όταν πρωτοξεκίνησε το ‘50.
Ξεκίνησε σαν Yolanda Gigliotti (Γιολάντα Τζιλιότι), γεννημένη στο Κάιρο στις 17 Ιανουαρίου 1933 (Αιγοκερίνα), καθώς ο παππούς και η γιαγιά της (Ιταλοί στην καταγωγή) μετανάστευσαν στην Αίγυπτο στην αρχή του αιώνα. Η Γιολάντα και οι δύο αδερφοί της, Μπρούνο και Ορλάντο, μεγάλωσαν σε μια δημιουργική μουσική οικογένεια καθώς ο πατέρας τους, Πιέτρο, δούλευε βιολιστής στην Όπερα του Καΐρου. Η μητέρα τους, Τζιουζεπίνα, κρατούσε το σπίτι, σε μια ενδιαφέρουσα και ζωντανή συνοικία της πόλης, όπου Άραβες και Δυτικοί ζούσαν σε τέλεια αρμονία και οι πολιτιστικές ανταλλαγές ήταν ελεύθερες.
Η ατμόσφαιρα στο σπίτι τους ήταν χαρούμενη, αλλά η παιδική της ηλικία επηρεάστηκε από τα σοβαρά προβλήματα που η Δαλιδά είχε από μικρή με τα μάτια της. 10 μηνών, κόλλησε ένα μικρόβιο και προοδευτικά η φλεγμονή χειροτέρευε, με αποτέλεσμα να έχει κάνει 2 σοβαρά χειρουργεία μέχρι τα 14 της, ενώ έπρεπε να φοράει και γυαλιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αισθάνεται άσχημα για την εμφάνιση της και στα 13 της σε μια κρίση θυμού, πετάει τα γυαλιά της από το παράθυρο, προτιμώντας να βλέπει τον κόσμο θολά, παρά να τα φοράει.
Κατά τα’ άλλα, η παιδική της ηλικία ήταν απολύτως φυσιολογική. Φοίτησε σε τοπική σχολή οργανωμένη από καθολικές καλόγριες και ασχολήθηκε με την ομάδα σχολικού θεάτρου, όπου αποδείχτηκε ταλαντούχα σαν ερμηνεύτρια. Στην εφηβεία της χρειάστηκε να περάσει ακόμη ένα χειρουργείο για τα μάτια, αυτή τη φορά όμως τη μεταμόρφωσε σε μια όμορφη νέα γυναίκα. Με αυτοπεποίθηση, παίρνει μέρος κρυφά σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς και όταν η οικογένεια της ανακαλύπτει τις φωτογραφίες με το μαγιό σκανδαλίστηκε. Σιγά σιγά τα πράγματα ηρέμησαν και επέστρεψε στις σπουδές της προορισμένη, όπως όλοι νόμιζαν για μια καριέρα γραμματειακή.
Όμως ο διαγωνισμός ομορφιάς της έδωσε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στον κόσμο της λάμψης που πάντα την τραβούσε. Γοητευμένη από τη ζωή των στάρλετ της εποχής, προτιμά να βρει δουλειά σαν μοντέλο στον οίκο μόδας Donna. Το 1954 παίρνει μέρος στο διαγωνισμό ομορφιάς που την στέφει Μις Αίγυπτο. Μετά απ’ αυτό, οι πόρτες της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Καΐρου (με εκατοντάδες εκατομμύρια θεατών σε όλο τον Αραβικό κόσμο) ανοίγουν διάπλατα. Τη διαλέγουν για ρόλους αισθησιακής καστανής βαμπ και σύντομα την προσέχει ο Γάλλος σκηνοθέτης Marc de Gastyne. Τότε είναι που αλλάζει το όνομα της στο πιο λαμπερό Δαλιδά και αρχίζει να ονειρεύεται την καριέρα της στο Παρίσι, παρόλο που η οικογένεια της την αποθαρρύνει.
Πραγματοποιεί το όνειρο της τα Χριστούγεννα του ’54, αλλά δεν είναι αυτό που περίμενε: απομονωμένη σε μια μεγάλη πόλη, πολύ πιο κρύα από την πατρίδα της, προσπαθεί να επιβιώσει βασιζόμενη στις μικρές οικονομίες της. Είναι όμως αποφασισμένη να πετύχει και αρχίζει μαθήματα ωδικής με ένα δάσκαλο διάσημο για τη σκληρότητα του, αλλά αποτελεσματικό. Μετά από μερικούς μήνες την έστειλε σε ακρόαση για ένα καμπαρέ στην Champs Elysées. Παρά το ότι τραβούσε τα ‘ρο’ της με τον πιο υπερβολικό τρόπο, επέδειξε μεγάλο επαγγελματισμό και την προσέλαβαν αμέσως. Μετά από μερικούς μήνες το όνομα της ‘ανέβηκε’ στη μαρκίζα αξιοπρεπέστερου κλαμπ, σαν «το ταχύτερα ανερχόμενο αστέρι της γαλλικής μουσικής σκηνής», παρ’ όλο που ακόμη δεν είχε υπογράψει συμβόλαιο με κάποια εταιρεία.
