Φέτος συμπληρώνονται 103 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων. 19 Μαΐου, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου…
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000. Όσοι γλίτωσαν, κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήρθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
To 1966 o Δημήτρης Ψαθάς εξέδωσε ένα ιστορικό χρονικό 500 σελίδων, ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του ελληνισμού της ιδιαιτέρας του πατρίδας, με τίτλο “Γη του Πόντου”. Μέσα από την αφήγηση των προσωπικών του αναμνήσεων, διαβάζουμε σπαράγματα ψυχής από τη μητέρα πατρίδα του, την Τραπεζούντα του Πόντου, που τόσο βίαια στερήθηκε στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μαθητής ακόμα του φημισμένου «Φροντιστηρίου Τραπεζούντος» όταν ξεριζωμένος ήρθε στην Αθήνα, πρόσφυγας μαζί με την χήρα μητέρα του και τις τρεις αδερφές του για ένα νέο ξεκίνημα.
«Η μνήμη είναι σαν ένα στυπόχαρτο που ότι έχει απορροφήσει το κρατά, δεν είναι σαν τη φωτογραφία, που τ’ αποτυπώνει όλα. Τις εικόνες, όμως, που έχει απορροφήσει − όπως το μελάνι − τίποτα δεν τις σβήνει, κι αυτές είναι οι πιο σπουδαίες, που μένουν αποτυπωμένες στη θύμηση του ανθρώπου και συνθέτουν το μαγικό βιβλίο της παιδικής του ζωής», εξομολογείται ο Μικρασιάτης συγγραφέας στο αυτοβιογραφικό του χρονικό «Γη του Πόντου», την «Βίβλο του Ποντιακού Ελληνισμού».
«…Μια σειρά από εύθυμα σημειώματα γύρω απ’ τα παιδικά μου χρόνια −δημοσιευμένα στον «Ταχυδρόμο»− ήταν το ξεκίνημα που με παρέσυρε σιγά σιγά να γράψω ένα Χρονικό για τον ελληνισμό του Πόντου και της Μικρασιατικής καταστροφής. Όχι εύθυμο, βέβαια, γιατί ένα τέτοιο γραφτό δεν γίνεται να είναι εύθυμο, και πολύ λιγότερο όταν αφορά στη χρονική περίοδο της Ιστορίας του Πόντου, που μπαίνει σε τούτο το βιβλίο 1914-1922, δηλαδή τα χρόνια που αντιστοιχούν στην τελευταία φάση της τραγωδίας και το τελικό ξερίζωμα του ελληνισμού του Πόντου. Ανάλαφρο, όσο μπορούσε να γίνει, ήταν το γραφτό μου στην αρχή, επειδή ανιστορούσε ασήμαντα περιστατικά των παιδικών μου χρόνων −παιδικές μόνο αναμνήσεις− που χρόνια στριφογύριζαν στο μυαλό μου, σαν μια άγραφη μουσική που πρέπει να πέσει στο πεντάγραμμο για να λυτρώσει τον συνθέτη. Όμως τα περιστατικά αυτά, όντας μπλεγμένα με τα μεγάλα γεγονότα της εποχής, παίρναν μοιραία στην καταγραφή τους, κάτι απ’ τη μορφή του χρονικού, που μου δημιουργούσε, φυσικά, τελείως διαφορετικές υποχρεώσεις. Στον ακραίο εκείνο γεωγραφικό χώρο, ο υπόδουλος ελληνισμός αγωνίστηκε για λευτεριά και ανεξαρτησία, αποκλειστικά και μόνο με τις ίδιες του ηθικές και υλικές δυνάμεις − μόνο στον Πόντο δημιουργήθηκε αντάρτικο και κλεφτουριά όπως του ’21− πληρώνοντας την περήφανη αντίστασή του στο βάρβαρο πρόγραμμα του αφανισμού του απ’ τους Νεότουρκους και τον Κεμάλ, μ’ αμέτρητες θυσίες. Δεν έχει αντιτουρκικό χαρακτήρα το βιβλίο τούτο. Αντιτουρκικό χαρακτήρα έχουν τα ίδια τα γεγονότα, που δείχνουν τους Τούρκους έτσι όπως ήσαν κι όπως έδρασαν τα χρόνια εκείνα. Ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμιά σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται απ’ τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Να ρίξουμε τον πέπλο της λήθης στο παρελθόν, αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε…».
