





θα ζωγραφίσει το διπλό της πορτρέτο.
Προς το παρόν δοκιμάζει το αίμα της,
τοποθετεί τα σωληνάκια μετάγγισης
από τον έναν κόσμο στον άλλο
ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα ροής.
Ξημερώνει.
Η Φρίντα Κάλο στέκεται με το χέρι υψωμένο,
αλλά κάτι πάει στραβά:
η στιγμή γίνεται παγκόσμιος χρόνος,
ο πόνος ανακυκλώνεται, δεν μεταγγίζεται,
το πινέλο μένει μετέωρο
όπως το δρεπάνι πριν τον οργασμό·
ουρλιάζει το τσεκούρι του Ραμόν Μερκαντέρ
μέσα στη μάσκα του Τρότσκι
και στη μάσκα του Ντιέγκο Ριβέρα.
Αδιέξοδο.
Τότε η Φρίντα Κάλο βάζει την πρώτη πινελιά,
και το αίμα όλου του κόσμου
αρχίζει να τρέχει.




Η ελπίδα πεθαίνει σαν κύκνος τραγουδώντας (απόσπασμα)
Να περάσω απέναντι το δρόμο χωρίς να κοιτάξω αριστερά, είναι εύκολη υπόθεση αλλά ανεπιτυχείς. Διότι προϋποθέτει να ισχύουν κι άλλες παράμετροι, όπως να περνάει την ίδια ώρα αυτοκίνητο. Αιτία αναγκαία αλλά όχι επαρκής…. Περνώ απέναντι προσεχτικά το δρόμο για να σε συναντήσω

I
Δέξου με όπως είμαι, λέω στην κυρία με την οποία βρίσκομαι σε πόλεμο για
πάνω από οκτώ χρόνια τώρα,
δέξου πως δεν θα φύγεις από αυτό το σπίτι αν δεν είναι με τα πόδια μπροστά.
μένει σιωπηλή και φωνάζει ξανά. οι γείτονες από πάνω επίσης μαλώνουν
εξαιτίας μας,
αλλά βαράω το ταβάνι με τη σκούπα για να μην κάνουν όσο θόρυβο κάνουμε
εμείς.
απειλώ, μα είμαι δειλός. με απειλεί να φύγει
και την πιστεύω κι αρχίζω να κλαίω σαν
να βαστούσε όλη την εύθραυστη αρμονία που δεν έβρισκα σε εκείνες τις
στιγμές.
χτυπάω το τραπέζι ξανά και ξανά και μετρώ τις ώρες μέχρι να γυρίσω στη
δουλειά,
εκεί που η βρωμιά και η απογοήτευση λειτουργούν σαν καταφύγιο σε μια ζωή
που καταρρέει.
μαλώνουμε για πράγματα φυσιολογικά, ωστόσο ξαναλέω στον εαυτό μου
πως ο ανολοκλήρωτος γάμος μας είναι απλά αποτέλεσμα της ανάγκης.
ήθελε ένα σπίτι· ήθελα στοργή. τη βρήκα με τις αδερφές της μια ζεστή νύχτα.
και οι δυο μας ιδρώναμε και δεν είχε συνοχή το βλέμμα μας.
το σπίτι μου μύριζε ψαρίλα, τα παράθυρα είχαν τρύπες
και μέσα απ’ αυτές γλιστρούσε το βουητό των παιδιών
και δεν έμοιαζαν τα δεκατέσσερα τετραγωνικά του παραδείσου μου με εδέμ
νιρβάνας
(η μυρωδιά κι η υγρασία ήταν το δίχως άλλο ό,τι χειρότερο).
μόνο όταν μετακόμισε εδώ ξεκίνησα να γράφω.
επαναλαμβάνω: δέξου πως δεν θα φύγεις από αυτό το σπίτι αν δεν είναι με τα
πόδια μπροστά
δέξου πως δεν θα επιβιώσουμε αν δεν καταφέρεις κάτι. κυνήγα τουλάχιστον,
αχάριστη γάτα, τα ποντίκια που τρώνε το φαΐ μας.
σβήνω από μέσα μου τη μνήμη του τι ήμασταν,
μα τούτο δεν σημαίνει πως αρνούμαι ότι ήμασταν δυνατότεροι τις καθημερινές.
είμαι ιχθυοπώλης. δουλεύω με ρυθμό.
πιάσε, κόψε, καθάρισε, κόψε, καθάρισε, πάρ’ το.
εξακολουθώ να σβήνω τη μνήμη εντός μου.
την καλύπτω μέχρι η πληγή
να πάψει να αιμορραγεί.