Αλλά η μεγάλη ευκαιρία της δόθηκε σύντομα καθώς ο επιχειρηματίας Bruno Coquatrix, που είχε μόλις αγοράσει ένα παλιό σινεμά (για να το μετατρέψει σύντομα στο θρυλικό Ολυμπιά) και παράλληλα παρουσίαζε ένα διάσημο ραδιοφωνικό σόου (τα «Αυριανά Αστέρια»), την ανακάλυψε και η ερμηνεία της του “Etrangère au Paradis” εντυπωσίασε τον καλλιτεχνικό διευθυντή του σταθμού (Europe 1, Lucien Morisse) και τον Eddy Barclay (ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρείας που την απογείωσε). Μάλιστα ο πρώτος την ανέλαβε σαν μάνατζερ και σύντομα ηχογραφεί το πρώτο της σινγκλ Madonna, για να ακολουθήσει το διάσημο Bambino. Καθώς παιζόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο, σύντομα ανέβηκε στους γαλλικούς καταλόγους επιτυχιών.
Το 1956 ήταν μία χρονιά-θρίαμβος. Εμφανίστηκε δίπλα στον δημοφιλή Σαρλ Αζναβούρ και με το Bambino (που γίνεται ο πρώτος της χρυσός δίσκος με πάνω από 300 χιλιάδες αντίτυπα) απολαμβάνει θυελλώδη χειροκροτήματα για ανκόρ. Το πρόσωπό της εμφανίστηκε σε όλα τα μεγάλα περιοδικά και όταν την ίδια χρονιά επιστρέφει στη σκηνή του Ολυμπιά χιλιάδες θαυμαστές στριμώχνονταν για να τη δουν από κοντά καθώς έμπαινε για να αποθεωθεί από τους τυχερούς που είχαν εισιτήριο.
Ο μάνατζερ της, την έπλασε σαν πυγμαλίων της και οι φήμες έλεγαν ότι ο παντρεμένος διευθυντής και η νεότερη σταρ είχαν ένα παθιασμένο ερωτικό δεσμό. Η δεύτερη μεγάλη επιτυχία της έρχεται με το Gondolier πριν τα Χριστούγεννα του 1957 και την επόμενη χρονιά της απονέμεται (για πρώτη από 7 συνεχόμενες χρονιές) το σημαντικό βραβείο Όσκαρ του Ράδιο Μόντε Κάρλο. Κατόπιν αρχίζει την πρώτη της ευρωπαϊκή περιοδεία και στην Ιταλία έγινε αμέσως δημοφιλής διευρύνοντας το κοινό της. Αν και η αντίστοιχη τουρνέ στις ΗΠΑ δεν ήταν τόσο πετυχημένη, επέστρεψε στην πατρίδα της Αίγυπτο με βασιλικές τιμές, ανανεώνοντας και τους οικογενειακούς της δεσμούς.
Μετά την επιτυχία στο Κάιρο γυρνάει στο Παρίσι όπου ηχογραφεί μια σειρά επιτυχιών με την επίβλεψη του Μορίς. Έξω από το στούντιο ο δεσμός τους συνεχίζονταν αλλά το πάθος της αρχής είχε μετατραπεί σε θυελλώδη προβλήματα καθώς δεν είχε χωρίσει ακόμη τη γυναίκα του. Τελικά το έκανε και στις 8 Απριλίου του ’61 ολόκληρη η οικογένεια της ήρθε από την Αίγυπτο για το γάμο τους.
Αμέσως μετά ξεκίνησε μια τουρνέ που την έφερε στις Κάννες όπου ερωτεύτηκε τον Jean Sobieski. Αν και χρωστούσε στον Μορίς την καριέρα της, διάλεξε τον έρωτα και την ανεξαρτησία. Ο σύζυγος της δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι μπορούσε να τον παρατήσει τόσο σύντομα μετά το γάμο τους αλλά στο τέλος έδωσε στην επίμονη Δαλιδά το διαζύγιο. Ενώ ζούσε το πάθος της με τον Sobieski δεν ξεχνά την καριέρα της.
Το Δεκέμβριο του ’61, καθώς το γαλλικό ροκ εν ρολ κίνημα (με το όνομα Yeye) σάρωνε τη χώρα, αυτή διατηρεί το δικό της κοινό με μια σειρά θριαμβευτικών συναυλιών στο Ολυμπιά με 2000 θεατές κάθε βράδυ για ένα μήνα! Η επόμενη περιοδεία της, την πάει μέχρι το Χονγκ Κονγκ και το Βιετνάμ, όπου ήδη ήταν πολύ δημοφιλής. Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς με το απόλυτο χιτ Petit Gonzalez προσέλκυσε ακόμη μια γενιά νεαρών φαν.