Ο Δημήτρης Ψαθάς γυρνά πίσω στο παρελθόν στην αλησμόνητη πατρίδα του, την Τραπεζούντα του Πόντου όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια και θυμάται μέσα από διηγήσεις της μητέρας του την γνωριμία των γονιών του, της δεκαοχτάχρονης Μαρίας Χαραλαμπίδου και του νεαρού Γιάννη Ψαθά, εμπόρου κρασιών από την Τένεδο, μια όμορφη βραδιά στην Τραπεζούντα τότε όπου τότε όλα ήταν σαν όνειρο, πριν την καταστροφή…
«…Μια συμπαθητική κοπελίτσα ήταν τότε, μόλις δεκαοχτάχρονη. Φορούσε τα καλά της −τις «ζουπούνες»− την ντόπια φορεσιά που στόλιζε τις γυναίκες στα μακρινά εκείνα ακρογιάλια που τα βρέχει το κύμα του Ευξείνου και φέρνει απ’ τα βάθη των καιρών πανάρχαια μηνύματα και θρύλους, για τους Αργοναύτες που πέρασαν από κει πηγαίνοντας για την Κολχίδα. Είχαν κάποια γιορτή στο σπίτι, έπαιζε ο λυράρης, χόρευαν σ’ ένα κύκλο άντρες και γυναίκες και κοπέλες, πιασμένοι απ’ τα χέρια −στη μέση ο λυράρης−, χόρευε κι η κοπελίτσα καμαρωτή, χαρούμενη. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν κι ένας ξένος, ολομόναχος στην πόλη, από πολύ μακριά, όχι απ’ τη Μαύρη θάλασσα αλλά απ’ τ’ ασπροθαλασσίτικα νερά −λέγαν−, από κάποιο νησάκι που βρίσκεται έξω απ’ τον Ελλήσποντο κι έτσι το λένε: Τένεδος.
Συμπαθητικός ήταν κι ο ξένος, νέος, κι είχε μόλις φτάσει απ’ το νησί του, απ’ όπου έφερνε ωραία κρασιά και τα εμπορευόταν. Ντόπιοι έμποροι που αγόραζαν τα κρασιά του, τον προσκάλεσαν να περάσει τη βραδιά του κι εκείνος ήταν πολύ ευχαριστημένος −του άρεσαν όλοι οι καλοσυνάτοι άνθρωποι− και το μάτι του δεν ξεκολλούσε απ’ την κοπελίτσα που φαινόταν ντροπαλή και ξεχώριζε απ’ τις άλλες.
— Πώς την λένε; ρώτησε.
— Μαρία, του είπαν.
— Θέλω να γνωρίσω τους δικούς της.
Γνώρισε τους δικούς της ο ξένος −Γιάννης ήταν τ’ όνομά του− παντρεύτηκε, ρίζωσε στην πόλη, άνοιξε και μαγαζί, έκανε παιδιά και πέθανε στα ίδια εκείνα χώματα. Η Μαρία έζησε πολλά χρόνια, χήρα με τα παιδιά της −τέσσαρες κόρες κι ένα γιο− πάλεψε, γνώρισε βάσανα και πίκρες, ξεριζώθηκε μ’ όλο τον πληθυσμό από τα μέρη εκείνα, και γριούλα πια, στην Αθήνα, δεν κουραζόταν να μιλά για τα παλιά, για τη ζωή της, για τα νιάτα της, για τον άντρα της, για την αξέχαστη πόλη, όπου κάποια βραδιά είχε γνωρίσει εκείνον τον ξένο − τον πατέρα μου. Όλο «για κείνα» μου μιλούσε. Κι όλο τ’ αναθυμόμουνα κι εγώ και τώρα ακόμα που έφυγε η γριούλα, η σκέψη μου συχνά φτερουγίζει στα παλιά και να που προβάλλουν πάντα ολοζώντανα − εικόνες όμορφες και πρόσωπα αγαπημένα, σκηνές και περιστατικά της καθημερινής ζωής, χαρές και λύπες, βιώματα λογής λογής και μαζί ολόκληρο το πανόραμα της μακρινής εκείνης πόλης του Ευξείνου Πόντου, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Σαν όνειρο. Άλλοτε ευτυχισμένο και χαρούμενο κι άλλοτε φοβερό − ένας σωστός βραχνάς.»