Ξόρκι για να πάρουμε πίσω τη νύχτα
Λοιπόν, σαν αλεπού. Μια λεπίδα οξειδωμένη
μέσα στου μεσονυκτίου την μπυροκοιλιά⸳
έτσι πάει.
Πήγαινε στον πάγκο εργασίας σου
σκάσε τις φυσαλίδες αζώτου στις αρθρώσεις σου,
μάζεψε τις ίνες και τις βελόνες σου.
Κάν’ το τώρα, όσο ο ήλιος διασχίζει τον δρόμο
με τα χέρια στις τσέπες·
τόσο επιπόλαιος.
Οι άκρες της βελόνας
μπηγμένες μέσα στις ίνες
θα τις πλέξουνε μόνες τους.
Όταν η προβιά σου είναι έτοιμη
και μέσα της αισθάνεσαι ασφαλής
τότε θα τραβήξεις για το χορό.

Η μακροβιότερη σχέση μου
Δεν είναι κάτι που λέγεται δημόσια, αλλά
έχω σχέση με το σπίτι μου.
Οι γείτονες μάς επικρίνουν γιατί δεν ευπρεπιζόμαστε,
βγάζουμε τα σκουπίδια σε παράξενες ώρες και
πάντα υπάρχει κάτι ήδη σπασμένο
που επιμένουμε ν’ αποταμιεύουμε.
Ξέρω ότι θα χρειαστεί άλλη μια στρώση χρώματος.
—Φαίνονται οι ρίζες του—
Ότι κάποιες φορές ντύνεται με παλιομοδίτικα ρούχα,
ότι μια ακόμα ανακαίνιση δεν θα έβλαπτε.
Αλλά μαζί αναπολούμε
ορισμένες επισκέψεις στη σιωπή,
κι εκείνο φέρνει μπρος στα μάτια μου
κάθε γωνιά πάνω στην οποία σκουντούφλησα.
Υπάρχει πάντα, μες στην οικειότητα, ένα δωμάτιο που δεν αερίζεται καλά.
Προστατεύουμε το μυστικό αυτής της βρώμικης γωνιάς,
κρατάμε άχρηστα παιχνίδια,
κι υπάρχει ένα συρτάρι που δεν ανοίγουμε ποτέ.
Γνωρίζει τα πάντα για μένα το σπίτι μου.
Μας διασκεδάζουν ανόητα αντικείμενα που
πλέον δεν ταιριάζουν με τίποτα.
Πού και πού χαϊδεύουμε ο ένας τον άλλο.
Άλλες φορές, ο έρωτάς του είναι σκληρός: με τα χρόνια
το κατάλαβα
η κεντρική θέρμανση δεν θα με ειδοποιούσε για τους κινδύνους
της άνεσης.
Μικρό πεισματάρικο! Θέλεις να πεις ότι το να σε αγαπώ
δεν θα μου επιτρέψει ποτέ να ξεκουραστώ;
Όπως κάθε ζευγάρι, ευδοκιμούμε μαζί.
Το ασανσέρ είναι τόσο καινούργιο που μερικές φορές με τυφλώνει,
άλλες φορές με δαγκώνει μπαίνοντας, μόνο για να μην
ξεχάσω ποτέ τα χρόνια της καταπόνησης.
Ξέρω ότι κι αυτό μ’ αγαπάει
πως όταν χάνω την υπομονή μου και θέλω να κατέβω πιο γρήγορα απ’ τις σκάλες
ανοίγει μια αυτόματη πόρτα
για να μου πει πως η βαρύτητα
δεν είναι πάντα με το μέρος μας.
Ξέρει για το σώμα μου περισσότερα απ’ τον καθένα.
Επίσης με παίρνει στην αγκαλιά του όταν χάνομαι,
έκλαψα στα γόνατά του σε κάθε πανικό.
Έδωσα για εκείνο, κάποτε, όλα όσα είχα.
Παντρεύτηκε τα ελαττώματά μου,
του έδωσα ένα σπιτικό.