Αυτή την περίοδο αγοράζει τον περίφημο πύργο στον λόφο της Μονμάρτης, με μια εκπληκτική θέα του Παρισιού, ένα παραμυθένιο κάστρο μέσα στην πόλη που θα ήταν το καταφύγιο της για την υπόλοιπη ζωή της. Λίγο αργότερα χωρίζει και από τον εραστή της, ενώ αλλάζει δραστικά το λουκ της και γίνεται μια ξανθιά καλλονή με πιο σοφιστικέ χτένισμα. Παράλληλα βελτιώνει το πνεύμα της διαβάζοντας λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά βιβλία. Επιστρέφει την επόμενη χρονιά στο Ολυμπιά έχοντας επιβιώσει της ροκ θύελλας ως η πιο δημοφιλής Γαλλίδα τραγουδίστρια του καιρού της. Τότε είναι που κάνει ακόμη μια επιτυχία με το Χορό του Ζορμπά, βασισμένο στην καταπληκτική μουσική του Θεοδωράκη.
Στην προσωπική της ζωή παραμένει μόνη και αφιερώνεται στην καριέρα της, που είχε γίνει οικογενειακή υπόθεση, με μάνατζερ το νεότερο αδελφό της Bruno και γραμματέα την ξαδέρφη της Rosy.
Τον Οκτώβριο του ’66 γνωρίζει τον νέο και ταλαντούχο συνθέτη Luigi Tenco και τον ερωτεύεται παθιασμένα. Αρχίζουν να δουλεύουν μαζί ένα τραγούδι για το φεστιβάλ του Σαν Ρέμο του Ιανουαρίου της επόμενης χρονιάς, το προφητικό Ciao Amore, Ciao. Αποφάσισαν να ερμηνεύσουν και οι δύο το ίδιο τραγούδι, ο καθένας με το δικό του τρόπο και ανακοινώνουν και το γάμο τους για τον Απρίλιο, που ποτέ δεν έγινε. Κανείς δεν κέρδισε για το τραγούδι, πράγμα που ο ζαλισμένος από τη διασημότητα και τις ουσίες (αλκοόλ και ηρεμιστικά) Λουίτζι αντιμετώπισε με πολύ θυμό.
Μετά από ένα εκρηκτικό κατηγορητήριο για τους κριτές, ανέβηκε στο δωμάτιο τους και αυτοκτόνησε. Η Δαλιδά συγκλονίστηκε από το χαμό του και λίγους μήνες αργότερα προσπάθησε και η ίδια να αυτοκτονήσει παίρνοντας ένα ολόκληρο κουτί υπνωτικά χάπια.
Επιβιώνοντας και αυτό το επεισόδιο, περνάει σε μια νέα φάση της καριέρας της, φόρεσε μακρύ άσπρο φουστάνι και στα επόμενα κονσέρτα της ο γαλλικός τύπος τη βάφτισε Αγία Δαλιδά. Το κοινό τη λάτρευε, συνέχισε να διαβάζει εντατικά (ιδίως Φρόιντ) και αφιέρωνε πολύ χρόνο στο διαλογισμό και τη γιόγκα. Αυτή η αναγέννηση συνεχίστηκε και στην καριέρα της. Κερδίζει το υπέρτατο ιταλικό βραβείο Canzonissima, ενώ συχνά πετάει μέχρι την Ινδία για να ακούσει τα διδάγματα ενός πνευματικού διδασκάλου. Το ’70 κάνει ακόμη μια επιτυχία με το παραδοσιακό της Καλύμνου Ντιρλαντά και το ’72 με το φίλο της Αλέν Ντελόν το διάσημο Parole Parole που έγινε διεθνής επιτυχία από την Ευρώπη έως την Ιαπωνία.
Ένας νέος έρωτας με τη μορφή του Richard Chanfray που συστηνόταν ως «κόμης του Σεν Ζερμέν». Παρόλο που ο τίτλος ήταν μάλλον ψεύτικος, η αφοσίωση του της έδωσε καινούρια αυτοπεποίθηση και αλλάζει ξανά την περσόνα της σε Χολιγουντιανής σταρ, ενώ τα πνευματικά ταξίδια στην Ινδία σταματούν.
Το ’74 τραγουδά το διάσημο Gigi L’ Amoroso (Τζίτζι ο Εραστής), με διάρκεια 7μιση λεπτά, το τραγούδι με τις περισσότερες πωλήσεις στην καριέρα της και παγκόσμιο χιτ. Κάνει τουρνέ στην Ιαπωνία και το γαλλόφωνο Κεμπέκ και ερμηνεύει τραγούδια όπως το J’ attendrai και το La Vie en Rose.