«Τον Δημήτρη Ψαθά τον ενοχλούσε πολύ ότι το έπος της Αντίστασης των Ποντίων οπλαρχηγών ενάντια στους Τούρκους, αυτό το γνήσια ελληνικό έπος ισάξιο του 1821, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν άγνωστο την εποχή που συνέγραψε το βιβλίο του (το έτος 1966) στους περισσότερους Έλληνες και δεν διδασκόταν ποτέ στα σχολεία. Από αυτήν την αφορμή ορμώμενος και σε ώριμη ηλικία αναγνωρισμένος ήδη ως επιτυχημένος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας αλλάζει ύφος και είδος γραφής και σκύβοντας κατανυκτικά πάνω από την ιστορία των ανθρώπων της ιδιαίτερης πατρίδας του, συγγράφει το 1966 το έπος του Ποντιακού Ελληνισμού την «Γη του Πόντου», ένα μνημειώδες ιστορικό χρονικό 530 σελίδων θέλοντας να δικαιώσει τους αγωνιστές εκείνους που τίμησαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το χώμα που ο ίδιος στερήθηκε» τονίζουν η κόρη του συγγραφέα Μαρία Ψαθά και η εγγονή του Λένα Νίτσου, εκδότρια των Απάντων του (Στη φωτογραφία μαζί με τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, τον Χάρρυ Κλυνν, την Μάρω Κοντού και τον Θάνο Καληώρα το 1998)
Το 1998 έγινε παρουσίαση του βιβλίου «Η Γη του Πόντου» στη Στοά του Βιβλίου (που δεν υπάρχει πια) όπου ο Χάρρυ Κλυνν είχε πει τα εξής: Είναι ένα συγκλονιστικό ιστορικό ντοκουμέντο, που ξεδιπλώνει μέσα από ζωντανές μνήμες την τραγική πορεία του αλύτρωτου Ποντιακού Ελληνισμού, στην πιο πολυτάραχη και πλέον οδυνηρή περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Συγχρόνως όμως είναι και ένα σπαρακτικά τρυφερό βιβλίο. Η «Γη του Πόντου» έχει μια μοναδικότητα. Δεν είναι βιβλίο γραμμένο από ιστορικό, η ιστορική του, όμως, αξία είναι μοναδική. Όλα όσα τρυφερά και αβάσταχτα ανιστορούνται με γλαφυρότητα στο βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά είναι ένα κομμάτι και της δικής μου ζωής, αφού τα περισσότερα από αυτά τα άκουσα από το στόμα του πατέρα μου Νίκου Τριανταφυλλίδη, συμμαθητή του Δημήτρη Ψαθά στο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος». Πρωτοδιάβασα το βιβλίο αυτό το 1974 και θέλω να πιστεύω ότι μεγαλύτερη προσφορά προς τον Ποντιακό Ελληνισμό δε θα μπορούσε να γίνει. Αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας για τη γη των μαρτυρίων και των ηρωισμών. Από το βιβλίο αυτό αντλήσαμε το κουράγιο και την δύναμη για να γίνουν, επί τέλους γνωστά τα πάθη και τα κλέη του Ποντιακού Ελληνισμού. Η Γη του Πόντου βγάζει από το σκοτάδι τον περήφανο αγώνα του Ακριτικού Ελληνισμού και την μοναδική του αντίσταση στο βάρβαρο πρόγραμμα αφανισμού του από τους Νεότουρκους του Κεμάλ. Το βιβλίο αυτό ήταν το έναυσμα για μας, την πρώτη γενιά των Ποντίων μακριά από την Πατρίδα, για να ξεκινήσουμε τον πολύχρονο αγώνα μας που υποχρέωσε, επιτέλους, μετά από χρόνια σιωπής, την επίσημη Ελληνική πολιτεία να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Και από το βιβλίο αυτό εξακολουθούμε να αντλούμε τη δύναμη για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας μέχρις ότου συμπεριληφθεί η περήφανη και πολύπαθη ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού στο μάθημα της Ελληνικής Ιστορίας στα σχολεία.
Ο Δημήτρης Ψαθάς εικονίζεται στα πρώτα νεανικά του χρόνια σε ανέκδοτη φωτογραφία εποχής και δίπλα το ενδεικτικό του από το Φροντιστήριον Τραπεζούντος (Φωτ: Λ. Νίτσου)
Χαλκογραφία της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά (φωτογραφία από το αρχείο του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη)
Η Μαρία Ψαθά ανάμεσα στον γιο της Οδυσσέα Καρτάλο και στον αξέχαστο Χάρρυ Κλυνν
Το Αμερικανικό προξενείο στην Τραπεζούντα σε καρτ ποστάλ εποχής (φωτ: αρχείο καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη)
Ο Δημήτρης Ψαθάς παραλαμβάνει από τον Πρόεδρο της Εστίας Νέας Σμύρνης Πάνο Χαλδέζο το Πρώτο Βραβείο για τη συγγραφή του ιστορικού χρονικού του “Γη του Πόντου” στις 25-3-1967 (φωτ: αρχείο Λένας Νίτσου)
Σχόλια για αυτό το άρθρο