Είναι δύσκολο
πολύ κανείς
να πιάσει ένα
ποίημα
Όλοι το γνωρίζουν
Στα ποιήματα
αρέσει
Να μένουν μακριά
απ τους ανθρώπους
Από απόσταση
τα παρατηρείς και όλα μοιάζουν ήσυχα,
μα προσοχή:
Με τις αισθήσεις
τεντωμένες,
-ακόμη και τις
ώρες που πίνουνε νερό-
Θα αντιληφθούν
τον ελάχιστο ήχο,
θα τρέξουνε
μακριά από τον θηρευτή
και θα χαθούνε
πίσω
απ τη σιωπή.
Τα ποιήματα συνήθως κινούνται κατά μόνας:
Πλάσματα αυτοαναφορικά και εγωιστικά
Μασούν χορτάρι
σε σαβάνες και σε μοναξιά.
Το πιο εύκολο:
Να πετύχει κανείς
Ένα
σονέτο
Μορφές δυσκίνητες,
ανάσες ομοιοκατάλληκτες.
Συνήθως επιλέγουν
να μετακινούνται σε αγέλες.
Αφού αιχμαλωτίσεις τα ποιήματα:
Αρχικά τους αφαιρείς το αγκάθι.
Ύστερα τα παραφράζεις
τα επεξηγείς
τα ταξινομείς
Και τ’ αφήνεις
να τριγυρνούν
Δίπλα σε βοηθήματα
Και οδηγούς
μαγειρικής.
Αν και φιλήσυχα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος:
Παρ όλο που όλα
τα βιβλία το γράφουν
Πως πάει καιρός
από τότε που ένα ποίημα επιτέθηκε σε
ανθρώπους
Ναι, πάει καιρός,
από τότε που τα
ποιήματα σκοτώνανε ανθρώπους.
«Σέβομαι τα ποιήματα, γι αυτό και τα σκοτώνω»
Εδώ και χρόνια
οι άνθρωποι κυνηγούνε τα ποιήματα
Στην μαύρη αγορά
Πληρώνει κανείς
όσο όσο
Προσθέτει κύρος
Είναι ζήτημα
κυρίως στυλ και ύφους
Το γόητρο
η μόνιμη έκπληξη
η φαντασμαγορία
Μπροστά στο
λογοτεχνικό απόκτημα των ημερών:
Ένα σαλόνι
στολισμένο με κεφάλια ποιητών



Ένα τραγούδι για την αθέατη ραφή
Είναι αυτό. Και αυτό που είναι δεν αλλάζει.
Και αυτό που είναι δεν μπορεί να είναι αλλιώς.
Άργησα πολύ να καταλάβω το απορημένο βλέμμα της μάνας μου,
τη φράση του πατέρα μου: «Άντε, να πάμε στο σπίτι τώρα που τέλειωσαν όλα».
Ήταν αυτό.
Η μάνα μου δεν ήξερε για το Σημείο G,
δεν ήξερε ότι το σώμα της υπήρχε για εκείνη·
η μάνα μου δεν ήξερε πώς να επιθυμεί.
Ήξερε όμως να στριφώνει τα φορέματα,
να σημαδεύει το ύφασμα με το λεπτό σαπούνι·
η μάνα μου ήξερε πώς να σου κάνει αθέατη τη φανερή ραφή.
Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο Σαρτρ
κι ότι ἠ ύπαρξη προηγείται της ουσίας·
ούτε κατάλαβε ποτέ πως ήτανε αυτό που ήθελε ο ίδιος νά ’ναι.
Έμαθε όμως το ρίγος της ανάγκασης και το αβάσταχτο του εξαναγκασμένου·
ο πατέρας μου έμαθε πως η ταπείνωση χρειάζεται αντοχή,
όμως δεν έμαθε ποτέ πως ήτανε αυτός που είχε αντέξει.
Η μάνα μου δεν πίστευε στην καλοσύνη των άλλων
ούτε στην καλοσύνη του Θεού·
η μάνα μου δεν πίστευε σε καμιά καλοσύνη.
Πίστευε όμως στη Μεγάλη Παρασκευή των ανθρώπων·
η μάνα μου πίστευε στο βάρος του σταυρού.
Ο πατέρας μου δεν σκούπιζε ποτέ τα δάκρυά του·
άφηνε μόνη να στεγνώνει στα μάτια του η αρμύρα,
η θάλασσα που έβλεπε,
τα φαγωμένα βράχια· ο πατέρας μου
άφηνε μόνα να στεγνώνουνε στα μάτια του
εκείνα που αρνιότανε να πει.
Η μάνα μου αγαπούσε τα γεράνια,
ο πατέρας μου τα πετροχελίδονα.
Σ’ εκείνην άρεζαν τα τούρκικα μελό,
σ’ εκείνον οι ελληνικές κωμωδίες του εξήντα.
Τη μια φορά που πήγανε μαζί στο σινεμά
είδανε τη δανέζικη «Μαζούρκα του έρωτα».
Έζησαν κάμποση ζωή· ήταν αυτή.
Κι αυτή που ήταν δεν μπορεί να ήταν αλλιώς.

