Γεννήθηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια των ΗΠΑ στις 9 Φεβρουαρίου του 1945. Είναι κόρη του Αυστραλού σκηνοθέτη Τζον Φάροου και της ηθοποιού Μορίν Ο’Σάλιβαν. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία Ο Άρχων των Πέντε Ωκεανών (1959) με σκηνοθέτη τον πατέρα της, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στους τίτλους.
Αναδείχθηκε από τη συμμετοχή της ως Άλισον ΜακΚένζι στη τηλεοπτική σαπουνόπερα Πέιτον Πλέις (1964–1966). Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε στην ταινία Guns at Batasi (1964), για την οποία κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για τη Νέα Σταρ της Χρονιάς, και απέσπασε μεγαλύτερη προσοχή για το γάμο της με τον Φρανκ Σινάτρα σε ηλικία 21 ετών, που διήρκεσε δύο χρόνια.
Η ενσάρκωση της Ρόζμαρι Γούντχαους στην ταινία τρόμου Το Μωρό της Ρόζμαρι (1968) την έκανε υποψήφια για βραβείο BAFTA και Χρυσή Σφαίρα για την Καλύτερη Ηθοποιό. Κέρδισε μια τρίτη υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα για τον ρόλο της στο John and Mary (1969).
Στη δεκαετία του 1970 συμμετείχε σε πολλές ταινίες, σε μία των οποίων συνεργάστηκε και με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο ρόλο της καταδικασμένης Ντέιζυ Μπουκάναν στον Υπέροχο Γκάτσμπι (1974). Η πρώτη της συνεργασία με τον Γούντι Άλεν έγινε στην ταινία Σεξοκωμωδία Θερινής Νύχτας (1981). Ακολούθησαν Το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου (1985), Η Χάνα και τ’ Αδέλφια Της (1985) και το Άλις: Άπιστη ή Απατημένη; (1991) με τη Φάροου στον ομότιτλο ρόλο.
Στη δεκαετία του 2000 η Φάροου, ευαισθητοποιημένη για τα δικαιώματα των παιδιών, ξεκίνησε αγώνα για συγκέντρωση κεφαλαίων για τα παιδιά που πλήττονται σε εμπόλεμες περιοχές, κυρίως στην Αφρική, καθώς και για την υδροδότηση διαφόρων περιοχών. Έγινε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNICEF στον αγώνα για την εξάλειψη της πολιομυελίτιδας. Τον Νοέμβριο του 2004 και τον Ιούνιο του 2006 επισκέφθηκε τους καταυλισμούς του οργανισμού στο Νταρφούρ του Σουδάν. Ακολούθως ανέλαβε δράση στην Ευρώπη συμμετέχοντας σε φιλανθρωπική δράση στο Βερολίνο. Το 2007 ακολούθησε τρίτο ταξίδι στην Αφρική με έντονη δημοσιότητα αυτή τη φορά δίνοντας συνεντεύξεις, γράφοντας άρθρα και συμμετέχοντας σε σχετικό ντοκιμαντέρ.
Την φορά όμως αυτή ενεπλάκη στις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες υποστηρίζοντας τους αντάρτες φθάνοντας στο σημείο της δυσφήμισης του Σουδάν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου (2008), συνέπεια του οποίου ήταν η απέλαση από τη Χώρα όλων των διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων. Παράλληλα, η Φάροου είχε στρέψει την προσοχή της και στη μεγάλη γενοκτονία που συνέβη στη Ρουάντα συμμετέχοντας σε σχετικό ντοκιμαντέρ.
Για τις παραπάνω δραστηριότητές της η Φάροου έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις, μερικά εκ των οποίων είναι αυτό της Λεγεώνας των Τεχνών και των Γραμμάτων, η διεθνής διάκριση επί προσφύγων και εκτοπισμένων, και το βραβείο Leon Sullivan το 2009.
Στις 19 Ιουλίου του 1966 παντρεύτηκε τον, κατά 30 χρόνια μεγαλύτερό της Φρανκ Σινάτρα, με τον οποίο χώρισε δύο χρόνια αργότερα. Την ίδια περίοδο, η Φάροου έλαβε ένα κέικ που είχε αρσενικό από κάποιον οργισμένο θαυμαστή. Επίσης, το 1970 παντρεύτηκε τον Αντρέ Πρεβέν, με τον οποίο χώρισε το 1979. Τέλος, από το 1980 μέχρι το 1992 είχε δεσμό με τον Γούντι Άλεν, τον οποίο κατηγόρησε ότι είχε ερωτικές σχέσεις με την υιοθετημένη κόρη τους και είχε ακόμα προχωρήσει σε αποπλάνηση ενός ακόμη παιδιού, από τα συνολικά επτά που είχαν υιοθετήσει. Η υπόθεση σύντομα έφτασε στα δικαστήρια και έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Σε αυτή ενεπλάκησαν δικηγόροι, ψυχίατροι και κοινωνικοί λειτουργοί. Τελικά ο Άλεν απαλλάχθηκε των κατηγοριών της αποπλάνησης, ενώ η Φάροου κέρδισε την επιμέλεια των παιδιών.
Το 2008, το περιοδικό Time την ονόμασε ως έναν από τους ανθρώπους με την μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο
Σχόλια για αυτό το άρθρο