Και η Τζένιφερ Λόρενς αποδεικνύει πως μπορείς να είσαι ηθοποιάρα ακόμα και σε νεανικό blockbuster.
Από τον Τάσο (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλο
HUNGER GAMES: ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – ΜΕΡΟΣ 1ο
Βαθμολογία 8/10
Δεν είναι τυχαία η σύγκριση που κάνω ανάμεσα στο “Ηunger Games” και το “Twilight” εφ’ όσον και οι δύο σειρές best seller βιβλίων που έγιναν ταινίες με τεράστια εισπρακτική επιτυχία, ανήκουν στο λεγόμενο είδος της teen adult μυθοπλασίας. Αυτής που απευθύνεται σε έφηβους και νέους, αλλά καταπιάνεται με ενήλικα θέματα. Και πουλάει σαν τρελή. Συνήθως η θεματολογία της έχει να κάνει με το μέλλον, τα βαμπίρ, τα μεταφυσικά κλπ συν μια απαραίτητη δόση ρομάντζου και σαπουνόπερας που πάντα πιάνει. Αυτό το τελευταίο, τα “Twilight” το τράβηξαν τόσο πολύ, που όταν τα έβλεπες αισθανόσουν σαν να είσαι η Κατερίνα Καινούργιου και κάποιος σου τραβάει με το ζόρι τα extensions.
Στο “Hunger Games” η διαφορά ξεκινάει από το ίδιο το συγγραφικό υλικό της Σούζαν Κόλινς. Η οποία χωρίς ακριβώς να πρωτοτυπεί (η ιδέα αγώνων μέχρι θανάτου ανάμεσα σε εφήβους που μεταδίδονται τηλεοπτικά έχει ξαναγίνει επιτυχημένα στο ιαπωνικό “Battle Royale” και σε άλλες ταινίες) έκανε το πιο απλό. Εμπνεύστηκε από αυτό και το μετέφερε σε αμερικάνικο έδαφος, “τρίβοντας” στα μούτρα της πιτσιρικαρίας και όχι μόνο όπως αποδείχτηκε, τον καθρέφτη τους. Και το ζοφερό μέλλον μιας οργουελικής, φασιστικά ελεγχόμενης Αμερικής, την οποία οι ίδιοι δημιουργούν κι ανέχονται.
Δημιούργησε ενδιαφέροντες χαρακτήρες, απέφυγε τα κλισέ, ανέπτυξε το ερωτικό τρίγωνο της υπόθεσης με εξαιρετικά λεπτό κι αμφιλεγόμενο ως προς την εξέλιξη του τρόπο και πάνω από όλα έβαλε στο κέντρο μια ηρωίδα κατά λάθος. Εύθραυστη αλλά ταυτόχρονα τσαμπουκαλεμένη, αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό και την εικόνα που τα media θέλουν να δημιουργήσουν για αυτήν. Γιατί τόσο οι “Αγώνες Πείνας” που παρακολουθήσαμε στα δύο προηγούμενα επεισόδια της σειράς, όσο κι αυτή εδώ η “Επανάσταση”, ποντάρουν πολύ στο αξίωμα του ότι “αν δεν το δείξει η τηλεόραση, απλά δεν συνέβη”.
Κι αυτή τη φορά ακόμα πιο τολμηρά, γιατί την ίδια τακτική που ακολουθεί η Κάπιτολ και ο πρόεδρος Σνόου με την τηλεόραση, φαίνεται να ακολουθούν και οι επαναστάτες που ετοιμάζουν την εξέγερση, κρυμμένοι σε υπόγειες εγκαταστάσεις κάτω από την κατεστραμμένη Περιοχή 13. Με πρόεδρο τους την υπέροχα ψυχρή Τζούλιαν Μουρ στο ρόλο της Άλμα Κόιν, σαν την πίσω πλευρά του νομίσματος που απεικονίζει τον Ντόναλντ Σάδερλαντ ως πρόεδρο Σνόου της Κάπιτολ.
Εκεί, στα υπόγεια της Περιοχής 13 θα ξυπνήσει η ηρωίδα Κάτνις Έβερντιν μετά τα όσα συνέβησαν στην προηγούμενη ταινία της σειράς. Εξοργισμένη, μπερδεμένη και ανάμεσα σε παλιούς γνώριμους, όπως ο Γκέιλ, ο εφηβικός πλατωνικός της έρωτας, ο αινιγματικός Πλούταρχος με τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν να μας θυμίζει το γιατί μας λείπει τόσο πολύ. O απολαυστικά κυνικός και αλκοολικός Xέιμιτς από τον υπέροχο Γούντι Χάρελσον. Και η στιλίστρια Έφι, η μοναδική Ελίζαμπεθ Μπανκς, αυτή με τις τρελλές περούκες που τώρα έχει ζητήσει πολιτικό άσυλο, κι είναι φρικαρισμένη που είναι αναγκασμένη να κυκλοφορεί με ρούχα εργάτριας και μπαντάνα στο κεφάλι.