Ως γόνος των κιχλίδων
Κυρίως θυμάμαι το χιόνι.
Καθόμασταν με τους αγκώνες στο τζάμι
κοιτώντας το απέραντο λευκό
όταν στρατιώτες έσπασαν την πόρτα.
Είχα ίσα ίσα αρκετό χρόνο
για να σύρω μέχρι το ντουλάπι τη μικρή μου αδελφή.
Καθώς κρυβόμασταν
κάθε ανάσα πονούσε
σαν να με τρυπούσε ξιφολόγχη.
Φοβόμουν ότι θα μου διαπερνούσε τα πλευρά.
Μετά τελείωσε.
Θα μας βρουν, ούρλιαξε η μικρή αδελφή μου.
Σφάλισα σφιχτά τα μάτια
για να μη δω τι θα της έκαναν.
Λένε ότι στη μεγαλύτερη ανάγκη
κάποιος μπορεί ν’ ακούσει τη φωνή του Θεού.
Ίσως δεν μιλάς, Κύριε,
γιατί δεν μας κουβαλάς
στην παλάμη του χεριού σου, αλλά στο στόμα σου
όπως οι κιχλίδες κουβαλούν τα μικρά τους.
Οι στρατιώτες με έσυραν έξω στον κήπο,
μου άνοιξαν τα πόδια,
μπούκωσαν με χιόνι το στόμα μου για να πνίξουν
την παράξενη, παρατεταμένη μου κραυγή. Στην αρχή
δεν ήξερα ότι προερχόταν από μένα. Σκέφτηκα
ένας ποντικός σφήνωσε ανάμεσα στη μόνωση και στην οροφή,
στριγγλίζοντας,
χτύπησε το κεφάλι του μέχρι που μάτωσε και κόλλησε.
Αλλά όταν οι στρατιώτες γέμισαν το στόμα μου με χιόνι
κατάλαβα ότι ο ήχος προερχόταν από μένα.
Το χιόνι έλιωσε,
το λασπόχιονο έσταζε στον λαιμό μου.
Είχε τη γεύση του χιονιού όταν έπεφτε
και η μικρή αδελφή μου κι εγώ
το ακουμπούσαμε στη γλώσσα μας.
Αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος
τίποτε δεν έχει πια την ίδια γεύση,
ούτε η σούπα της μητέρας,
ούτε το σπογγώδες κέικ της γιαγιάς.
Όμως η γεύση του χιονιού δεν άλλαξε καθόλου.
Η μητέρα λέει πως ο Θεός μας κουβαλά
στην παλάμη του χεριού Του όχι στο στόμα Του.
Καθώς ξαπλώνω στο κρύο έδαφος
σκέφτομαι τη θέρμη της παλάμης σου, Κύριε.
Όταν οι στρατιώτες τέλειωσαν, σηκώθηκαν επάνω,
δεν είπαν τίποτε, έμειναν σιωπηλοί.
Τα βουνά τρυπούν τον ουρανό
όπως τα δόντια δαγκώνουν τα χείλη
ενός ανθρώπου που καταπνίγει μία κραυγή.




















































Σχόλια για αυτό το άρθρο