Τη δεκαετία του ’70, στο απόγειο του βαριετέ η Δαλιδά βρίσκει ένα ξεκούραστο τρόπο να διατηρεί τη δόξα της χωρίς να κάνει περιοδείες, ερμηνεύοντας σε τηλεοπτικά σόου στη Γαλλία αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, περιλαμβανομένης της πατρίδας της Αιγύπτου και άλλων αραβικών χωρών, όπου το πρώτο αραβόφωνο τραγούδι της Salma ya Salama σάρωσε. Κατέκτησε και το κοινό της ντίσκο με το Generation 78, αποδεικνύοντας ότι η λάμψη της ήταν προσωπική. Με τη συναυλία του 1978 στο απαιτητικό Κάρνεγκι Χολ, μαγεύει τελικά και τους Αμερικανούς που την καταχειροκρότησαν στη δική της εκδοχή της παλιάς επιτυχίας από τα ‘20ς The Lambeth Walk.
Με τη δεκαετία του ’80 υιοθετεί ένα στιλ Μπροντγουέι στα Παρισινά της σόου. Της αρέσει ο χορός και προσλαμβάνει σαν χορογράφο τον Lester Wilson (που αργότερα θα κάνει διάσημο τον Τραβόλτα με τον Πυρετό το Σαββατόβραδο). Το επικό της κονσέρτο στο στάδιο Παλέ ντε Σπορ περιλάμβανε 12 διαφορετικά κοστούμια, με στρας και πούπουλα, 11 χορευτές και 13 μουσικούς. Κράτησε 2 ώρες, ξετρέλανε το κοινό και επαναλήφθηκε 17 φορές.
Χωρίζει όμως με οδυνηρό τρόπο από τον Canfray και ρίχνεται ξανά με τα μούτρα στη δουλειά. Της απονέμεται διαμαντένιος δίσκος για τα 80 εκατομμύρια δίσκους που πούλησε (έχει ήδη στην κατοχή της 55 χρυσούς δίσκους σε 7 διαφορετικές γλώσσες) και ξεκινά καινούρια περιοδεία. Τα επόμενα 2 χρόνια κυριαρχεί στον τύπο η – κατά πολλούς – πολύ περισσότερο από πολιτική υποστήριξη της για το νέο Γάλλο σοσιαλιστή πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν. Όταν το σκάνδαλο ήταν έτοιμο να ξεσπάσει η τραγουδίστρια αποστασιοποιήθηκε και για τον επόμενο χρόνο έφυγε από τη γαλλική πρωτεύουσα. Όταν επέστρεψε το ’83, ηχογράφησε καινούριο άλμπουμ το οποίο απέδειξε την αειθαλή δημοτικότητα της στη χώρα. Αργότερα μαθαίνει ότι ο Chanfray αυτοκτονεί στο Σεν Τροπέ και χάνει όλο τον ενθουσιασμό της για το τραγούδι, ενώ υποφέρει και από παροδική απώλεια μνήμης καθώς και 2 διαδοχικά χειρουργεία στα μάτια.
Η καριέρα της ανακάμπτει απροσδόκητα μετά από 3 χρόνια όταν παίζει σε ταινία του διάσημου Αιγύπτιου σκηνοθέτη Youssef Chahine με γυρίσματα επίπονα για την επαγγελματία Δαλιδά. Η ταινία έγινε δεκτή με κολακευτικές κριτικές, πράγμα που ανανέωσε την αυτοπεποίθηση της ότι μπορούσε ακόμη μια φορά να αλλάξει καριέρα, καθώς είχε αρχίσει να κουράζεται από το τραγούδι.
Στην προσωπική της ζωή ακόμη ένας κρυφός και έντονος έρωτας για ένα γιατρό, που όταν τελείωσε με δάκρυα, την άφησε σε μεγάλη κατάθλιψη. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την απογοήτευση και στις 3 Μαΐου 1987 αυτοκτονεί αφήνοντας ένα σημείωμα: «Συγχωρήστε με, η ζωή έγινε αφόρητη για μένα…». Μετά τον τραγικό θάνατο της γίνεται αξεπέραστη ντίβα της μουσικής. Σε όλη της τη ζωή έβρισκε την ανακούφιση από τα μελοδράματα της προσωπικής της ζωής στην αγκαλιά του κοινού της που τη λάτρευε και της έδινε «το πρόσωπο της αγάπης». Το όνομα της πήρε μια από τις μεγάλες πλατείες της Μονμάρτης.
Έχοντας πουλήσει πάνω από 130 εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο, η Dalida συνεχίζει να ακτινοβολεί την αιώνια παρουσία της.
Σχόλια για αυτό το άρθρο