Μετά τα τελευταία γεγονότα, όλες οι περιοχές της Πανάμ (δηλαδή της Αμερικής) έχουν ξεσηκωθεί και ο Σνόου κάνει ότι πιο βίαιο μπορεί για να τις ελέγξει. Η Περιοχή 12 από την οποία κατάγεται η Κάτνις έχει ισοπεδωθεί από βομβαρδισμούς σκοτώνοντας σχεδόν όλο τον πληθυσμό της. Και ο Πίτα, ο συμπαίκτης της στους “Αγώνες Πείνας” με τον οποίο είναι κάτι σαν ερωτευμένη, είναι αιχμάλωτος του Σνόου ο οποίος τον βάζει να κάνει δημόσιες τηλεοπτικές εμφανίσεις εναντίον της επανάναστασης.
Αυτό το “είναι κάτι σαν ερωτευμένη” που έγραψα στην προηγούμενη παράγραφο δεν είναι τυχαίο και για την ακρίβεια είναι ένα από τα μυστικά της επιτυχίας της ταινίας. Ειδικά από όταν σκηνοθετικά το franchise ανέλλαβε ο Φράνσις Λόρενς μετά τον Γκάρι Ρος. Όλα είναι “κάτι σαν”. Ακόμα και οι πιο φαινομενικά ξεκάθαρες καταστάσεις ή ήρωες, είναι “κάτι σαν”. Που δεν το βλέπεις αλλά καραδοκεί, που μπορεί να φέρει την καταστροφή αλλά και την ανατροπή. Με την ίδια λογική που ο πρόεδρος Σνόου χρησιμοποιεί τηλεοπτικά τον Πίτα, η πρόεδρος Άλμα χρησιμοποιεί την Κάτνιν, ως Κοτσυφόκισσα, για σύμβολο της επανάστασης. Με ένα τηλεοπτικό συνεργείο να την ακολουθεί στις επισκέψεις της στις καταπιεσμένες περιοχές, και διαφημιστικά σποτ αισθητικής σοσιαλιστικού μπαρόκ ρεαλισμού.
Η Τζένιφερ Λόρενς, υποκριτικά, είναι απίστευτη στο πως διαχειρίζεται κινηματογραφικά τα συγκρουόμενα αισθήματα της. Και στη μεγάλη οθόνη, αυτό φαίνεται με απίστευτη ευκρίνεια στα μάτια της. Είναι ελάχιστες οι φορές που έχω δει τόσο νέο ηθοποιό να έχει τέτοιον συναισθηματικό έλεγχο στο βλέμμα του όσον αφορά τις απαιτήσεις του ρόλου. Η Σούζαν Κόλινς, η συγγραφέας, είχε την τρομερή έμπνευση να μετατρέψει όλο το φουτουριστικό δυστοπικό τοπίο, σε μια σύγχρονη Ρώμη διψασμένη για άρτο και θεάματα και ματαιοδοξία. Τα ονόματα και μόνο των ηρώων της αρκούν για να το καταλάβεις.
Και ο Φράνσις Λόρενς με τους συνεργάτες του, ακροβάτησε με εξαιρετικό τρόπο σε τεντωμένα σκοινιά διαφορετικών κατευθύνσεων. Τις ανάγκες ενός blockbuster που φέρνει εκατομμύρια στα ταμεία. Τη σκοτεινιά ενός υλικού (αυτή είναι η πιο “μαύρη” ταινία ως τώρα της σειράς) που τη σπάει χωρίς να την αναιρεί με λεπτές πινελιές ειρωνία. Και φυσικά το ότι πρόκειται για την προτελευταία ταινία, που βασίζεται πάνω σε μισό βιβλίο, εφ’ όσον το τρίτο μέρος χωρίστηκε σε δύο ταινίες.
Είναι από τις λίγες φορές που θα παραδεχτώ ότι αυτό δεν έγινε μόνο για εμπορικούς σκοπούς και διπλό χρήμα. Γιατί το προηγούμενο βράδυ παρακολούθησα ξανά τις δύο προηγούμενες ταινίες. Αλλά εδώ ήταν που κατάλαβα το σύνολο. Επειδή ο Λόρενς δίνει ανάσα στους χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα, τις μικρές αλλαγές στα βλέμματα, για να σε πάρει μαζί του. Καταφέρνοντας, ενώ αυτή η ταινία έχει τη μικρότερη συγκριτικά, δράση από τις προηγούμενες, να είναι και η πιο συναρπαστική. Κάνοντάς σε να να περιμένεις με αγωνία το γκραν φινάλε του χρόνου. Και τολμώντας να πάει πολύ πιο κάτω από την επιφάνεια, που ένα εφηβικό blockbuster θα του επέτρεπε.
Δημιουργώντας ένα συναρπαστικό, με ψυχή, ερωτήματα, πολιτική θέση, άψογη καλλιτεχνική διεύθυνση και “ζωντανούς” χαρακτήρες στουντιακό χάιτεκ θέαμα, που ενώ σαν υλικό είναι εκ φύσης μετέωρο πριν το τέλος της σειράς, έχει στίγμα, άποψη και απόλαυση. Συν την Τζένιφερ Λόρενς σε τρομερή φόρμα να αντιμετωπίζει το υλικό, όχι σαν blockbuster, αλλά σαν art performance.
Σχόλια για αυτό το άρθρο